''ΜΗ
σκεφτείς ποτέ σου να με αναζητήσεις! Θα σε βρίσκω πάντα εγώ''. Αυτό έλεγες κάθε
φορά που έφευγες και με άφηνες πίσω, γερμένη πάνω στη μισάνοιχτη πόρτα του
δωματίου μου, να κοιτάζω τη σκοτεινή φιγούρα σου να απομακρύνεται και να
χάνεται μέσα στο σκοτάδι. Και εγώ έμενα εκεί, πάντα εκεί, να κρατάω το φανάρι
που φώτιζε τα βήματά σου, μέχρι αυτά να σβήσουν στο τέλος του διαδρόμου. Ήξερα
πολύ καλά τι θα γίνει μετά. Ο ήχος μιας πόρτας που άνοιγε θα έσκιζε τη νύχτα
στα δύο και το γύρισμα ενός κλειδιού στην κλειδαριά θα δήλωνε πως πάλι είχες
χαθεί.
Και μετά
σιωπή. Η ίδια απόκοσμη σιωπή που σε ακολουθεί τους τελευταίους τρεις μήνες, από
τη στιγμή που ήρθα να μείνω μαζί σου εδώ, σε αυτό το παλιό αρχοντικό. Τη μέρα δε σε βρίσκω πουθενά, όσο και αν σε
ψάχνω και μόνο κάποια ίχνη σου, σκορπισμένα μέσα στο σπίτι, ένα βιβλίο με Αγγέλους
και Δαίμονες, αφημένο πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, ένα τόξο, που δεν υπήρχε τις
προηγούμενες ημέρες, με μια χρυσοκέντητη φαρέτρα χωρίς βέλη πάνω από το τζάκι
και τα αγαπημένα μου μπλε τριαντάφυλλα που στολίζουν καθημερινά όλα τα βάζα, μου φανερώνουν ότι δεν είσαι δημιούργημα της
φαντασίας μου.
Όμως πού
είσαι; Σε αναζητώ μα δε σε βρίσκω.
Τα βήματά
μου απόψε με οδήγησαν, χωρίς να το καταλάβω στη σοφίτα, μπροστά σε μια κλειστή,
παλιά, ξύλινη πόρτα, που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μέχρι τώρα. Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες
και το σίδερο που έχει οξειδωθεί από το χρόνο μαρτυρούν την παλαιότητά της ενώ
το κλειδί που βρίσκεται πάνω στην ασημένια κλειδαριά με καλεί να το γυρίσω και
να περάσω το κατώφλι.
Νιώθω την
καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα και τα πόδια μου να τρέμουν. Όχι από φόβο αλλά
από την προσμονή και τη βεβαιότητα ότι αυτό που με περιμένει πίσω από αυτή την
πόρτα θα αλλάξει για πάντα τη ζωή μου. Στο μυαλό μου έρχεται μια ιστορία που
μου είχες διηγηθεί κάποτε για μια κάμαρα, την ''Κάμαρα με τα μυστικά'', μέσα
στην οποία βρίσκονται οι πιο μεγάλοι μας φόβοι.
Μιλούσες
τότε για τους δικούς μου ή τους δικούς σου φόβους; Οι δικοί σου φόβοι ή οι
δικοί μου σε έχουν φυλακισμένο και σε κρατούν μακριά μου; Τί είναι αυτό που
φοβάσαι να μου πεις και το κρατάς εφτασφράγιστο μυστικό, δέσμιος μέσα στη
φυλακή σου; Μήπως τελικά εγώ είμαι αυτή που κρατάει το κλειδί για την ελευθερία
σου; Ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα
σε χάσω για πάντα, είμαι πρόθυμη να το ρισκάρω, αφού η δική σου ευτυχία είναι
πιο πάνω από όλα.
Αυτή η
διαπίστωση με απελευθερώνει. Με σταθερό χέρι στρίβω το κλειδί και γυρίζω απαλά
το πόμολο. Η πόρτα ανοίγει. Μπροστά μου απλώνεται ένας μισοσκότεινος μακρύς
διάδρομος, στο τέλος του οποίου αχνοφαίνεται ένα φως, προς το οποίο
κατευθύνομαι με αποφασιστικά βήματα. Ένας απαλός, κατευναστικός, γνώριμος ήχος,
που με ηρεμεί και με κάνει να νιώθω ασφαλής, αγγίζει τα αυτιά μου. Σιγανός στην
αρχή αλλά πιο δυνατός όσο πλησιάζω προς το δωμάτιο που βρίσκεται μπροστά μου.
Και τότε σε
βλέπω. Ο άντρας που μοιράζομαι μαζί του τις νύχτες μου, ο άντρας που έχει
γεμίσει τις σκέψεις μου και τις αισθήσεις μου, βρίσκεται εδώ, απέναντί μου,
λουσμένος από το τελευταίο φως των χρυσαφένιων αχτίνων του ήλιου. Δε δείχνεις
να ξαφνιάζεσαι που με βλέπεις ενώ τα λόγια σου φανερώνουν ότι με περίμενες.
''Το
ήξερα πως θα με αναζητήσεις''.
''Το
ήξερα πως θα σε βρω''.
''Φοβόμουνα ότι θα έφευγες αν μάθαινες ποιος είμαι''.
''Φοβόμουνα ότι ποτέ δε θα μάθαινα ποιος είσαι''.
''Και
τώρα που ξέρεις;''
''Τώρα,
σε αγαπάω περισσότερο''.
Αυτό το
βράδυ αγαπηθήκαμε στο δικό σου κρεβάτι. Το ξημέρωμα μας βρήκε για πρώτη φορά
μαζί, να κοιτάμε από το ανοιχτό παράθυρο το ροδοκόκκινο φως της αυγής.
''Καλημέρα
άγγελέ μου'', σου ψιθυρίζω, αφήνοντας ένα απαλό φιλί στη βάση του λαιμού σου,
την ώρα που ένα ζευγάρι κάτασπρα, πουπουλένια φτερά, τυλίγονται τρυφερά γύρω
από το γυμνό μου κορμί.
Συγγραφέας: Ευαγγελία Θεοδωρίδου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου