Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

"Η συμφορά του κυρ Μένη" της Νίκης Σκουτέρη


Ο κυρ Μένης ήταν ένας απλοϊκός χωριάτης με τις καλοσύνες του και τις παραξενιές  του, όπως όλος ο  κόσμος δηλαδή. Είχε φτάσει πια τα 75 και η αγαπημένη του απασχόληση ήταν το κτήμα  του λίγο έξω από το χωριό.  Την κυρά Λένα την σύζυγό του είχε βαρεθεί πια να την βλέπει μετά τα τόσα χρόνια γάμου και φυσικά τον είχε βαρεθεί  κι αυτή που τον περίμενε πάντα με την μουρμούρα και απειλώντας τον με όποιο αντικείμενο έβρισκε μπροστά της.

Κι αυτό διότι ο κυρ Μένης φρόντιζε ή να πηγαίνει στον αγαπημένο του λαχανόκηπο με τις ώρες  ή στον καφενέ και να κερνά κάνα κρασάκι τους συγχωριανούς του. Το ένα κρασάκι έφερνε το άλλο κι έχανε το δρόμο στο τέλος.
Το αγρόκτημά του το θεωρούσε αποκλειστικά ιδιοκτησία του που σήμαινε ότι δεν άφηνε κανέναν μα κανέναν να περνά από κει. Απειλούσε Θεούς και δαίμονες αν τύχαινε να του πατήσει κάποιο ζωντανό τα ζαρζαβατικά του. Τι σκιάχτρα είχε βάλει για τα απαίσια κοράκια που εκμεταλλεύονταν τα φτερά τους  για να σπάνε τα  νεύρα του κυρ Μένη!  Τι παγίδες δεξιά κι αριστερά για να πιάνει και κάνα λαγό άμα τύχαινε! Γύρναγε γύρω γύρω και χαϊδολόγαγε τα μαρουλάκια του, φιλούσε τις ντοματούλες , γλυκομιλούσε στα αγγουράκια του,  μάλωνε  τα κρεμμύδια σα να αργούσαν να φυτρώσουν , κυνήγαγε τις κάμπιες από τα βλίτα , μάλωνε τις κότες αν καμιά είχε το θράσος να το σκάσει από το κοτέτσι. Τόση αγάπη είχε για το κτηματάκι του που το πότιζε με τον ιδρώτα του και τον αμέριστο ζήλο του.
Εδώ και μέρες όμως είχε παρατηρήσει κάτι ασυνήθιστο. Τα μαρουλάκια του ήταν μασουλημένα, τα φύλλα από τις ντομάτες επίσης κι εκείνα τα βλίτα όλο και λιγόστευαν ενώ πολλά ήταν ποδοπατημένα κιόλας. Τα φασολάκια του κατεστραμμένα, η κολοκυθιά του να έχει  χάσει τις τρυφερές κορφάδες της. Αυτό είχε εξαγριώσει τον κυρ Μένη που δεν μπορούσε να ανακαλύψει ποιος είναι ο ύποπτος. Μάλιστα του είχε γίνει έμμονη ιδέα τόσο πολύ που αποφάσισε να πάει να μείνει στο κτήμα του για να πιάσει τον ανεπιθύμητο καταστροφέα. Όταν το ανακοίνωσε στη γυναίκα του μόνο που δεν τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές. Τον απείλησε μάλιστα ότι θα βρει την πόρτα σφαλιστή και θα αλλάξει και τις κλειδαριές. Ανένδοτος ο κυρ Μένης επέμεινε στη απόφασή του και η κυρά Λένα του βρόντηξε την  πόρτα  έξαλλη αυτή την φορά.
Κοιμήθηκε λοιπόν για δυο νυχτιές στην αποθήκη  από λαμαρίνες και σανίδες  που είχε φτιάξει. Και κει που άρχισε να το μετανιώνει να  σου ανακάλυψε τον θρασύτατο επισκέπτη. Μία κατσικούλα, άσπρη και παχιά-παχιά γεμάτη γάλα να μασουλάει την κολοκυθιά του. Την πήρε στο κατόπι για να ανακαλύψει τίνος είναι. Φυσικά έφριξε στην κυριολεξία όταν συνειδητοποίησε ότι η  αίγα η αφράτη ήταν του πιο μισητού του γείτονα. Του κυρ Παντελή που είχε τον πιο όμορφο μπαξέ  της περιοχής.
«Ώστε για αυτό έχει τόσο ωραίο κήπο» σκέφθηκε με ζήλια, «αφού αφήνει την κατσίκα του ελεύθερη και έρχεται και μου καταστρέφει τα δικά μου!»
Κι αποφάσισε να αναλάβει δράση. Πήγε φουριόζος στον Κυρ Παντελή  κραδαίνοντας την γκλίτσα του και κρούοντας την πόρτα του.
«Να μαζέψεις την κατσίκα σου» του είπε, «Καταστρέφει τα λαχανικά μου, καταπατεί την ιδιοκτησία μου αλλιώς θα την κάνω σούπα».
«Ποιος είσαι εσύ που περιορίζεις την ελευθερία του άλλου και κυρίως μιας κατσίκας;» είπε ο κυρ Παντελής με ανακατωμένα μαλλιά και με  μισοανεβασμένη την  βράκα του. «Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να κάνει ότι θέλει κι εγώ θα στην μπουμπουνίσω έτσι και πειράξεις την Μαριγούλα μου».
«Για να μην στην πειράξω φρόντισε να την έχεις στο δικό σου χτήμα», του αντιμίλησε  κι ο κυρ Μένης.
Στο τέλος, πες ο ένας πες ο άλλος ο κυρ Παντελής  μπήκε στο σπίτι του και βγήκε κρατώντας μία καραμπίνα και με τη μουστάκα του να ανεμίζει από την φούρια του. Φοβήθηκε ο κυρ Μένης κι έφυγε άρον άρον μονολογώντας έξαλλος «θα μου το πληρώσεις αυτό, θα μου το πληρώσεις».
Έμμονη ιδέα είχε γίνει η Μαριγούλα στον κυρ Μένη που εγκατέλειψε γυναίκα και κρασί για τα ζαρζαβατικά του. Η κατσικούλα ησυχία δεν είχε. Την είχε καλοβρεί στο χτήμα του φίλου μας, ελευθερία είχε από το αφεντικό της οπότε αδιαφορούσε με τις φοβέρες του κυρ Μένη και γέμιζε την κοιλίτσα της για να κατεβάζει το γάλα της. Μια δυο ο κυρ Μένης δεν άντεξε. Έπρεπε να συντρίψει τον εχθρό του που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η κατσίκα αλλά πώς; Δεν άργησε να βρει τον τρόπο. Καλόπιασε την Μαριγούλα που σιγά σιγά άρχισε να τον εμπιστεύεται και την παρέσυρε με όλα τα καλούδια στην αποθήκη στο χτήμα του. Κι εκεί έκανε πράξη το έργο της βασανιστικής ιδέας του. Και τι πιο ωραίο τις κρύες νύχτες του χειμώνα μια λαχταριστή σουπίτσα και λίγο κρεατάκι για να αντιμετωπίσουν τον χιονιά αυτός και η κυρά του; Χαρούμενος για τη νίκη του πήγε την κατσίκα στην γυναίκα του που τον υποδέχθηκε βρίζοντάς τον και κοιτάζοντας το θήραμα με φρίκη.
«Εσύ το σκότωσες, εσύ να το μαγειρέψεις» του είπε κηρύσσοντας την επανάστασή της «Αρκετά σε ανέχθηκα».
«Έλα τζιβαέρι μου, έλα μαναρίτσα μου, έλα κοπελούδα μου» της έλεγε καλοπιάνοντάς την αλλά αυτή τον κοίταζε με μισό μάτι.
Όμως η τύχη δεν ήταν με το μέρος του κυρ Μένη. Κάποιος συντοπίτης του  είδε τι είχε κάνει ο φίλος μας και το μαρτύρησε στον κυρ Παντελή  που έψαχνε να βρει την άσπρη  Μαριγούλα  του.
Κατέβηκε στο χωριό ο κυρ Παντελής κι άρχισε να πυροβολεί το σπίτι του κυρ Μένη και να τον απειλεί. Η κυρά Λένα από την τρομάρα της άρχισε να  κυνηγά μέσα στο σπίτι με το σκουπόξυλο τον κυρ Μένη διότι τους έκανε ρεζίλι στο χωριό. Δεν άργησε να εμφανιστεί κι ο χωροφύλακας για να επιβάλλει την τάξη. Το αποτέλεσμα να βρεθούν οι δύο αντίδικοι στη φυλακή για να δικαστούν ο καθένας για τις δικές του πράξεις. Και η κυρά Λένα να λέει στον επί χρόνια σύζυγό της: «Τι σου βρήκα ωρέ; Μυαλό δεν είχες νιος, γεροξεκούτης είσαι τώρα, καλά να πάθεις!»
Το χωριό είχε για πολύ καιρό να μιλά για το πάθημα των δύο συγχωριανών τους αλλά και για το χωρισμό του κυρ Μένη  και της κυρά Λένας. Η κυρά Λένα απολάμβανε την ησυχία της κι ο κυρ Μένης ονειρευόταν τις άλλοτε ευτυχισμένες κι ελεύθερες στιγμές του. Στα 75 του είχε έρθει η στιγμή για συμφιλίωση κυρίως με τον μεγαλύτερο εχθρό του που ήταν ο ίδιος ο εαυτός του. Λίγο κρασάκι με τον κυρ Παντελή, λίγο γλυκόλογα στην κοπελούδα του κι όλα θα γίνονταν. Πες από δω πες από κει θα τα κατάφερνε. Αρκεί και οι άλλοι να τον άκουγαν. Θα τον άκουγαν όμως;


Συγγραφέας: Νίκη Σκουτέρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου