
Ελαφρύ σπρώξιμο, περιμένοντας
να ακουστεί το τρίξιμο από τους αλάδωτους μεντεσέδες μα κανένα αποτέλεσμα.
Κατάλαβα αμέσως, όλα αυτά που υπήρχαν πίσω από την πόρτα την κάνανε να βαραίνει
ακόμα πιο πολύ... Δίσταζα μα δε μπορούσα να παραβώ την εντολή… ''Σήμερα θα
ανοίξεις την πόρτα''.
Βαθιές ανάσες, αυτοσυγκέντρωση όπως οι ετοιμόγεννες πριν το μεγάλο πόνο. Πολλές φορές κρυφοκοίταζα από το μικρό ματάκι της πόρτας. Παντού σκοτάδι! Ήταν φορές που διέκρινα καθαρά... Σφιγγόταν το στομάχι, άφηνα κάποια δάκρυα να ξεπλύνουν τα μάτια μα ο φόβος αντιμετωπιζόταν. Ημίμετρα θα πείτε και θα έχετε δίκιο μα κανείς δε μπορεί να με κατηγορεί πριν ανοίξει τη δική του πόρτα.
Βαθιές ανάσες, αυτοσυγκέντρωση όπως οι ετοιμόγεννες πριν το μεγάλο πόνο. Πολλές φορές κρυφοκοίταζα από το μικρό ματάκι της πόρτας. Παντού σκοτάδι! Ήταν φορές που διέκρινα καθαρά... Σφιγγόταν το στομάχι, άφηνα κάποια δάκρυα να ξεπλύνουν τα μάτια μα ο φόβος αντιμετωπιζόταν. Ημίμετρα θα πείτε και θα έχετε δίκιο μα κανείς δε μπορεί να με κατηγορεί πριν ανοίξει τη δική του πόρτα.

Πρώτος με πλησιάζει ο πιο
πρόσφατος φόβος μου. Εκείνος του λευκού χαρτιού, να θες να γράψεις να βγάλεις
τα εσώψυχα σου με το μολύβι για σπαθί και να μη μπορείς. Είναι ο μόνος που
αντέχω να κοιτώ κατάματα. Με επεξεργάζεται, νιώθω την ανάσα του στα μαλλιά
μου, θαρρείς και ψάχνει μες στο κεφάλι μου. Τολμώ και προχωράω ένα μέτρο πιο
βαθιά στο δωμάτιο, τα πόδια μου σκοντάφτουν σε κάτι απροσδιόριστο. Στρέφω το
βλέμμα μου και τότε τον βλέπω…
Ο παιδικός φόβος της απώλειας τον γονιών μου αμέριμνος, καθισμένος στο πάτωμα μου χαμογελά. Παίρνω απόφαση και μετακινούμαι ακόμα λίγο αποφεύγοντας τον. Τότε με σκεπάζει κάτι σαν πέπλο, οι ψίθυροι μεμιάς μετατρέπονται σε ουρλιαχτά. Γνώριμες χροιές, φίλοι και φίλες που πήραν άλλα μονοπάτια, θηλυκά που χάραξαν την καρδιά μου, μα και ανησυχία για όσους θα σβήσουν τα χνάρια τους συνειδητά ή όχι. Τρέμω, σηκώνω και κλείνω τα αυτιά μου με τις παλάμες.
Ο παιδικός φόβος της απώλειας τον γονιών μου αμέριμνος, καθισμένος στο πάτωμα μου χαμογελά. Παίρνω απόφαση και μετακινούμαι ακόμα λίγο αποφεύγοντας τον. Τότε με σκεπάζει κάτι σαν πέπλο, οι ψίθυροι μεμιάς μετατρέπονται σε ουρλιαχτά. Γνώριμες χροιές, φίλοι και φίλες που πήραν άλλα μονοπάτια, θηλυκά που χάραξαν την καρδιά μου, μα και ανησυχία για όσους θα σβήσουν τα χνάρια τους συνειδητά ή όχι. Τρέμω, σηκώνω και κλείνω τα αυτιά μου με τις παλάμες.

Δεν αντέχω, ακουμπάω την πλάτη μου στο φθαρμένο τοίχο, κλείνω τα μάτια και πασχίζω να σκεφτώ κάτι όμορφο. Ένα νησί μακριά από εδώ καλοκαίρι, ζέστη, βουτιές. Άξαφνα κενό στο στομάχι... Θάλασσα. Παντού νερό. Πνίγομαι στο φόβο της, στα απόκρυφά της βάθη. Έτσι όρθιος ξερνάω το φόβο, μόνο νερό τίποτα άλλο!
Ανακούφιση, επιτέλους, μα
όχι-όχι... Λάθος… Πάντα γύρω μου όλοι τους! Κι ένα νέο μακρόσυρτο βουητό από
μακριά, έρχεται, ζυγώνει. Άξαφνα μέσα από το κουφάρι του τοίχου κάτι
πετιέται πισώπλατα και με χτυπά με δύναμη… Πέφτω με ορμή στο κέντρο του
δωματίου, τούμπες φέρνει το κορμί, πόνοι παντού. Βήχω λες κι η ψυχή θα βγει
από το στόμα.
Φέρνω σταθερά το δεξί μου χέρι στην πλάτη, εκεί που μπήκε ο φόβος ξεπηδώντας από τα διαλυμένα τούβλα. Αίμα κυλάει, πιο καυτό από κάθε άλλη φορά. Τα πνευμόνια αντιδρούν κι ο βήχας κόβει την κάθοδο του οξυγόνου… Τα δάχτυλα τεντώνονται και ψάχνουν πιο βαθιά στην πληγή! Κάτι ακουμπούν, κολλάει, μια γλοιώδη ουσία ξένη! Τρόμος... Σταματά ο βήχας, να ανασάνω.. Μια ανάσα... Κλαίω... Nαι κλαίω... Δεν φοβάμαι να κλάψω... Αρκεί να μη με βλέπει κανείς. Δε χαρίζω εύκολα τα δάκρυα μου... Χείμαρροι στα μάγουλα. Το χέρι ματωμένο έρχεται πάλι μπροστά και ανοίγοντας τα δάχτυλα πάω να διώξω τις τούφες που κρύβουν τα μάτια.
Φέρνω σταθερά το δεξί μου χέρι στην πλάτη, εκεί που μπήκε ο φόβος ξεπηδώντας από τα διαλυμένα τούβλα. Αίμα κυλάει, πιο καυτό από κάθε άλλη φορά. Τα πνευμόνια αντιδρούν κι ο βήχας κόβει την κάθοδο του οξυγόνου… Τα δάχτυλα τεντώνονται και ψάχνουν πιο βαθιά στην πληγή! Κάτι ακουμπούν, κολλάει, μια γλοιώδη ουσία ξένη! Τρόμος... Σταματά ο βήχας, να ανασάνω.. Μια ανάσα... Κλαίω... Nαι κλαίω... Δεν φοβάμαι να κλάψω... Αρκεί να μη με βλέπει κανείς. Δε χαρίζω εύκολα τα δάκρυα μου... Χείμαρροι στα μάγουλα. Το χέρι ματωμένο έρχεται πάλι μπροστά και ανοίγοντας τα δάχτυλα πάω να διώξω τις τούφες που κρύβουν τα μάτια.
Δε μπορεί... Όχι... Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα ελπίζοντας να μη δω ότι είδα... Τα κόκκινα δάχτυλα έχουν γεμίσει τρίχες... Δε τολμάω να ψάξω πάλι στο κεφάλι... Άρρωστος... Ήδη βλέπω το απόλυτο άσπρο στο δωμάτιο... Σεντόνια πετούν στο ταβάνι, μηχανήματα διαγράφονται σαν σε προβολή σε αόρατη οθόνη στο τοίχο. Γιατροί φαντάσματα πλησιάζουν με νυστέρια και σύριγγες, έτοιμοι για να εγχειρήσουν. Nα βρουν το φόβο που ζει μέσα μου και να τον αποκόψουν!!!
Φοβάμαι, θέλω να βγω από δω
μέσα. Mε τυφλώνει το λευκό φως... Που είναι το σκοτάδι τώρα;

Η κυκλοφορία του αίματος διακόπηκε, καμιά ανάσα... Ο αέρας στους πνεύμονες έπεσε σε επίπεδα μη ανεκτά... Έσβησαν όλα μεμιάς κι ακολούθησε ένας μικρός ήχος καθώς το κεφάλι χτυπούσε στο δάπεδο. Λιποθυμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου