Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

"Ανάμεσα στους νεκρούς" κεφάλαιο ΙI (μέρος β) του Δημήτρη Κολώνια

Συνέχεια από το προηγούμενο...

     ΚΕΦΑΛΑΙΟ II - Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Εν τω μεταξύ, όση ώρα διαδραματίζονταν αυτές οι σκηνές, κανείς από εμάς δεν είχε αντιληφθεί ότι στην πλατεία είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί από τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι πλησίαζαν με άγριες διαθέσεις, καθώς έμοιαζαν να είχαν χάσει την ψυχή τους.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, έπιασα την κοπέλα από το χέρι και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο του χωριού, στο σημείο που αφήσαμε τα άλογα.
Καθώς έτρεχα, με την άκρη του ματιού μου, έβλεπα τα στενά δρομάκια του χωριού να είναι πλέον γεμάτα από κατοίκους, οι οποίοι κινούνταν απειλητικά προς το μέρος μας.
Σταμάτησα και γύρισα το κεφάλι μου, για να δω τι γινόταν πίσω στην πλατεία, και είδα τους
υπόλοιπους στρατιώτες να παλεύουν να ξεφύγουν από αυτούς. Άλλοι τα κατάφερναν και άλλοι έπεφταν βορά, στις ορέξεις τους, αφού στους κατοίκους φαίνονταν ότι τους άρεσε το ανθρώπινο κρέας.
Άρχισα να τρέχω πάλι και λίγο πριν φτάσω στην κεντρική είσοδο του χωριού, είδα τον Όθο να διώχνει τα άλογα, να κλείνει την είσοδο και να φεύγει τρέχοντας, καβάλα στο άλογό του. "Μας πούλησε", σκέφτηκα, προσπαθώντας να βρω μια διέξοδο για να ξεφύγω.

"Γρήγορα, από εδώ", ακούστηκε η φωνή του Τούλλιου, ο οποίος βρισκόταν στα δεξιά μου, δείχνοντάς μου ένα στενό σοκάκι, το οποίο δεν είχα παρατηρήσει πριν. Τον ακολούθησα και ύστερα από αρκετά μέτρα, το σοκάκι, μας έβγαλε σε ένα μεγάλο ξέφωτο, στην άκρη του οποίου βρισκόταν μια ξύλινη καλύβα. Τρέξαμε γρήγορα προς τα εκεί και φτάνοντας πρώτος, άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.
Μπαίνοντας, ένας ηλικιωμένος άνδρας πήγε να μου κόψει το κεφάλι, με ένα τσεκούρι, το οποίο κρατούσε στα χέρια. Έσκυψα μηχανικά, αποφεύγοντας το χτύπημα, και τον απώθησα, σπρώχνοντάς τον με δύναμη. Ταυτόχρονα, έβγαλα το ξίφος μου από την θήκη και ετοιμάστηκα να τον χτυπήσω.
"Σε παρακαλώ, μην με σκοτώσεις, είμαι άνθρωπος". Ήταν τα λόγια που μου είπε, ικετεύοντάς με, παράλληλα, για την ζωή του. Τον ρώτησα οργισμένος, να μου πει αν ήταν τρελός και του ζήτησα να μου εξηγήσει, τι ακριβώς είχαν πάθει οι κάτοικοι του χωριού. Αφού ηρέμησε, μου συστήθηκε και μου είπε ότι το όνομά του ήταν Φοίβος. Ήταν βοσκός και ζούσε μόνος του σε αυτή την καλύβα.
Μου εξήγησε ότι όλα ξεκίνησαν πριν από λίγες ημέρες. Μια παρέα ανδρών έπινε κρασί, σε μια ταβέρνα. Μόλις μέθυσαν άρχισαν να δαγκώνουν όποιον κάτοικο έβλεπαν στον δρόμο. Αυτό ήταν, μέσα σε λίγες ώρες, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είχαν μεταμορφωθεί και διψούσαν για ανθρώπινη σάρκα. Δεν πεθαίνουν, παρά μόνο αν τους κόψεις το κεφάλι.
Η κοπέλα, την οποία έλεγαν Ιοκάστη, μου επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του Φοίβου. Καθώς μου διηγιόταν την δική της ιστορία, παρατήρησα πόσο πολύ όμορφη ήταν. Μελαχρινή, με ωραίο σώμα, μαύρα μακριά μαλλιά και μαύρα πανέμορφα μάτια.
Ακούγοντας τις ιστορίες, ο Τούλλιος, άρχισε να μουρμουρίζει και να μιλάει για θεωρίες συνωμοσίας. Προσπαθούσε να μας πείσει, πως αυτό που μας συνέβη ήταν ένα είδος τιμωρίας. Έλεγε, πως μόνο οι θεοί μπορούσαν να νικήσουν τους Έλληνες και επειδή εμείς τους κερδίσαμε, τις προηγούμενες εβδομάδες, αυτή ήταν η τιμωρία της Νέμεσις.
Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που μου συνέβαινε. Ήμουν παγιδευμένος μέσα σε μια καλύβα, μαζί με έναν βοσκό, μια ωραία γκόμενα και έναν παλάβρα, που έβλεπε παντού συνομωσίες. Ο καλύτερός μου φίλος με είχε πουλήσει και ένα τσούρμο νεκροί, οι οποίοι είχαν βαρεθεί την ζωή τους στον Άδη, με κυνηγούσαν για να με φάνε ζωντανό.
Άρχισε να σουρουπώνει και κοιτώντας τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό, έξω από ένα μικρό παράθυρο, κατάλαβα ότι από λεπτό σε λεπτό θα ξεσπούσε καταιγίδα. Διέκρινα, επίσης, και αρκετούς απέθαντους, οι οποίοι πλησίαζαν απειλητικά προς την καλύβα. Τότε ήταν που πρότεινα σε όλους να ξεκινήσουμε προς το φυλάκιο, το οποίο βρισκόταν λίγα λεπτά της ώρας, με τα πόδια, μακριά μας. Συμφωνήσαμε να βγούμε έξω και να τρέξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, προς τα εκεί. Έτσι, με τα όπλα ανά χείρας, ρίξαμε μια τελευταία ματιά, ο ένας στον άλλον, πήραμε μια βαθειά ανάσα και ανοίξαμε την πόρτα.
Πρώτος βγήκε ο Φοίβος ο οποίος, με γρήγορες και κοφτές κινήσεις, αφαίρεσε τα κεφάλια από τους απέθαντους που καραδοκούσαν ακριβώς έξω από την πόρτα της καλύβας. Ο Τούλλιος, στην συνέχεια, κρατώντας μια βαριά σφύρα, την οποία δανείστηκε από τον Φοίβο, κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι, ενός από αυτούς, ο οποίος δίπλωσε στα δύο, και με ένα άλλο έσπασε το κεφάλι, από άλλον έναν, ο οποίος έρχονταν κατευθείαν πάνω του.
Εγώ, κρατώντας στο ένα χέρι το ξίφος μου και στο άλλο την Ιοκάστη, άρχισα να τρέχω προς το μονοπάτι που οδηγούσε στο φυλάκιο. Ακριβώς από πίσω μου ένιωθα τον Τούλλιο, ο οποίος με ακολουθούσε. Γύρισα για να δω που βρίσκεται ο Φοίβος και τον αντίκρισα να μάχεται, σθεναρά, περικυκλωμένος από δεκάδες απέθαντους. Με λύπη, έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα να τρέχω, μαζί με τους υπόλοιπους, γνωρίζοντας καλά την τύχη που θα είχε.
Λαχανιασμένοι και οι τρεις σταματήσαμε το τρέξιμο, μόλις αντικρίσαμε την πύλη του φυλακίου, αφού πρώτα σιγουρευτήκαμε ότι δεν μας ακολουθούσε κανένας. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και οι πρώτες σταγόνες βροχής έκαναν την εμφάνισή τους. Είχαμε καταφέρει, οριακά, να γλιτώσουμε. Την αγωνία, από όσα προηγήθηκαν, διαδέχτηκε η χαρά, την οποία εκφράσαμε όλοι με ένα πλατύ χαμόγελο ανακούφισης.
"Είμαστε τυχερ...", ήταν οι πρώτες λέξεις που προσπάθησε να ξεστομίσει ο Τούλλιος, όταν ένα βέλος καρφώθηκε στο κεφάλι του, διαπερνώντας το αριστερό του μάτι, βγαίνοντας από την  κορυφή, τρυπώντας το κρανίο του, ρίχνοντάς τον νεκρό.
Έντρομος και έχοντας την Ιοκάστη δίπλα μου να ουρλιάζει, προσπαθούσα να καταλάβω τι συνέβη. Μέχρι να το συνειδητοποιήσω, μια ομοβροντία από βέλη καρφώθηκαν μπροστά στα πόδια μας, ενώ κάποια άλλα πέρασαν ξυστά, από δίπλα μας.
Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τους φρουρούς να μας σημαδεύουν με τα τόξα και να είναι έτοιμοι να μας ξαναρίξουν. Την τελευταία, κυριολεκτικά, στιγμή τους φώναξα για να τους διαβεβαιώσω ότι δεν ήμασταν απέθαντοι και προσπάθησα να τους εξηγήσω τον λόγο, για τον οποίο βρισκόμασταν εκεί.
Οι φρουροί, μόλις κατάλαβαν τι συνέβη, κατέβασαν τα όπλα και ένας από αυτούς μίλησε με τον διοικητή, ο οποίος έδωσε την εντολή να ανοίξει η πύλη.
Περνώντας μέσα, στενοχωρημένος και οργισμένος, ταυτόχρονα, για τα όσα προηγήθηκαν από την στιγμή που μπήκαμε στο χωριό, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον 'Οθο.
Πριν προλάβω να του ζητήσω τον λόγο, αυτός έβγαλε το ξίφος του από την θήκη και φώναξε, προς τους στρατιώτες της φρουράς: "Συλλάβετε αμέσως, αυτό τον προδότη"!
Συγγραφέας: Δημήτρης Κολώνιας - Σπουδαστής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου