Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

"Ανάμεσα στους νεκρούς" κεφάλαιο ΙII του Δημήτρη Κολώνια

    Συνέχεια από το προηγούμενο... 

          ΚΕΦΑΛΑΙΟ III - ΟΜΗΡΟΙ


Έξω η βροχή είχε, επιτέλους, σταματήσει. Ο ήλιος άρχισε να δύει ξανά και εγώ συνέχιζα να βρίσκομαι δεμένος, από τα χέρια, σε ένα δοκάρι, το οποίο βρισκόταν στο ταβάνι, σε κάποιο από τα κελάρια του φυλακίου.
Είχαν περάσει δύο μέρες και εγώ συνέχιζα να είμαι κρατούμενος, δίχως να γνωρίζω τον λόγο. Τις μέρες τις μετρούσα από τις ακτίνες του ήλιου, οι οποίες εμφανίζονταν την αυγή και χάνονταν το σούρουπο, από τις χαραμάδες του κελαριού.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε, μπαίνοντας μέσα ο 'Οθος μαζί με τρεις Θηβαίους. Από τις φάτσες τους φαίνονταν ότι ήταν μισθοφόροι. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Τον ρώτησα, για ποιο λόγο τα έκανε όλα αυτά, δίνοντάς μου ως απάντηση την εξής φράση: "Για την Ρώμη". Οταν του ανταπάντησα, με επικριτικό ύφος, τι ήταν αυτό που κέρδισε η Ρώμη, οδηγώντας στον θάνατο τόσους ανθρώπους, μου είπε πως έτσι έπρεπε να γίνει και άρχισε να μου εξιστορεί τα γεγονότα.

Αυτό που έκανε τους νεκρούς να περπατάνε ήταν μια μορφή ασθένειας, η οποία δεν γνώριζαν από που και πως ξεκίνησε. Το μόνο που ήξεραν ήταν, ότι μεταμόρφωνε τους ανθρώπους σε νεκροζώντανους, οι οποίοι τρέφονταν με ανθρώπινη σάρκα. Το κρασί που μας είχε δώσει να πιούμε ήταν ένα είδος ελιξίριου, το οποίο είχαν κατασκευάσει οι καλύτεροι γιατροί της Αυτοκρατορίας.
Γι' αυτό τον λόγο είχαν πυρετό οι στρατιώτες, από τις παρενέργειες, τις οποίες κατέγραφε σε σημειώσεις που κρατούσε στους πάπυρους και τις οποίες θα παρέδιδε στους γιατρούς, ώστε να βγάλουν τα συμπεράσματά τους και να συνεχίσουν τις έρευνες.
Τέλος, μου αποκάλυψε ότι αυτός έβαλε κρασί στο φλασκί του Τούλλιου. Δεν επρόκειτο για φάρσα, καθώς έπρεπε να το είχαμε πιει όλοι και γι' αυτό μας οδήγησε εσκεμμένα, στο χωριό, ώστε να δεχτούμε χτύπημα από τους απέθαντους, καθώς γνώριζε ότι είχε ήδη μολυνθεί.
Η πραγματική αποστολή ήταν να ελέγξει πόσο αποτελεσματικό ήταν το συγκεκριμένο ελιξίριο. Αν κατάφερναν να βρουν το αντίδοτο της ασθένειας, τότε θα κατακτούσαν ολόκληρο τον κόσμο.
Συνέχισα να του απαντάω, λέγοντάς του, πως είχαμε ήδη κατακτήσει τον κόσμο, εφόσον νικήσαμε τους Καρχηδόνιους και υποτάξαμε τους Μακεδόνες. Εκείνος, με αρκετή δόση έπαρσης, μου είπε πως ο κόσμος μας είναι πολύ μεγαλύτερος, από όσο νομίζουμε, και πως ήταν υποχρεωμένος να με σκοτώσει, αφού είχα μάθει όλη την αλήθεια.
Έδωσε εντολή στους δύο μισθοφόρους να το κάνουν, αφού τους συμβούλεψε να είναι διακριτικοί, ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί, προκαλώντας έντονο θόρυβο. Έπειτα, γύρισε την πλάτη και έφυγε, συνοδευόμενος από τον τρίτο.
Ο ένας, από τους δύο, έβγαλε ένα μαχαίρι και πριν με καρφώσει άρχισε να με χτυπάει με γροθιές σε όλο μου το σώμα. Προσπαθούσα να αποφύγω όσα περισσότερα χτυπήματα μπορούσα. Σε κάποια στιγμή, το σάπιο δοκάρι που με είχαν δεμένο έσπασε, με αποτέλεσμα να πέσω πάνω του.
Αστραπιαία, άρπαξα το μαχαίρι από το χέρι του και του κατάφερα ένα θανατηφόρο χτύπημα στο στήθος. Με την ίδια ταχύτητα άφησα το μαχαίρι και άρπαξα τον άλλον από τον λαιμό, με το σχοινί που ήταν ακόμα δεμένα τα χέρια μου, πνίγοντάς τον.
Άκουσα βήματα και κατάλαβα ότι προέρχονταν από τον τρίτο μισθοφόρο, ο οποίος μάλλον είχε ακούσει την φασαρία και έρχονταν να δει τι συμβαίνει. Έλυσα τα δεσμά, πήρα στα χέρια μου ένα ακόντιο, το οποίο βρισκόταν σε μια γωνιά και τον περίμενα. Μόλις άνοιξε την πόρτα το πέταξα με δύναμη πάνω του, πετυχαίνοντάς τον στο κεφάλι. Αυτός έπεσε νεκρός επιτόπου, χωρίς να προλάβει να κάνει οτιδήποτε.
Βγήκα έξω από το κελάρι, τρέχοντας, για να προλάβω τον 'Οθο. Σταμάτησα και πήρα το ξίφος μου, μόλις το αντίκρισα ανάμεσα στα υπόλοιπα πράγματά μου, στο διπλανό δωμάτιο, αφού η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Ανέβηκα με προσοχή πάνω και ξαφνικά είδα κάποιους, από τους φρουρούς, να έρχονται προς το μέρος μου. Πήρα θέση μάχης και τους περίμενα. Αυτοί, όχι μόνο δεν ασχολήθηκαν μαζί μου, αλλά με προσπέρασαν αγνοώντας με. Απόρησα, με αυτή τους την στάση, και συνέχισα να τρέχω προς την έξοδο. Μόλις βγήκα στο προαύλιο του φυλακίου είδα σχεδόν όλη την φρουρά να τρέχει αναστατωμένη.
Άρχισα να ψάχνω ανάμεσά τους για τον 'Οθο, χωρίς αποτέλεσμα. Γυρνώντας το κεφάλι μου, για να δω μήπως βρισκόταν σε κάποιο σημείο του τείχους, είδα έναν φρουρό να φωνάζει έντρομος και τον διοικητή να στέκει, τρομαγμένος, δίπλα του. Ανέβηκα και εγώ πάνω, για να δω τι συνέβαινε. Μόλις έφτασα στα τείχη και κοίταξα έξω από αυτά, αντίκρισα ένα θέαμα, το οποίο με σόκαρε.
Εκατοντάδες απέθαντοι ήταν έξω από την πύλη του φυλακίου και προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να μπουν, καθώς φαίνεται να γνώριζαν ότι υπήρχαν άνθρωποι μέσα. Ανάμεσά τους διέκρινα και τον Τούλλιο, ο οποίος πλέον ήταν ένας από αυτούς. Περπατούσε αργά, με το βέλος ακόμα καρφωμένο στο κεφάλι του, έχοντας γίνει σκιά του εαυτού του.
Πήρα το βλέμμα μου από πάνω του και με θλίψη άρχισα να ατενίζω το τοπίο. Διαπίστωσα πως στα αριστερά του φυλακίου ήταν ένας γκρεμός και στα δεξιά ένας αρκετά ψηλός λόφος. Αμέσως κατάλαβα πως έπρεπε να μιλήσω με τον διοικητή και να τον πείσω να βρούμε ένα τρόπο να φύγουμε από εδώ, γιατί έτσι όπως ήταν χτισμένο το φυλάκιο, ναι μεν θα μας προστάτευε από μια πιθανή επίθεση, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση θα αποτελούσε παγίδα θανάτου, καθώς θα καταλήγαμε όμηροι, αφού τα τρόφιμα δεν επαρκούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν υπήρχε περίπτωση εξωτερικής βοήθειας.
Μίλησα με τον διοικητή και αφού του εξιστόρησα τα γεγονότα, συμφωνήσαμε να φύγουμε, όλοι μαζί, με την ανατολή του ηλίου. Το σχέδιο ήταν απλό και είχε ως εξής: Το σύνολο της φρουράς, μαζί με εμένα, τον διοικητή και την Ιοκάστη ήταν σύνολο είκοσι άτομα. Ζυγός αριθμός, ο οποίος μας βόλευε, καθώς θα βγαίναμε έξω με πολεμικό σχηματισμό χελώνας. Θα διασχίζαμε τον δρόμο, περνώντας μέσα από τους απέθαντους, μέχρι το μονοπάτι που οδηγούσε πίσω στο χωριό. Εκεί θα
πετούσαμε τις ασπίδες και χωρίς περιττό εξοπλισμό, αφού ο κάθε ένας από εμάς θα είχε μόνο το ξίφος του, στη ζώνη του, θα ξεκινούσαμε να τρέχουμε.
Ο δρόμος σε εκείνο το σημείο είχε ένα πλεονέκτημα υπέρ μας, καθώς ήταν κατηφορικός, διευκολύνοντάς μας στο τρέξιμο. Εκμεταλλευόμενοι αυτό το πλεονέκτημα θα φτάναμε γρήγορα στο χωριό, όπου θα βρίσκαμε τα άλογα. Από εκεί θα κατευθυνόμασταν προς την Αθήνα.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει και όλοι ήταν έτοιμοι για την μεγάλη έξοδο. Οι περισσότεροι φρουροί ήταν ήδη παραταγμένοι. Ο διοικητής ρύθμιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες, ενώ εγώ καθησύχαζα την Ιοκάστη, προσπαθώντας να την διαβεβαιώσω ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Είχαμε αποφασίσει να την τοποθετήσουμε στην μέση του σχηματισμού, για δική της ασφάλεια. Δεν φαινόταν να είχε πρόβλημα να περπατήσει μια απόσταση, κρατώντας ψηλά μια ασπίδα, αφού έκανε αρκετές αγροτικές δουλειές, στο χωριό, και ήταν αρκετά σκληραγωγημένη.
Το σύνθημα δόθηκε και όλοι πήγαμε στις θέσεις μας. Κάποιοι φρουροί έριξαν αρκετά βέλη με φωτιά, στα ξερά χόρτα που βρίσκονταν εξωτερικά της εισόδου της πύλης, με σκοπό να αναγκάσουν τους απέθαντους που ήταν εκεί να οπισθοχωρήσουν, για λίγο, δίνοντας χρόνο στους δύο φρουρούς, οι οποίοι θα σήκωναν την μπάρα και θα άνοιγαν την ξύλινη πύλη, να προλάβουν να τρέξουν και να ενσωματωθούν με τους υπόλοιπους.
Η πύλη άνοιξε, ενώ ένα φράγμα από φωτιά είχε δημιουργηθεί μπροστά της. Πίσω από τις φλόγες διακρίναμε τους απέθαντους, οι οποίοι είχαν γίνει περισσότεροι, κατά την διάρκεια της νύχτας που πέρασε.
Μόλις η φωτιά άρχισε να σβήνει, καταλάβαμε όλοι ότι έφτασε η ώρα. Αρχίσαμε να σηκώνουμε τις ασπίδες, πολύ πριν ακουστεί το γενικό πρόσταγμα. Η δική μου θέση ήταν στην πρώτη γραμμή, δίπλα από τον διοικητή, καθώς θα συντονίζαμε από κοινού την επιχείρηση.
Πριν σηκώσω την ασπίδα μου, γύρισα και κοίταξα την Ιοκάστη, χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο σιγουριάς, τονώνοντας το ηθικό της. Έπειτα έβγαλα από μια μικρή θήκη το ξύλινο ομοίωμα της θεάς Αθηνάς και το φίλησα, παρακαλώντας την να πάνε όλα καλά. Εκείνη, ακριβώς, την στιγμή δόθηκε το πρόσταγμα και ξεκινήσαμε να βαδίζουμε προς την έξοδο.



...Η συνέχεια στο κεφάλαιο ΙV
Συγγραφέας: Δημήτρης Κολώνιας - Σπουδαστής Tabula Rasa
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου