Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

"Ανάμεσα στους νεκρούς" κεφάλαιο ΙV του Δημήτρη Κολώνια

Συνέχεια από το προηγούμενο...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV - ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ 
Καθώς βγαίναμε έξω, βλέπαμε τους πρώτους απέθαντους, οι οποίοι πλησίαζαν και έπεφταν μεμανία πάνω μας. Ακούγαμε τις κραυγές τους και νιώθαμε τα σάπια κορμιά τους να χτυπάνε πάνω στις ασπίδες. Ανατριχιάζαμε, ακούγοντας τον θόρυβο από τα νύχια των χεριών τους, τα οποία τις γρατζουνούσαν.

Ήμασταν όλοι ψύχραιμοι και βαδίζαμε με ρυθμό. Μέσα στον σχηματισμό επικρατούσε η απόλυτη ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι βαριές ανάσες αγωνίας και το κλάμα της Ιοκάστης, που προσπαθούσε να το πνίξει.
Είχαμε διανύσει αρκετά μέτρα απόστασης. Κοιτώντας μπροστά, ανάμεσα από τα πρόσωπα των απέθαντων, διέκρινα το σημείο που ξεκινούσε η κατηφόρα. Κατάλαβα ότι ήμασταν στα μισά του δρόμου. Αναθάρρησα και σκέφτηκα πως με λίγη υπομονή, ακόμη, θα δραπετεύαμε από αυτό τον απαίσιο εφιάλτη.

Ξαφνικά και ενώ μέχρι εκείνη την στιγμή η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη, έγινε αυτό που όλοι φοβόμασταν, αλλά κανένας δεν τολμούσε να πει. Κάποιοι από τους απέθαντους προσπαθούσαν να περάσουν τα χέρια τους, χαμηλά, ώστε να μπορέσουν να μας αρπάξουν από τα πόδια.
Φαίνεται πως κάποιο σημείο της διαδρομής ήταν ανώμαλο και υπήρχε λακκούβα. Εκεί, ακριβώς, κατάφερε και πέρασε το χέρι κάποιου απέθαντου, το οποίο γράπωσε τον αστράγαλο ενός φρουρού, με αποτέλεσμα αυτός να σκοντάψει προς τα μέσα, πέφτοντας πάνω στους υπόλοιπους.
Ο εφιάλτης μόλις είχε ξεκινήσει. Η δεξιά πτέρυγα του σχηματισμού κατέρρευσε. Ο φρουρός που έπεσε άρχισε να ποδοπατάτε από τους απέθαντους, οι οποίοι τον χρησιμοποιούσαν ως πάτημα για να εισχωρήσουν μέσα στον σχηματισμό.
Προτού οι υπόλοιποι φρουροί προλάβουν να τραβήξουν τα σπαθιά τους, άρχισαν να δέχονται επίθεση από αυτά τα κτήνη. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φρικιαστικές. Ομάδες απέθαντων έπεφταν πάνω τους, ρίχνοντάς τους κάτω. Μόλις οι φρουροί σωριάζονταν στο έδαφος, άρχιζαν να τους δαγκώνουν και να τους τρώνε ζωντανούς, ξεριζώνοντας τις σάρκες τους με λαιμαργία.
Ο διοικητής, βλέποντας τους φρουρούς να γίνονται κομμάτια και μη μπορώντας να αντέξει τα ουρλιαχτά τους, άρχισε να τρέχει απελπισμένος προς το μονοπάτι. Δεν κατάφερε να κάνει μερικά βήματα, καθώς ένας απέθαντος τον έπιασε από την μέση, ρίχνοντάς τον κάτω. Δεν πρόλαβε να σηκωθεί, αφού δεκάδες, από αυτά τα τέρατα, έπεσαν πάνω του, με αποτέλεσμα να έχει την ίδια τύχη με τους υπόλοιπους.
Με την ασπίδα μου έδωσα ένα γερό σπρώξιμο σε κάποιους απέθαντους, πέφτοντας πάνω τους, καθώς με είχαν πλησιάσει αρκετά, ρίχνοντάς τους κάτω. Γύρισα προς την μεριά της Ιοκάστης και της φώναξα να έρθει προς το μέρος μου. Αυτή δεν πρόλαβε να κουνηθεί, αφού ένας από αυτούς την άρπαξε από τα μαλλιά.
Μέχρι να σηκωθώ και να πάω να την βοηθήσω, μια ομάδα νεκροζώντανων, ηλικιωμένοι στην πλειοψηφία τους, την είχε αρπάξει και άρχισε να ξεσκίζει τις σάρκες της. Στην προσπάθειά της να ξεφύγει, σκίστηκε η χλαμύδα της, αποκαλύπτοντας το πλούσιο στήθος της. Χάθηκε από μπροστά μου βουτηγμένη στο αίμα, μέσα σε ουρλιαχτά απελπισίας και κραυγές απόγνωσης.
Σηκώθηκα πάνω και διαπίστωσα ότι ήταν αδύνατο να φτάσω προς το μονοπάτι και δεν υπήρχε περίπτωση να επέστρεφα πίσω, στο φυλάκιο, καθώς είχε γεμίσει ασφυκτικά με νεκροζώντανους. Το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να τρέξω προς τον γκρεμό. Το είχα πάρει απόφαση και αποδέχτηκα την μοίρα μου. Θα έτρεχα ως εκεί, θα έπεφτα στο κενό και θα αυτοκτονούσα, καθώς δεν είχα καμία διάθεση να γίνω το πρωινό γεύμα αυτών των πλασμάτων.
Αφού πήρα μερικά κεφάλια απέθαντων, οι οποίοι βρίσκονταν τριγύρω μου, έβαλα το ξίφος στην θήκη και άρχισα να τρέχω προς τον γκρεμό. Φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού, λίγο πριν πηδήξω στο κενό, σταμάτησα. Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι να με ακουμπάει, στον δεξιό ώμο. "Το παγωμένο χέρι του θανάτου", σκέφτηκα. Γύρισα και δεν ήταν κανένας.
Τότε ήταν που πήρα μια απόφαση με θάρρος, νηφαλιότητα και μπόλικη δόση τρέλας. "Θα πεθάνω, αλλά όχι σήμερα". Έκανα μεταβολή, τράβηξα το ξίφος από την ζώνη, έβγαλα μια άγρια κραυγή εκδίκησης και άρχισα να τρέχω προς το μέρος των απέθαντων.
Ο αντίλαλος της θυμωμένης φωνής μου έκανε αντιληπτή την παρουσία μου, με αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς να έρχονταν κατά πάνω μου. Όμως, λίγα μέτρα πριν συγκρουστούμε, μια πύρινη μπάλα έπεσε πάνω τους και τους διέλυσε.
Σάστισα και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει, καθώς δεκάδες πύρινες μπάλες άρχισαν να πέφτουν πάνω στους υπόλοιπους απέθαντους. Άλλοι γίνονταν κομμάτια και άλλοι παρανάλωμα του πυρός.
"Το όνειρο", σκέφτηκα, και πριν προλάβω να ολοκληρώσω την σκέψη μου, άκουσα μια γνώριμη φωνή να σκίζει τον αέρα: "Εμπρός, ποντικαράδες". "Θέλετε να ζήσετε για πάντα"; Η φωνή του Σέξτου. Ηχούσε στα αυτιά μου σαν το πιο γλυκό τραγούδι του κόσμου.
Γύρισα το βλέμμα μου, προς τον λόφο, και αντίκρισα δεκάδες καταπέλτες, οι οποίοι εκτόξευαν πύρινες μπάλες. Λίγο πιο πίσω ήταν παραταγμένες οι λεγεώνες. Ανάμεσά τους διέκρινα τον Σέξτο και δίπλα του τον Φοίβο. Ο γεράκος μου, τα είχε καταφέρει τελικά. Όχι μόνο σώθηκε, αλλά μπόρεσε και ειδοποίησε τις λεγεώνες.
Μην μπορώντας να πιστέψω την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, έριξα το ξίφος στο χώμα και έπεσα στα γόνατα, κοιτώντας αποσβολωμένος το θέαμα.
"Εμπρός στρατιώτη, η Ρώμη μας χρειάζεται". Ήταν τα λόγια ενός αξιωματικού, ο οποίος με έπιασε από το μπράτσο και με σήκωσε όρθιο. Προχωρούσαμε με γρήγορες δρασκελιές, κατευθυνόμενοι προς το σημείο που βρίσκονταν οι λεγεώνες. Μόλις φτάσαμε στην κορυφή του λόφου σταμάτησα απότομα και άρχισα να σκέφτομαι τα λόγια του αξιωματικού, ενώ παράλληλα αναρωτιόμουν τι θα συνέβαινε αν αυτή η κατάρα έφτανε μέχρι την πατρίδα.
Η Ιταλία θα είχε καταστεί έρημη από τους νεκροζώντανους. Μέσα της θα υπήρχε μια πόλη. Έξω από τις πύλες της ο θάνατος. Καταραμένη γη. Μέσα από τα τείχη μια καταραμένη πόλη, που εξαπλώνονταν από το Πάνθεον μέχρι το Κολοσσαίο. Ένα αδιάσπαστο συνεχόμενο τοπίο.
Ένα εκατομμύριο πολίτες θα ζούσαν, μετά την καταστροφή του παλιού κόσμου, και την επανίδρυση του καινούργιου. Μεγάλα τείχη, μεγάλοι δρόμοι. Η Ρώμη. Θα γεννιόταν με σπασμούς, με κραυγές πνιγμού. Θα υπέφερε κάτω από το ίδιο της το βάρος. Οι πολίτες θα φοβόταν τους δρόμους. Η ασθένεια, οι απέθαντοι. Μόνο ένα πράγμα θα πάλευε για να τακτοποιήσει αυτό το χάος. Οι άνδρες του ρωμαϊκού στρατού. Στρατιώτες... εκτελεστές... λεγεωνάριοι!
Το όνομά μου είναι Κουίντος Κολόνιος Άρριος. Είμαι λεγεωνάριος του ρωμαϊκού στρατού. Πολεμάω στο όνομα του Αυτοκράτορα, για την δόξα της Ρώμης. Σήμερα πέθανα και ξαναγεννήθηκα.



Συγγραφέας: Δημήτρης Κολώνιας - Σπουδαστής Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου