Το σκοτάδι είναι απόλυτο. Έχει
αποκτήσει δική του υπόσταση. Την τυλίγει από παντού σαν ρούχο στενό που
ξέρεις ότι σε πνίγει, αλλά είσαι υποχρεωμένος να το φορέσεις. Το σκοτάδι είναι
πυκνό. Νιώθει την υφή του στα χέρια της, την οσμή του στα ρουθούνια της.
Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα σε μια προσπάθεια να καταλάβει τι γίνεται. Ψηλαφίζει
με τα χέρια το χώρο. Που βρίσκεται; Γιατί δεν μπορεί να απλώσει τα χέρια της;
Γιατί μπορεί να κάνει μόλις δυο βήματα; Πως βρέθηκε εδώ; Ερωτήσεις που ξεπηδούν
μέσα στη ζάλη του μυαλού της. Όλα μέσα στο κεφάλι της είναι θολά, συγκεχυμένα
σαν να τα έχει καλύψει ένα σύννεφο σκόνης. Δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά.
Πρέπει να συγκεντρωθεί, να
καταλάβει που είναι, να θυμηθεί τι έγινε και βρέθηκε εδώ. Κλείνει τα μάτια
σφιχτά σε μια προσπάθεια να οργανώσει τις σκέψεις της. Παίρνει μια βαθιά, αργή
εισπνοή. Εκπνέει το ίδιο αργά. Επαναλαμβάνει τις αναπνοές. Σιγά- σιγά νιώθει το
κορμί της να χαλαρώνει. Είναι έτοιμη να ερευνήσει το χώρο γύρω της πιο προσεκτικά.
Κάνει να απλώσει τα χέρια, δεν ανοίγουν σε πλήρη έκταση. Με τις παλάμες της
ψηλαφίζει τα τοιχώματα που την περικλείουν. Το υλικό τους είναι δροσερό. Τι να
είναι άραγε; Μελαμίνη; Λουστραρισμένο ξύλο, ίσως; Το χτυπάει με τα δάχτυλα της.
Τακ, τακ… κάποιο είδος ξύλου, όχι τσιμέντο, όχι τούβλα… Ξεφυσά κάπως
ανακουφισμένη. Μα που στο καλό είναι; Σε αποθήκη; Σε ντουλάπα; Ψάχνει για
κάποια κλειδαριά, ένα χερούλι, ίσως… δεν υπάρχει τίποτα. Διάολε, που είναι;
Νιώθει κρύο ιδρώτα να
σχηματίζεται στις παλάμες και τη ραχοκοκαλιά της. Μια αίσθηση κλειστοφοβική
απειλεί να την τυλίξει.
Όχι,
όχι, δεν πρέπει να το κάνεις αυτό… Ηρέμησε! Κάποια εξήγηση θα υπάρχει…
Ακουμπά στο τοίχωμα πίσω της
και αρχίζει τις αναπνοές. Μέσα της ευγνωμονεί την καλή της τύχη για τα μαθήματα
γιόγκα και διαλογισμού που κάνει τα τελευταία χρόνια. Έτσι έμαθε να ελέγχει συναισθήματα
και αντιδράσεις, να βρίσκει γαλήνη και εσωτερική ισορροπία. Μετά από μερικούς
κύκλους αναπνοών νιώθει πάλι το σώμα της χαλαρό. Είναι έτοιμη να σκεφτεί την
κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Είναι μέσα σε ένα ξύλινο κουτί. Πως μπήκε εδώ
δεν μπορεί να θυμηθεί. Για την ακρίβεια, δεν μπορεί να θυμηθεί τι έκανε τις
τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες.
Πρέπει
να θυμηθείς, πρέπει…
Κλείνει τα μάτια. Φέρνει στο
μυαλό της το καθημερινό της πρόγραμμα, ίσως αυτό τη βοηθήσει. Όμως, δεν θυμάται
τι μέρα ήταν χτες. Σαν από ένστικτο ψηλαφίζει τον εαυτό της για να δει τι ρούχα
φοράει. Πολύ περίεργο… είναι με το νυχτικό. Μέσα στο μυαλό της ξεπηδά η εικόνα.
Βλέπει τον εαυτό της να ξαπλώνει στο κρεββάτι της και να σβήνει το φως.
Και
μετά;
Σκοτάδι…
Θυμήσου
τι έκανες πριν κοιμηθείς…
Προσπαθεί πάλι να εστιάσει τη
σκέψη της αλλά το μυαλό της αρνείται να συγκεντρωθεί. Οι αναμνήσεις της
χθεσινής μέρας ξεγλιστρούν όπως το νερό ανάμεσα στα δάχτυλα. Τρίβει με τα χέρια
το μέτωπο της.
Μάταιος κόπος…
δεν οδηγεί πουθενά… άδειασε το μυαλό σου… διαλογίσου. Ίσως έτσι θυμηθείς…
Παίρνει μια βαθιά εισπνοή. Ο
αέρας είναι βαρύς, σκοτεινός. Προσπαθεί να μην το σκέφτεται. Έχει τα μάτια της
κλειστά. Θέλει να κρατήσει έξω από το μυαλό της το σκοτάδι. Εκπνέει αργά.
Φέρνει στο νου της φως. Υπέρλαμπρο, απόκοσμο φως. Το αφήνει να τη λούσει από
την κορυφή του κεφαλιού της μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της. Ζεστό,
ανακουφιστικό φως. Βλέπει τον εαυτό της να εκπέμπει φως και ενέργεια.
Είναι ξαπλωμένη στο κρεββάτι
της, κοιμάται. Το αιθέριο σώμα της ξυπνά και αφήνει πίσω τη σαρκική υπόσταση
της και το κρεβάτι. Κοντοστέκεται και χαζεύει για λίγο τον εαυτό της που κοιμάται.
Τι ήρεμη και γαλήνια που δείχνει… Πρέπει, όμως, να ξεκινήσει. Είναι ώρα για το
αστρικό της ταξίδι.
Όπως και το προηγούμενο βράδυ,
η Μάντελιν βρίσκεται πάλι στο εξοχικό των παππούδων της στο δάσος. Το φως που
εκπέμπει το σώμα της την κάνει να μοιάζει με πυγολαμπίδα τη νύχτα. Γιατί ήρθε
εδώ, όμως; Τι αναζητά; Σπρώχνει την ξύλινη πόρτα και μπαίνει στο σπίτι. Όλα
είναι παγωμένα και σκοτεινά, αλλά εκείνη δεν ανάβει το φως. Κοιτάζει τριγύρω το
γνώριμο χώρο, όμως κάτι την εμποδίζει να αισθανθεί οικειότητα. Πως είναι
δυνατόν; Εδώ πέρασε τα πιο όμορφα καλοκαίρια της ζωής της, κοντά στους
αγαπημένους της παππούδες.
Πλησιάζει το τζάκι. Πάνω στο
μάρμαρο υπάρχει μια παλιά φωτογραφία τους. Η λάμψη που εκπέμπει το σώμα της
φωτίζει τα πρόσωπα τους. Η έκπληξη που αντικρίζει την κάνει να πισωπατήσει. Η
φωτογραφία των αγαπημένων της μοιάζει σαν σκηνή από ταινία τρόμου. Τα μάτια
τους βγαλμένα. Τα χείλη τους στολίζει ένα φρικιαστικό χαμόγελο, ενώ γύρω από το
λαιμό τους έχουν περασμένα σκοινιά κρεμάλας.
Θέλει να τρέξει, να φύγει
μακριά, αλλά τα πόδια της μένουν καρφωμένα στο πάτωμα. Ποιος μπορεί να έκανε
αυτή τη βέβηλη πράξη; Ο γδούπος που ακούγεται από το επάνω πάτωμα την κάνει να
αναπηδήσει. Κάποιος είναι μέσα στο σπίτι. Πρέπει να ανέβει επάνω να δει. Νιώθει
τους παλμούς στις φλέβες της πιο δυνατούς. Σίγουρα θα είναι τίποτα παλιόπαιδα
που βρήκαν την ευκαιρία να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι τώρα που οι παππούδες
πέθαναν και το σπίτι είναι κλειστό. Σμίγει τα φρύδια και αφουγκράζεται. Σιωπή…
Αλίμονο
σας έτσι και πέσετε στα χέρια μου…
Ανεβαίνει τη σκάλα με βήμα
αποφασιστικό. Το ξύλο τρίζει σε κάθε βήμα της. Κοιτά τους τοίχους καθώς
ανεβαίνει. Όλες οι φωτογραφίες των αγαπημένων της έχουν βεβηλωθεί όπως εκείνη
στο σαλόνι. Οι παλμοί της καρδιάς της δυναμώνουν. Έχει φτάσει στο κεφαλόσκαλο. Κοιτάζει
δεξιά- αριστερά το μακρύ διάδρομο που οδηγεί στα διάφορα δωμάτια του πάνω
ορόφου. Πρέπει να τα τσεκάρει όλα, να δει αν υπάρχουν και άλλες ζημιές. Κυρίως
τη νοιάζει να ξετρυπώσει τα βρωμόπαιδα που τις έκαναν.
Ξεκινάει από αριστερά. Θα τσεκάρει
τον ξενώνα πρώτα. Η πόρτα δεν ανοίγει, έχει φουσκώσει από την υγρασία. Πέφτει
πάνω της με δύναμη και σπρώχνει… τίποτα. Ανεβοκατεβάζει το χερούλι, η πόρτα
μοιάζει κλειδωμένη από μέσα.
«Ποιος είναι, εδώ; Ανοίξτε…
Ανοίξτε γιατί θα καλέσω την αστυνομία…»
Η φωνή της κάνει αντίλαλο σε
όλο το σπίτι, επιστρέφει στα αυτιά της χωρίς να πείθει ούτε και την ίδια.
Κινείται προς την επόμενη πόρτα, το παλιό δωμάτιο της μητέρας της. Βαθιά μέσα
της κάτι της λέει ότι ούτε και αυτή θα ανοίγει. Ο ώμος της την πονάει από το
σπρώξιμο. Χτυπάει την πόρτα με δύναμη… κανένα αποτέλεσμα… Είναι έτοιμη να
εκτοξεύσει μια καινούρια απειλή προς τους αυθάδεις εισβολείς, όταν η ηχώ της
ίδιας της φωνής της αντηχεί στο χώρο.
Ποιος
είναι εδώ; Ποιος είναι εδώ; Ποιος είναι εδώ;
Το γέλιο που τη συνοδεύει
ακούγεται περισσότερο σαν βρυχηθμός.
Θεέ
και Κύριε… Τι είναι αυτό;
Το χέρι της έχει κοκαλώσει στο
χερούλι. Η αναπνοή της βγαίνει κοφτή. Στέκεται ακίνητη και περιμένει μήπως
ακουστεί πάλι κάτι. Σιωπή. Σκέφτεται ότι, μάλλον, κάποιος με πολύ άρρωστο
χιούμορ αποφάσισε να παίξει μαζί της. Πρέπει να συνεχίσει το ψάξιμο. Είναι έτοιμη
να κατευθυνθεί προς το δικό της δωμάτιο όταν ακούει χτυπήματα από την άλλη άκρη
του διαδρόμου. Κοιτάζει προς τα εκεί. Το φως που εκπέμπει δεν είναι αρκετό για
να διαπεράσει το σκοτάδι στο βάθος του διαδρόμου από τέτοια απόσταση. Ξέρει,
όμως ότι στο τέλος του είναι η κρεβατοκάμαρα των παππούδων της.
Αν και τα χτυπήματα έχουν
σταματήσει αποφασίζει να πάει πρώτα εκεί να δει τι γίνεται. Το σκοτάδι είναι
αδιαπέραστο, ίσα που βλέπει το επόμενο της βήμα. Σταματά μπροστά στην πόρτα της
κάμαρας. Περίεργο, δεν υπάρχει ούτε χερούλι, ούτε κλειδαριά. Όμως, εκείνη είναι
σίγουρη ότι υπήρχαν την τελευταία φορά που επισκέφτηκε το σπίτι. Αγγίζει την
πόρτα με τα ακροδάχτυλα της. Ετοιμάζεται να ασκήσει πίεση για να την ανοίξει
όταν εκείνη ανοίγει διάπλατα και χτυπάει με δύναμη στον τοίχο σαν να την
χτύπησε τυφώνας.
Το αίμα στραγγίζει από το
πρόσωπο της και η κραυγή πνίγεται στο λαρύγγι της. Στέκεται αποσβολωμένη στην
είσοδο της πόρτας και κοιτά το εσωτερικό του δωματίου. Όλα είναι άνω- κάτω. Το
κρεββάτι ξεστρωμένο, τα συρτάρια από το παλιό κομό της γιαγιάς της βγαλμένα,
ρούχα και μπιζού πεταμένα στο πάτωμα, βιβλία σκισμένα. Μέχρι και οι τοίχοι
είναι γεμάτοι κόκκινες μπογιές και κάποιος άθλιος έχει γράψει «Σε περιμένουμε».
Άθλια
παλιόπαιδα…
Το θέαμα της καταστροφής την
επαναφέρει στην πραγματικότητα, την κάνει να ξεχνά το φόβο της. Τρίζει τα
δόντια και σφίγγει τις γροθιές της. Είναι αποφασισμένη να βρει τους υπαίτιους
αυτής της καταστροφής. Κάνει ένα βήμα προς τα μέσα, όταν από το εσωτερικό της
ντουλάπας ακούει χτυπήματα.
Ώστε
εκεί μου κρύβεστε, ε; Τώρα θα δείτε…
Ανοίγει τη ντουλάπα με φόρα
για να τους αιφνιδιάσει. Μπροστά της χάσκει ένα μαύρο κενό, σαν να άνοιξε την πόρτα ενός σκοτεινού
υπογείου. Για μερικά δευτερόλεπτα μένει να αντικρίζει το σκοτάδι. Απλώνει το
χέρι διστακτικά για να ψηλαφίσει το εσωτερικό της ντουλάπας. Το σκοτάδι είναι
το τόσο πυκνό που το χέρι της εξαφανίζεται μέσα του. Η ντουλάπα μοιάζει άδεια.
Τα
καθάρματα φρόντισαν να κλέψουν τα πάντα…
Κάνει άλλο ένα βήμα για να
μπορεί να ψάξει καλύτερα.
Ήταν
πάντα τόσο βαθιά αυτή η ντουλάπα;
Το χέρι της χτυπά πάνω σε ένα
ξύλινο μοχλό.
Τι
είναι αυτό;
Το σκοτάδι είναι απόλυτο, ούτε
το φως που εκπέμπει η ίδια δεν είναι αρκετό για να το διαπεράσει. Με μόνο όπλο
την αφή προσπαθεί να καταλάβει τι είναι αυτό που κρατά. Το κινεί πάνω- κάτω.
Ακούει ένα τρίξιμο σαν να ανοίγει πόρτα.
Πόρτα
μέσα στη ντουλάπα; Που οδηγεί;
Η περίεργη φύση της και το
πάθος της για εξερεύνηση την παροτρύνουν να βουτήξει στο σκοτάδι.
Όχι,
μην το κάνεις…
Το ένστικτο της την κρατάει
πίσω. Μένει μετέωρη, να προσπαθεί να αποφασίσει αν θα κάνει το επόμενο βήμα…
«Μάντελιν, Μάντελιν… Σε
περιμένουμε…» η φωνή της γιαγιάς της χαϊδεύει σαν απαλό αεράκι τα αυτιά, δρα
πάνω της σαν ισχυρό υπνωτικό.
Γιαγιά,
γιαγιά εσύ;
Κάνει το βήμα. Το σκοτάδι την
τυλίγει, την τραβά μέσα του, τη ρουφάει σαν κινούμενη άμμος. Η λάμψη από το
αιθέριο σώμα της σβήνει.
Που
βρίσκεσαι; Τι είναι εδώ;
Τα μάτια της ανοίγουν
διάπλατα, το σώμα της τραντάζεται, όπως όταν πετάγεται από εφιάλτη. Η ζοφερή
πραγματικότητα έχει επανέλθει. Τα χέρια της χτυπάνε με δύναμη στα πλαϊνά του
ξύλινου κουτιού, αλλά εκείνη δεν νιώθει πόνο. Μόνο το σκοτάδι που την έχει
καταπιεί νιώθει να κατακλύζει κάθε ίνα του κορμιού της. Θέλει να ουρλιάξει, να
ζητήσει βοήθεια. Από ποιον, όμως; Ποιος θα τη βοηθήσει να επιστρέψει στο
κρεββάτι της;
«Κανείς…» συρίζει το σκοτάδι.
Συγγραφέας: Μαίρη Χαρπαντίδου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου