Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

"Ανάμεσα στους νεκρούς" κεφάλαιο ΙΙ (μέρος α), του Δημήτρη Κολώνια


Συνέχεια από το προηγούμενο... ΚΕΦΑΛΑΙΟ II - Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Ξύπνησα ταραγμένος. Παρόλο την ψύχρα, από την δροσιά της αυγής, σηκώθηκα μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο εφιάλτης που βλέπω συχνά, τους τελευταίους μήνες στον ύπνο μου, με είχε επισκεφθεί ξανά.

Το ίδιο, ακριβώς, όνειρο: Βρίσκομαι στην άκρη ενός γκρεμού, έτοιμος να πέσω στο κενό, καθώς πίσω μου βρίσκονται εκατοντάδες μαύρες σκιές, οι οποίες με καταδιώκουν. Λίγο πριν πέσω στο κενό, νιώθω ένα χέρι να με ακουμπάει στον δεξιό ώμο και την τελευταία στιγμή αλλάζω γνώμη, κάνω μεταβολή και την στιγμή που έρχομαι κατά μέτωπο, με τις σκιές, αυτές χάνονται κάτω από μία βροχή από φωτιά.
Σε αυτό, ακριβώς, το σημείο ξυπνούσα πάντα, μην μπορώντας να ερμηνεύσω αυτό το όνειρο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι κάθε φορά που το έβλεπα, αυτό γίνονταν όλο και πιο έντονο.
Σηκώθηκα νωρίτερα, πριν οι σάλπιγγες σημάνουν πρωινό εγερτήριο. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και άδραξα την ευκαιρία, να προσευχηθώ στην θεά Αθηνά. Άναψα μια πολύ μικρή φωτιά και ακούμπησα δίπλα της ένα ξύλινο ομοίωμα, της θεάς, το οποίο κουβαλάω πάντα μαζί μου. Είναι μια συνήθεια, την οποία κάνω πάντα την τελευταία ημέρα της εβδομάδας. Μια μικρή θυσία, για να έχω καλή τύχη και προστασία.

Μόλις τελείωσα, με την προσευχή, ντύθηκα και ετοιμάστηκα για την πρωινή αναφορά. Είχαν περάσει δύο εβδομάδες, από το τέλος της μάχης που δώσαμε ενάντια στους Μακεδόνες. Ο ενθουσιασμός, από την μεγάλη νίκη, είχε καταλαγιάσει και την σειρά του πήρε η ρουτίνα της καθημερινότητας.
Δεν είχαμε κάποια άλλη μάχη να δώσουμε, αλλά έπρεπε να διαχειριστούμε τους 5.000 αιχμαλώτους, οι οποίοι μας κοιτούσαν με μισό μάτι, μας έβριζαν και μας χλεύαζαν, αρνούμενοι να υποταχθούν.
Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την συγκεκριμένη συμπεριφορά. Εγώ πάλι την έβρισκα απόλυτα φυσιολογική, αφού κανένας ελεύθερος άνθρωπος δεν δέχεται να υποτάσσεται ποτέ και σε κανέναν. Πόσο μάλλον οι Μακεδόνες, οι οποίοι εκτός από ελεύθεροι ήταν και υπερήφανοι καθώς, λίγα χρόνια νωρίτερα, είχαν διαλύσει την Περσική Αυτοκρατορία.
Καθώς πήγαινα προς τον λόχο μου, άκουσα μια γνώριμη φωνή να με καλεί. Γύρισα και είδα, από μακριά, έναν Εκατόνταρχο. "Ποιος είναι αυτός", αναρωτήθηκα, καθώς δεν είχα ποτέ μου πάρε δώσε με αξιωματικούς και, εκτός από τον Σέξτο, κανένας δεν με ήξερε με το μικρό μου όνομα.
Καθόμουν ακίνητος και περίμενα να με πλησιάσει, ώστε να μπορέσω να διακρίνω το πρόσωπό του. "Κουίντε, τόσο πολύ άλλαξα και δεν με γνωρίζεις"; Ήταν τα λόγια του, καθώς έβγαζε το κράνος του. "Πανάθεμά σε, 'Οθε", απάντησα και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου.
Ο Οθος ήταν ένας λεγεωνάριος, τον οποίο είχα γνωρίσει στην Αφρική και από τότε είχαμε γίνει δύο πολύ καλοί φίλοι. Είχα πάρα πολύ καιρό να μάθω νέα του και κατάλαβα ότι είχε πάρει προαγωγή. Ήμουν σίγουρος, ότι μια μέρα θα έφτανε ψηλά, καθώς προερχόταν από εύπορη οικογένεια και είχε πολλές γνωριμίες.
Αφού θυμηθήκαμε τα παλιά και γελάσαμε, με παλιές ιστορίες, με ενημέρωσε πως ο λόγος για τον οποίο είχε έρθει, ήταν για να με πάρει μαζί του, σε μία αποστολή. Εγώ και άλλοι έντεκα λεγεωνάριοι, με αυτόν επικεφαλή, θα πηγαίναμε στην Αθήνα, για να συναντήσουμε μια αντιπροσωπεία, από την Αθήνα, την Ρόδο και την Πέργαμο. Αποστολή μας ήταν να τους συνοδεύσουμε μέχρι την Ρώμη, στην Σύγκλητο. Πριν φτάσουμε στην Αθήνα, θα περνούσαμε από να ρωμαϊκό φυλάκιο, στην Θήβα, για να πάρουμε μαζί μας και ένα μέλος της Συγκλήτου.
Δεν μπήκα καν στον κόπο, να τον ρωτήσω γιατί επέλεξε εμένα, καθώς αυτό το ταξίδι ήταν μια καλή ευκαιρία για να γυρίσω στο σπίτι μου. Έλειπα σχεδόν ένα χρόνο και εκτός από το να δω τους δικούς μου, ήθελα να βγάλω από πάνω μου τα στρατιωτικά ρούχα, να φορέσω μια καθαρή τήβεννο και να πάω μια χαλαρή βόλτα στο κέντρο της Ρώμης, η οποία μου είχε λείψει πολύ.
Από τους υπόλοιπους έντεκα άνδρες, μόνο τον Τούλλιο γνώριζα. Έναν λεγεωνάριο, με τον οποίο υπηρετούσαμε μαζί, για ένα διάστημα, στην ναυτική βάση της Ρόδου. Ο Τούλλιος ήταν αρκετά δεισιδαίμων και γι' αυτόν, πίσω από οτιδήποτε, κρύβεται πάντα μια συνωμοσία. Οι ιστορίες του, για έναν χάλκινο γίγαντα, ονόματι Τάλως, ο οποίος περιπολούσε τα παράλια της Κρήτης και πέταγε φωτιές σε επίδοξους εισβολείς, ήταν αξέχαστες.
Το ίδιο απόγευμα συγκεντρωθήκαμε, όλοι μαζί, για να μας εξηγήσει ο 'Οθος τα διαδικαστικά της αποστολής. Μόλις τελειώσαμε, προσφέρθηκε να μας κεράσει λίγο κρασί που είχε φέρει μαζί του. Εγώ, αν και πίνω σπάνια, δοκίμασα λίγο για να μην τον προσβάλω. Ο μοναδικός που δεν καταδέχθηκε το κέρασμα ήταν ο Τούλλιος, ο οποίος δεν έβαζε ποτέ κρασί, στο στόμα του. Μετά την ενημέρωση αποσυρθήκαμε νωρίς στις σκηνές μας, ώστε να ετοιμάσουμε τα πράγματα και να ξεκουραστούμε, καθώς είχαμε να κάνουμε μεγάλο ταξίδι.
Τρεις ημέρες, αργότερα, φτάσαμε στην Θήβα. Το ταξίδι είχε ξεκινήσει με καυγά, καθώς ο Τούλλιος ήταν έξαλλος, επειδή κάποιος του έκανε πλάκα, γεμίζοντας με κρασί το φλασκί με το νερό του.
Εκτός από αυτό το περιστατικό, δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Μόνο δύο, από τους λεγεωνάριους, είχαν σηκώσει λίγο πυρετό, κατά την διάρκεια του ταξιδιού, αλλά ήταν κάτι το οποίο δεν μας επηρέασε και δεν μας καθυστέρησε.
Το μόνο που μου έκανε εντύπωση ήταν η συμπεριφορά του Οθου, καθώς έμοιαζε απόμακρος, χωρίς διάθεση να λέει πολλά λόγια. Επίσης, σε κάθε στάση που κάναμε, αυτός έγραφε συνέχεια αναφορές. Τον καταλάβαινα, εν μέρη, καθώς ήταν πλέον αξιωματικός και είχε πολλές ευθύνες και αρκετή γραφειοκρατία.
Φτάσαμε σε ένα μικρό χωριό, λίγο έξω από τον Ορχομενό, το οποίο έπρεπε να διασχίσουμε, για να φτάσουμε στο φυλάκιο. Ο Οθος μας έδωσε εντολή να κατέβουμε από τα άλογα και να συνεχίσουμε περπατώντας. Ισχυρίστηκε ότι, αν και η Θήβα ήταν υποτελής στην Ρώμη, εμείς δεν υπήρχε λόγος να δίνουμε δικαιώματα. Εν τω μεταξύ, στο χωριό, δεν φαινόταν να υπήρχε κανένας κάτοικος. Επικρατούσε μια ασυνήθιστη ησυχία και μια παράξενη μελαγχολία ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα.
Ξαφνικά, ένα γυναικείο ουρλιαχτό έσπασε αυτή την ησυχία και μας έκανε όλους να ανασκουμπωθούμε. Βρισκόμασταν ακριβώς στην μέση της πλατείας, όταν από μια γωνιά του  δρόμου ξεπρόβαλε, τρομαγμένη, μια όμορφη, νεαρή κοπέλα. Έτρεχε προς το μέρος μας, ενώ πίσω της ακολουθούσε, με αργά βήματα, ένας μυώδης άνδρας με σκοτεινό πρόσωπο και θολά μάτια. "Βοήθεια, κάποιος να με βοηθήσει", είπε με δυνατή φωνή και γαντζώθηκε πάνω σε έναν στρατιώτη. Ο στρατιώτης της είπε να κάνει λίγα βήματα πίσω, έβγαλε το ξίφος του από την θήκη και πρόσταξε τον άνδρα να σταματήσει.
Ο άνδρας, όμως, όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά πλησίασε περισσότερο και με μια γρήγορη κίνηση άπλωσε τα χέρια του, πιάνοντας τον στρατιώτη από τους ώμους, δαγκώνοντάς τον στο λαιμό, κόβοντάς του ένα μεγάλο κομμάτι σάρκας.
Όλοι σαστίσαμε, εκτός από τον 'Οθο, ο οποίος πέταξε με δύναμη ένα ακόντιο, καρφώνοντάς τον στο στήθος. Ο άνδρας σωριάστηκε στο έδαφος και εμείς τρέξαμε αμέσως να βοηθήσουμε τον στρατιώτη, ο οποίος αιμορραγούσε ασταμάτητα.
Καθώς προσπαθούσαμε, μάταια, να σώσουμε τον στρατιώτη, ο άνδρας, ο οποίος πριν λίγα λεπτά είχε πέσει νεκρός, από το ακόντιο του Όθου, σηκώθηκε και άρχισε να κινείται προς το μέρος μας. Όσοι από τους στρατιώτες ήταν κοντά του, άρχισαν να τον καρφώνουν, σε διάφορα σημεία του σώματός του, χωρίς αποτέλεσμα, καθώς φαινόταν ότι δεν αισθάνονταν πόνο.

Συγγραφέας: Δημήτρης Κολώνιας - Σπουδαστής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου