Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

"Ανάμεσα στους νεκρούς" κεφάλαιο Ι του Δημήτρη Κολώνια


    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I - VICTORY
 
Το όνομά μου είναι Κουίντος Κολόνιος Άρριος. Είμαι λεγεωνάριος του ρωμαϊκού στρατού. Πολεμάω στο όνομα του Αυτοκράτορα, για την δόξα της Ρώμης. Τα γεγονότα, από την ιστορία που θα σας διηγηθώ, δεν είμαι σίγουρος αν τα έζησα ή αν τα ονειρεύτηκα.
Είχε ξημερώσει εδώ και πολλές ώρες. Βρισκόμουν με την λεγεώνα μου σε μία τοποθεσία, που ονομάζονταν Κυνός Κεφαλές, στην Θεσσαλία. Ήμουν ένας από τους 34.000 λεγεωνάριους, του Ύπατου Τίτου Κόιντου Φλαμινίνου, οι οποίοι είχαμε παραταχθεί εναντίον των Μακεδόνων, του βασιλιά Φιλίππου.
Ρωμαϊκή λεγεώνα εναντίον Μακεδονικής φάλαγγας. Η μεγαλύτερη μάχη, που είχα συμμετάσχει στην έως τώρα στρατιωτική καριέρα μου, ήταν έτοιμη να ξεκινήσει. Το μόνο που την καθυστερούσε ήταν εκείνο το σιχαμένο πέπλο ομίχλης, που είχε δημιουργηθεί λόγω της πρωινής βροχής. Πλανιόταν στην ατμόσφαιρα και δεν μπορούσες να δεις ούτε τον διπλανό σου.

Η αναμονή, πριν από την μάχη, είναι ότι χειρότερο για έναν στρατιώτη. Τις περισσότερες φορές είναι χειρότερο ακόμα και από την ίδια την μάχη. Έβλεπες νεοσύλλεκτους να τρέμουν ολόκληροι, ενώ την προηγούμενη ημέρα "κακάριζαν", μέσα στο στρατόπεδο. Έβλεπες, επίσης, και μερικούς
παλιούς να ξερνάνε σαν γάτες, μην μπορώντας να το διαχειριστούν ακόμα, όλο αυτό, μέσα στο μυαλό τους.
Προσωπικά, όταν με κυριεύει ο φόβος, αυτό που κάνω πάντα είναι να ρίχνω το βλέμμα μου προς τον Αετοφόρο, ώστε να βλέπω τον αετό της Αυτοκρατορίας και να παίρνω θάρρος. Είχα ανακαλύψει και ένα απλό κόλπο, για να μπορέσω να το ξεπεράσω όλο αυτό. Αυτό το κόλπο δεν ήταν τίποτα περισσότερο, από τις σκέψεις. Αυτό έκανα πάντα, αυτό έκανα και εκείνο το πρωινό, σκεφτόμουν.
Σκεφτόμουν, συγκεκριμένα, ότι είχαν περάσει δέκα χρόνια, από τότε που κατατάχθηκα, ως επαγγελματίας, στον ρωμαϊκό στρατό. Δεν το έκανα για τα χρήματα, αλλά για την εμπειρία και την δόξα.
Το μοναδικό περιουσιακό μου στοιχείο, έπειτα από τόσα χρόνια υπηρεσίας, ήταν μια ουλή στην δεξιά ωμοπλάτη. Σουβενίρ, από το σπαθί ενός θρασύδειλου Νουμίδα ιππέα, στην Ζάμα της Αφρικής, πέντε χρόνια νωρίτερα, όταν πολεμούσα εναντίον του στρατού του Αννίβα.
Θυμάμαι ότι ο συγκεκριμένος είχε έρθει ύπουλα πίσω μου, καβάλα στο άλογο, την στιγμή που έκανα έφοδο, αποκομμένος από τους υπόλοιπους άνδρες, αφού η λεγεώνα μου είχε κοπεί στην μέση. Έτσι, βρήκε την ευκαιρία και έμπηξε το σπαθί του, σε εκείνο το σημείο της πλάτης μου, αφήνοντας ένα σημάδι, το οποίο έχω ακόμη και σήμερα, για να μου θυμίζει ότι το παρελθόν ήταν κάποτε αληθινό.
Ευτυχώς, το κόψιμο δεν ήταν βαθύ, λόγω της ταχύτητας του αλόγου, δίνοντάς μου την ευκαιρία να ανταποδώσω το χτύπημα, πετώντας με μίσος το στιλέτο μου, το οποίο τον πέτυχε σχεδόν στο ίδιο μέρος του σώματος, καρφώνοντάς τον με δύναμη.
Αυτός έπεσε από το άλογο και σκοτώθηκε ακαριαία, αφού από την πτώση έσπασε τον αυχένα του, στερώντας μου την ευκαιρία να τον κοιτάζω στα μάτια, την ώρα που θα του κάρφωνα το ξίφος μου, στο στήθος του, θυμίζοντάς του λίγο πριν φύγει από αυτή την ζωή, ποια τιμωρία αξίζει στους δειλούς.
Έτσι, λοιπόν, μία ουλή και αμέτρητες ιστορίες από ταξίδια και μάχες, τις οποίες διηγιόμουν στα μικρότερα αδέρφια μου, κάθε φορά που επέστρεφα σπίτι, ήταν ότι πολύτιμο είχα για την διαθήκη μου.
Εντάξει, εντάξει. Και κάμποσα δηνάρια, από τους μισθούς μου, τα οποία έστελνα στην μητέρα μου για να μου τα φυλάει. Η μητέρα μου, εν τω μεταξύ, ήταν η μοναδική που άκουγε τις ιστορίες μου και δεν έδειχνε να ενθουσιάζεται καθόλου. Αντιθέτως, επέμενε διαρκώς να φύγω από τον στρατό, να γυρίσω πίσω στην Ρώμη, να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια και να ασχοληθώ με το αγρόκτημα.
Προσπαθούσα, πάντα, να την καθησυχάζω, λέγοντάς της πως δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα, όπως τα φανταζόταν, και της εξηγούσα πως οι θεοί είχαν άλλα σχέδια για εμένα.
"Εμπρός, ποντικαράδες". "Θέλετε να ζήσετε για πάντα"; Τις σκέψεις μου διέκοψε, απότομα, η απαίσια φωνή του Σέξτου. Ο Σέξτος ήταν ο πιο αντιπαθητικός αξιωματικός που είχα γνωρίσει ποτέ μου. Ήταν Χιλίαρχος και η λεγεώνα μου ήταν υπό τις διαταγές του.
Κόντευε τα πενήντα, ήταν ανύπαντρος, ψηλός, πολύ γυμνασμένος, με επιβλητική φυσιογνωμία και ο απόλυτος μισάνθρωπος. Δεν χαμογελούσε σχεδόν ποτέ και ο μοναδικός καλός λόγος, που υπήρχε περίπτωση να βγει ποτέ από το στόμα του, ήταν για να σου βρίσει την μάνα.
Τον γνώριζα από τότε που ήταν Εκατόνταρχος. Ο τύπος είχε γεννηθεί για να σπάει "καρύδια". Στην έλεγε μονίμως και, γενικά, δεν φαινόταν ότι μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, στην ζωή του, εκτός από τον στρατιώτη. Οι ιστορίες, από τα καψώνια που έκανε στους νέους, όταν ήταν κάποτε εκπαιδευτής, σε ένα κέντρο νεοσυλλέκτων, ακροβατούν ανάμεσα στην σφαίρα της φαντασίας και της πραγματικότητας.
Όταν ακούγαμε αυτή την φράση, να βγαίνει από το στόμα του, καταλαβαίναμε ότι έπρεπε να αρχίζουμε να ετοιμαζόμαστε.
Η μάχη είχε ξεκινήσει, μέσα στην ομίχλη, χωρίς να το καταλάβει κανένας. Οι Μακεδόνες φαίνονταν να κερδίζουν, αλλά αυτό δεν μας ενδιέφερε καθόλου, καθώς γνωρίζαμε ότι η υποτιθέμενη οπισθοχώρηση ήταν ένα στρατιωτικό τέχνασμα, ώστε να παρασυρθούν σε ανώμαλο έδαφος, εκεί όπου η δυσκίνητη φάλαγγά τους θα αντιμετώπιζε πρόβλημα. Η λεγεώνα μου είχε διαταγή να βαδίσει προς το αριστερό πλευρό τους, περνώντας στο πίσω μέρος, όπου θα τους περικυκλώναμε.
Φτάνοντας στο συγκεκριμένο σημείο, λόγω της πυκνής ομίχλης, δεν μπορούσαμε να τους δούμε ακόμα. Εν τω μεταξύ, η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητη. Λογικό, καθώς ήταν Ιούνιος μήνας και τα καλοκαίρια της Ελλάδας είναι εξίσου ζεστά με αυτά της Ιταλίας. Καθώς πλησιάζαμε, η ομίχλη αραίωνε και άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι Μακεδόνες στρατιώτες. Μόλις τους αντίκρισα, μου κόπηκαν τα πόδια. Η, επί διακόσια χρόνια, αήττητη Μακεδονική φάλαγγα έστεκε μπροστά μου. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες γι' αυτούς, αλλά η εικόνα είναι πάντα διαφορετική από τα λόγια. Το μοναδικό αδύνατο σημείο τους ήταν τα πλάγια άκρα τους, τα οποία ήταν απροστάτευτα. Σε αυτό, ακριβώς, το σημείο θα τους χτυπούσαμε. Έτσι, μόλις έκαναν την εμφάνισή τους οι ελέφαντες, ακούστηκε το σύνθημα, το οποίο έδωσε ο Σέξτος, υψώνοντας ταυτόχρονα, ψηλά το ξίφος του: "Για την νίκη, για την δόξα, για την Ρώμη".
Η έφοδος ξεκίνησε. Οι Μακεδόνες μόλις είδαν τους ελέφαντες πανικοβλήθηκαν, με αποτέλεσμα η φάλαγγά τους να κοπεί στα δύο. Βλέποντάς μας να πηγαίνουμε καταπάνω τους, αρκετοί από αυτούς σήκωσαν τις σάρισες ψηλά, για να μας δείξουν ότι παραδίδονται. Δυστυχώς, γι' αυτούς, η διαταγή μας ήταν ξεκάθαρη: Σφαγή!
Πέσαμε με μανία πάνω τους, εκτονώνοντας, εκτός από την οργή και το άγχος από όλη την αναμονή που προηγήθηκε, μέχρι να ξεκινήσουμε. Οι Μακεδόνες, μην έχοντας εμπειρία στην μάχη σώμα με σώμα, χωρίς ασπίδες και κρατώντας μικρά σπαθιά στα χέρια, έπεφταν νεκροί, ο ένας πίσω από τον άλλον. 
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι νικούσαμε αυτό τον στρατό και μάλιστα με τόσο μεγάλη ευκολία. Το συνειδητοποίησα όταν ήχησαν οι σάλπιγγες και ακούστηκε η ιαχή, που μας γέμισε όλους με υπερηφάνεια: Victory!

...Η συνέχεια στο κεφάλαιο ΙΙ


Συγγραφέας: Δημήτρης Κολώνιας - Σπουδαστής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου