Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

"Ανορεξία" της Μαριάννας Μανιάτη



Παρατηρούσα τους φίλους μου γύρω μου να γελάνε και να σχεδιάζουν ενθουσιασμένοι το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά τις πανελλήνιες κι εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από την καφετέρια που καθόμασταν και να πάω να κρυφτώ στο σπίτι μου. Πνιγόμουν εκεί μέσα τόσο, όσο πνιγόμουν και μέσα στο ίδιο μου το σώμα. Ήθελα να μείνω στο σπίτι μου το Σαββατοκύριακο που πλησίαζε, όχι γιατί δεν αγαπούσα τους φίλους μου ή γιατί δε χαιρόμουν που οι πανελλήνιες είχαν τελειώσει, αλλά γιατί ένα Σαββατοκύριακο γεμάτο από εξόδους με πολύ φαγητό και ποτό με άγχωνε απίστευτα πολύ. 

Πρώτον, ένιωθα απαίσια με το σώμα μου και ήξερα ότι θα ένιωθα πολύ άβολα να κυκλοφορήσω έξω, όπως και εκείνη τη μέρα στην καφετέρια και δεύτερον, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως έπρεπε να κάνω αυστηρή δίαιτα όλο το καλοκαίρι. Επομένως, το Σαββαροκύριακο που ερχόταν δεν επιτρεπόταν ούτε να φάω ούτε να πιω αλκοόλ. Το πρόβλημα όμως ήταν, πως όλη μου τη ζωή έκανα δίατες και όλη μου η ζωή περιστρεφόταν γύρω από το φαγητό. Το φαγητό για μένα ήταν διασκέδαση και παρηγοριά. Αφού λοιπόν απαγορευόταν να φαω, ξαφνικά το Σαββατοκύριακο με τους φίλους μου έχανε κάθε νόημα. 

Δεν ήθελα να παω. Φοβόμουν πως δε θα άντεχα και τελικά θα έτρωγα κι ύστερα θα αισθανόμουν εκείνες τις απαίσιες και βασανιστικές τύψεις που με έκαναν να θέλω να αρχίσω να τρέχω γύρω-γύρω το τετράγωνο για να κάψω όσες θερμίδες είχα πάρει και ταυτόχρονα θα ήθελα να βάλω ό, τι πιο φαρδύ είχα και να βουλιάξω σε έναν καναπέ σκεπασμένη μέχρι το λαιμό για να μη φαίνεται ούτε σπιθαμή του χοντρού μου σώματος. Αν πάλι κατάφερνα να κρατηθώ και να μην φαω θα έπρεπε να υποστώ την πίεση των φίλων μου που θα ήθελαν να με κάνουν να φαω και να πιω μαζί τους. Δεν επρόκειτο να καταλάβουν τον εσωτερικό μου πόνο αν έτρωγα έστω και μία μπουγκιά παραπάνω από αυτή που είχα ορίσει ότι μου επιτρέπεται. Στο παρελθόν, είχα προσπαθήσει μάταια να τους εξηγήσω πώς ένιωθα, αλλά κανείς δεν έλεγε να το καταλάβει. Όλοι επέμεναν να μου λένε πόσο αδύνατη ήμουν, χωρίς να τους ενδιαφέρει πόσο χάλια ένιωθα εγώ με το σώμα μου. Αν πήγαινα λοιπόν, φοβόμουν πως θα υπέφερα είτε αποφάσιζα να φαω είτε όχι. Αν αποφάσιζα να κρατηθώ δε θα περνούσα καλά, ενώ αν αποφάσιζα τελικά να κυλήσω θα ήθελα να ξεριζώσω το δέρμα μου. 

Κι αν αποφάσιζα να κυλήσω και να αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο φοβόμουν πως η χρόνια στέρηση και πείνα με την οποία είχα μεγαλώσει θα με έκαναν να φάω και να πιω οτιδήποτε εύρισκα μπροστά μου, όπως και άλλες φορές που είχα τολμήσει να αφεθώ απέναντι στο φαγητό. Κι ύστερα θα ερχόταν η επόμενη ημέρα, όπου με αγωνία θα ανέβαινα στη ζυγαριά μου. Αν δεν είχα φάει θα επιβράβευα τον εαυτό μου, ατενίζοντας άλλη μια μέρα γεμάτη φόβο μήπως και δεν μπορέσω να συγκρατηθώ απέναντι στο φαγητό. Αν πάλι είχα φάει δε θα ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι, ενώ ακόμα και ξαπλωμένη κάθε μου κίνηση θα με έκανε να νιώθω άβολα με το σώμα μου.

Ούτε ακίνητη δε με βολεύει να μείνω όταν έχω φάει, αλλά ούτε και να κουνηθώ αντέχω. Δε θέλω καν να αναπνέω γιατί αισθάνομαι την κοιλιά μου που είναι χοντρή. Τα μάγουλά μου, ο λαιμός, τα χέρια, τα δάχτυλα, το στήθος, τα οπίσθια, τα μπούτια, οι γάμπες, οι αστράγαλοί μου. Κάθε κομμάτι του σώματός μου αι σθάνομαι πως είναι βαρύ, άρρωστο, άχρηστο. Θέλω να το αφαιρέσω, να μη το νιώθω πια. Όταν σκέφτομαι όλα αυτά τα συναισθήματα που μου προκαλεί αυτό που για άλλους άνθρώπους είναι φυσική κι αυθόρμητη ανάγκη, ζηλεύω. Εύχομαι να μπορούσα να απελευθερωθώ κι εγώ από το φαγητό, να μη χρειάζεται να το σκέφτομαι κάθε στιγμή της ζωής μου, να μην ξυπνάω τα βράδια από εφιάλτες ότι έφαγα κάτι απαγορευμένο που θα με κάνει να δείχνω χοντρή. Ό, τι και να λένε όλοι, η εμφάνιση παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Ό, τι και να μου λένε εμένα, εγώ μεγάλωσα με τη μητέρα μου να μου λέει πως δεν είμαι πολύ όμορφη, αλλά έχω ωραίο σώμα και να μετράει με το μάτι πόσο και αν έχω παχύνει. Αν χάσω αυτό, είμαι ένα τίποτα. Δεν έχω αξία. Κανείς δε σκέφτεται τι θα απογίνω αν πάρω κιλά. Κανείς δε θα με θέλει, κανείς δε θα μου δίνει σημασία. Πόσο ντρέπομαι όταν έχω φάει έστω και μια μπουκιά από κάτι απαγορευμένο. Πόσο ντρέπομαι να με κοιτάξω εγώ η ίδια, πόσο μάλλον κάποιος άλλος. 

Ο μεγαλύτερός μου φόβος λοιπόν είναι η ίδια μου η πείνα. Δε θέλω να πεινάω και δε θέλω να τρώω όμως είναι πάνω από τις δυνάμεις μου μερικές φορές. Κι όλη αυτή η ενοχή όταν τρως ή η κρυφή ηδονή όταν πεινάς και το σώμα σου παρακαλάει να το φροντίσεις κι εσύ το αγνοείς, λέγοντας από μέσα σου πως του αξίζει η τιμωρία, αφού είναι χοντρό και άσχημο, είναι σαν έναν αόρατο δαίμονα που σε παραφυλάει και επιτίθεται στο μυαλό σου κάθε στιγμή, σε κάθε κίνηση ή σκέψη που κάνεις, γεμίζοντάς σε ενοχές και φόβο.

Γι’ αυτό δεν ήθελα να βγω έξω με τους φίλους μου εκείνο το Σαββατοκύριακο και ήθελα να μείνω σπίτι και να σεβαστώ το πρόγραμμα της διατροφής μου. Αυτό έπρεπε να κάνω. Αυτό είχα ανάγκη να κάνω για να είμαι πιο ήρεμη. Έπρεπε όμως να πω ψέματα, γιατί κανείς δε θα το πίστευε ή δε θα το καταλάβαινε. Είπα λοιπόν ότι αρρώστησα κι έμεινα σπίτι, ελπίζοντας πως ο εφιάλτης της πείνας δε θα μου χτυπούσε την πόρτα πριν νυστάξω πολύ. Φυσικά όμως το έκανε και υπέφερα και στο σπίτι και κάπνισα και ήπια νερό για να μου κόψουν την όρεξη, αλλά τελικά λύγισα και έφαγα ό, τι υπήρχε στο ψυγείο, κάνοντας το στομάχι μου να φουσκώσει τόσο πολύ που δεν μπορούσα να αναπνεύσω και ξάπλωσα στον καναπέ με τις φαρδιές μου πιτζάμες σκεπασμένη μέχρι το σαγόνι παρά τη ζέστη που είχε εκείνη η νύχτα, νιώθοντας άχρηστη, άσχημη, ανίκανη και φοβισμένη γι’ αυτό που θα αντίκριζα την επόμενη μέρα στη ζυγαριά μου.

Συγγραφέας: Μαριάννα Μανιάτη - Φοιτήτρια Tabula Rasa 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου