...Πήρε τη φωτογραφία
στο χέρι του. Απεικόνιζε δεκαπέντε ανθρώπους όλων των ηλικιών συγκεντρωμένους
μπροστά στο χωριό τους. Ήταν μπροστά από την ξύλινη είσοδο από όπου κρεμόταν μία
ταμπέλα που έγραφε «Kuenko Kae». Ένα ερώτημα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του στην προσπάθεια
του να κατανοήσει το νόημα αυτής της χειρονομίας και να αφήσει το όνομα του
χωριού να διεισδύσει στο μυαλό του σε μια προσπάθεια να ανακτήσει πιθανές,
θαμμένες βαθιά, μνήμες. Πέρασαν αρκετές στιγμές και όλο το σκηνικό έδινε την
εντύπωση ότι δεν ήταν πραγματικό, αλλά αποτυπωμένο σε μια ζωγραφιά. Η αμίλητη
φιγούρα στεκόταν ακόμα με κατεβασμένα τα χέρια, κρατώντας τα μαχαίρια. Στην
άλλη πλευρά του καναπέ, ένας άλλος άνθρωπος είχε χαμηλώσει το Κατάνα και
κοιτούσε έντονα τη φωτογραφία. Και όλα αυτά λάμβαναν χώρα κάτω από αχνό φως και
θρυμματισμένα γυαλιά.
Η σιωπή έσπασε από
έναν βρυχθησμό του ανθρώπου με τα τατουάζ. Είχε θυμηθεί το χωριό. Ήταν ένας από
τους τέσσερις που συμμετείχαν στην εξόντωση του ως τιμωρία για συνεχή ανυπακοή προς
τη Yakuza. Στην
πραγματικότητα, ήταν αυτός που είχε οργανώσει την επίθεση, σχεδόν πριν από
είκοσι πέντε χρόνια. Η επιτυχία της επιχείρησής του είχε χαρίσει αναγνώριση και
ήταν το σημείο εκκίνησης μιας πολύ ελπιδοφόρας σταδιοδρομίας. Έφτυσε τη
φωτογραφία και τα μάτια του έπεσαν στη μέση της εκεί όπου ένα μικρό, τυφλό από
το αριστερό μάτι, αγόρι ήταν ευτυχισμένο στα χέρια της μητέρας του.
Ανασήκωσε αργά τα
μάτια του και είδε τη μαύρη φιγούρα. Ο εισβολέας έβαλε ξανά τα μαχαίρια στη
μέση του και κατέβασε το μαντήλι που έκρυβετο στόμα και τη μύτη του. Στη
συνέχεια, τράβηξε τα μαλλιά του πίσω και τα έδεσε, αποκαλύπτοντας το τυφλό
αριστερό του μάτι στον αντίπαλό του.
Ήταν η πρώτη φορά
που μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Έψαξε τα χαρακτηριστικά του, κάθε μυ, για
να δει τυχόν σημάδια μίσους ή αμφιβολίας, αλλά ήταν αδύνατο. Το πρόσωπό του στερούταν
κάθε συναισθήματος. Έδινε την εντύπωση μιας τούνδρας, της οποίας οι χαμηλές θερμοκρασίες καθιστούσαν αδύνατο να
επιβιώσει το οτιδήποτε. Ήταν σαν, όλα αυτά τα χρόνια, κάθε κομμάτι σάρκας και τένοντα
να είχαν βασανιστεί άγρια από όλα τα γνωστά συναισθήματα. Το καθένα από αυτά τα
είχε στραγγαλίσει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, παραδίδοντάς τα σχεδόν άψυχα
στο επόμενο έως ότου πέθαναν, σχηματίζοντας έτσι μια απέραντη ερημιά έκφρασης. Έμοιαζε
κουρασμένος, αλλά ταυτόχρονα, η αχαλίνωτη φωτιά στα μάτια του ήταν περισσότερο
από αρκετή για να δηλώσει ξεκάθαρα ότι μέσα σε αυτές τις νεκρές σάρκες και οστά
μια ψυχή λαχταρούσε για εκδίκηση, ουρλιάζοντας τη λέξη κάθε νύχτα ως προσευχή. Ξεθηκάρωσε
τα μαχαίρια του και περίμενε την κίνηση του αντιπάλου. Τώρα, είχαν συστηθεί
κανονικά. Το πρώτο βήμα του κώδικα Bushido είχε εκπληρωθεί.
Ο άνθρωπος με τα τατουάζ
πέταξε τη φωτογραφία μακριά και με τον δεξί του αντίχειρα έδειξε το λαιμό του
από τα αριστερά προς τα δεξιά, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα. Ο δέκτης δεν απάντησε.
Απλώς στεκόταν σαν ένα απόκοσμο πλάσμα, έτοιμο να περάσει κρίση, άθικτο από τις
θνητές ευχές και τις κατάρες.
Μια κραυγή
ακούστηκε την αρχή της μονομαχίας, καθώς ο ένοικος επιτέθηκε στον αντίπαλό του,
πηδώντας στον καναπέ και προσπαθώντας να χώσει το σπαθί στο κεφάλι του. Ο
τυφλός απέφυγε το χτύπημα κάνοντας βήματα προς τα δεξιά, χαμηλώνοντας το σώμα
του και προσπαθώντας να κλωτσήσει τα πόδια του αντιπάλου για να τον ρίξει κάτω.
Ο τελευταίος πήδηξε για να αποφύγει την προσπάθεια και, ενώ προσγειωνόταν,
έσπρωξε το σπαθί του μπροστά. Και τα δύο μαχαίρια κινήθηκαν προς τα πάνω για να
εμποδίσουν την επίθεση και να οδηγήσουν τη δύναμη του ξίφους ψηλότερα από το
κεφάλι. Στη συνέχεια, και οι δυο τους έκαναν μερικά βήματα πίσω και παρέμειναν
ακίνητοι.
Το Katana υψώθηκε στον αέρα
για άλλη μια φορά και με γρήγορα βήματα προσέγγισε τον αντίπαλό της. Από εκείνη
την στιγμή, αποκαλύφθηκε μια καλώς εκτελεσμένη χορογραφία, καθώς οι ξέφρενες
προσπάθειες του Katana να προκαλέσουν πληγές,
απωθούνταν ή αποφεύγονταν. Τα πόδια των μονομάχων γλυστρούσαν στο μαρμάρινο
πάτωμα με απερίγραπτη χάρη. Ήταν γρήγορα, όπως ήταν και η συντονισμένη κίνηση
των χεριών. Έκοβαν τον αέρα με μια τέτοια λεπτότητα, δημιουργώντας την εντύπωση
ότι η χορογραφία αυτή είχε εξασκηθεί μυριάδες φορές μεταξύ τους.
Μετά από αρκετές αποκρούσεις,
ο εισβολέας πήδηξε πάνω από τον καναπέ και η απόσταση μεταξύ τους παρέμεινε για
λίγο, καθώς προσπαθούσαν να ξανακερδίσουν την ανάσα τους και να κάνουν έναν
απολογισμό της μάχης μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το μαύρο πουκάμισο είχε είχε σκιστεί
από τις επιθέσεις. Το αίμα έσταζε από τα τραύματα, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό
για να αναγκάσει τον μονομάχο να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη ή να εκφέρει
οποιοδήποτε ήχο πόνου. Απλώς στεκόταν εκεί, σε αμυντική θέση, με αίμα στα
μαχαίρια του καθώς και αυτός είχε καταφέρει να τραυματίσει τον αντίπαλό του.
Μια βαθιά πληγή στον αριστερό βραχίονα έδινε την εντύπωση ότι το ψάρι Koi είχε
αποκεφαλισθεί, ενώ το αίμα που έσταζε από το δεξί φαινόταν σαν να προέρχεται
από τα κομμένα κεράσια και όχι από τη σάρκα ένας πραγματικά κακός οιωνός για κάθε
προληπτικό άνθρωπο. Παρά τις πληγές, ήταν προφανές ότι κανείς από τους δύο δεν θα
οπισθοχωρούσε όποιο κι αν ήταν το κόστος.
Αυτή τη φορά, ήταν
η σειρά της μαύρης φιγούρας να επιτεθεί χωρίς προειδοποίηση. Η χορογραφία
συνεχίστηκε με την ίδια ένταση, αλλά
με εντελώς νέα σειρά κινήσεων. Ένα μίγμα οργής και αλαζονείας είχε μεταμορφώσει
τον άνθρωπο με τα τατουάζ σε έναν εεξοργισμένο ταύρο που έδινε το ένα
σκληρό χτύπημα μετά το άλλο. Από την άλλη πλευρά, η άψογη επιδεξιότητα ενός
αιλουροειδούς έδινε τη δυνατότητα στον τυφλό να αποφεύγει τη λεπίδα ενώ
προσπάθησε να σπρώξει τα νύχια του στη σάρκα του αντιπάλου.
Ο ήχος ατσαλιού που
χτυπούσε ατσάλι δολοφονούσε τη σιωπή βίαια. Το Katana κινήθηκε προς τα αριστερά και στη
συνέχεια προς τα δεξιά με δύναμη. Ο αντίπαλός του έσκυψε, αποφεύγοντας τη
λεπίδα και, καθώς το σπαθί χτύπησε στον τοίχο, εκτινάχθηκε σαν οχιά και με το
μαχαίρι που κρατούσε στο δεξί του χέρι, τρύπησε τον καρπό τόσο σκληρά, ώστε η
λεπίδα τρύπησε και τον τοίχο. Στη συνέχεια, γονάτισε πάλι, κάνοντας την ίδια
στιγμή μια στροφή γύρω από τον εαυτό του. Καθώς σηκωνόταν ξανά, το δεξί του
χέρι άρπαξε το χέρι με τα ψάρι Koi. Το σήκωσε και
τρύπησε τον καρπό του με το αριστερό μαχαίρι, χρησιμοποιώντας την ίδια δύναμη.
Ο σταυρωμένος
φώναξε με αγωνία και κοίταξε τον αντίπαλό του με άσβεστο μίσος. Εάν ήταν ελεύθερος, σίγουρα θα τον έτρωγε ζωντανό.
Ο καθένας θα μπρούσε να λιγοψυχήσει μπροστά στο πρόσωπό του που είχε το βλέμμα
ενός λυσσασμένου σκυλιού, αλλά όχι ο νικητής της μονομαχίας. Ήταν τόσο κοντά σε
αυτόν που ο άνθρωπος με τα τατουάζ μπορούσε να διακρίνει την αντανάκλασή του
στο τυφλό του μάτι. Και παρά την αγριότητα της μονομαχίας, ο αντίπαλός του
απλώς έγυρε το κεφάλι του προς τα δεξιά, σαν να παρατηρούσε το θύμα του με
μεγάλη περιέργεια. Αλλά ούτε και τότε, το πρόσωπό του δεν αποκάλυψε καμία
περιέργεια, καμία οργή, κανένα φόβο, τίποτα. Στεκόταν εκεί σαν ένας φρικιαστικός
μίμος, του οποίου οι δυσοίωνες
προθέσεις κρύβονταν στην κίνηση των χεριών του.
Πήρε το σπαθί του
ηττημένου και σιγά-σιγά διάτρησε το στήθος του σαμουράι. Το ζεστό αίμα άρχισε
να ρέει και κατά τη διάρκεια αυτού του απερίγραπτου πόνου δεν μιλούσε. Η
πυρκαγιά στα μάτια του εξασθένησε αργά και το μίσος που αποτυπωνόταν στους μυς
του προσώπου του εξαφανίστηκε καθώς αυτοί έμειναν ακίνητοι. Κατά τη διάρκεια
της τελευταίας στιγμής της ζωής του, έψαξε αχόρταγα το πρόσωπο του δολοφόνου
του για ένα σημάδι συγκίνησης, ευχαρίστησης, τύψης, οτιδήποτε, αλλά ο μαυροντυμένος άνδρας δεν του
έκανε τη χάρη.
Έβγαλε τα μαχαίρια από
τον τοίχο και τα θηκάρωσε πίσω από τη μέση του. Στη συνέχεια, πήρε το μαύρο
δερμάτινο παλτό του και το φόρεσε. Στο δρόμο του προς το αλεξίσφαιρο τζάμι,
πήρε ένα τσιγάρο και το χρυσό αναπτήρα Zippo από το πάτωμα. Τα νυχτερινά φώτα του
Τόκιο φανέρωναν ότι η πόλη δεν κοιμάται ποτέ και ήταν όμορφο να τα παρακολουθεί
κανείς από τον τριακοστό τέταρτο όροφο του κτηρίου. Καθώς κάπνιζε, έβαλε το
χέρι στην εσωτερική αριστερή τσέπη του παλτού και έβγαλε ένα μικρό κομμάτι χαρτί και ένα μαύρο στυλό. Στο χαρτί
υπήρχαν τέσσερα ιαπωνικά ονόματα και έσβησε το πρώτο.
Πήγε στο τραπέζι με
τα μπουκάλια αλκοόλ. Πήρε ένα και μετά
γύρισε το τραπέζι ανάποδα. Τα μπουκάλια έσπασαν στο μάρμαρο. Άνοιξε το μπουκάλι
του και άρχισε να το αδειάζει, καθώς περπατούσε προς την πόρτα. Έκανε μια
τελευταία τζούρα, πέταξε το τσιγάρο μακριά και άναψε τον αναπτήρα. Τον έριξε
στο μονοπάτι του μπέρμπον που είχε δημιουργήσει. Οι άπληστες, αδηφάγες φλόγες
άρχισαν να καταναλώνουν τα πάντα. Περπάτησε προς τον καναπέ, που είχε αρχίσει
ήδη να τυλίγεται στις φλόγες και πήρε πίσω τη φωτογραφία. Στη συνέχεια, άνοιξε
την πόρτα, αφήνοντας την κόλαση που μόλις είχε δημιουργήσει πίσω του, καθώς
περπατούσε πάνω στα πτώματα των φρουρών μπροστά από στην πόρτα...
Συγγραφέας: Βασίλειος Δελής - Σπουδαστής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου