Ο
Χρήστος καθισμένος στη αγαπημένη του πολυθρόνα, διάβαζε τα νέα της ημέρας. Η
εγγονή του έπαιζε με τα τουβλάκια στα πόδια του. «Παππούλη, θα μου πεις ένα
παραμύθι;» είπε η μικρή Ελένη, αφήνοντας στη άκρη τα παιχνίδια της. «Φυσικά»
απάντησε ο Χρήστος. «Τώρα όμως είσαι αρκετά μεγάλη για παραμύθια. Έλα κάτσε στα
πόδια μου και θα σου πω μία αληθινή ιστορία που έγινε πριν πολύ καιρό.» Η 7χρονη
Ελένη βολεύτηκε στα πόδια του παππού της και περίμενε υπομονετικά να ακούσει
την ιστορία.
«Πριν
πολλά χρόνια σε ένα όμορφο χωριό της Ελλάδος ζούσε ένα παντρεμένο ζευγάρι, ο
Ηλίας και η Ζωή. Ο Ηλίας δούλευε στα χωράφια και η Ζωή έμενε στο σπίτι. Μαζί
τους έμενε και η μητέρα του Ηλία. Η μητέρα του ήταν πολύ κακιά γυναίκα.
Σατανική. Δεν είχε ίχνος καλοσύνης μέσα της. Μισούσε τόσο πολύ την νύφη της που
όλοι το γνώριζαν στο χωριό. Κάθε φορά που μιλούσε με την νύφη της, αν κάποιος
παρατηρούσε προσεκτικά τα μάτια της, θα έβλεπε κόκκινες φλόγες να σκεπάζουν το καστανό φυσιολογικό τους χρώμα.
Η
Ζωή, δικαιολογημένα φοβόταν την πεθερά της και από μέσα της την αποκαλούσε
«μάγισσα». Αντίθετα, ο Ηλίας λάτρευε την μητέρα του. Γι αυτόν ήταν η καλύτερη
μαμά του κόσμου. Τα πράγματα δυσκόλεψαν περισσότερο, όταν η Ζωή έμεινε έγκυος.
Είχε δύσκολη εγκυμοσύνη και η στάση της πεθεράς της, την δυσκόλευε ακόμα
περισσότερο. Όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη της νύφης της, σκλήρυνε περισσότερο.
Δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Δεν χαιρόταν στη προοπτική να αποκτήσει εγγόνια.
«Δεν θέλω διαβόλους στο σπίτι μου» ούρλιαζε στη εγκυμονούσα νύφη της.
Η
Ζωή δεν ήξερε τι να κάνει. Από την μια, ήταν χαρούμενη με την εγκυμοσύνη και
ανυπομονούσε να κρατήσει το μωρό στη αγκαλιά της και από την άλλη, οι συνεχείς
καυγάδες με την πεθερά της, την κούραζαν και την στεναχωρούσαν. Δεν μπορούσε να
καταλάβει γιατί η πεθερά της δεν ήθελε εγγόνια. Ποτέ στο παρελθόν δεν της είχε
πει κάτι. Τι είχε συμβεί ξαφνικά; Ο
άντρας της πάλι, ανυπομονούσε να γίνει πατέρας. Από την στιγμή που έμαθε για
την εγκυμοσύνη της γυναίκας του, είχε τρελαθεί από την χαρά του. Φρόντιζε
περισσότερο την έγκυο γυναίκα του και προσπαθούσε να μη λείπει πολλές ώρες από
το σπίτι.
Όμως
την ώρα της γέννας έλειπε, κάτι που παραξένεψε την Ζωή. Ήταν απόγευμα Παρασκευής,
όταν η κοπέλα έφερε στη ζωή δύο δίδυμα κοριτσάκια. Τα βρέφη ήταν πανέμορφα και
η Ζωή έλαμπε από ευτυχία. Το όνειρο της να γίνει μητέρα, είχε γίνει πια πραγματικότητα.
Δεν την ένοιαζαν τα κόκκινα από κακία μάτια της πεθεράς της. Μόνο για τον άντρα
της ανησυχούσε που δεν είχε επιστρέψει ακόμα στο σπίτι.
Περνούσαν
οι ώρες και αυτός δεν εμφανιζόταν. Πάντα επέστρεφε στο σπίτι μετά την δουλειά,
αλλά αυτή την φορά δεν επέστρεψε. Ανήσυχη ήταν και η πεθερά της Ζωής. Σκεφτόταν
πως κάτι κακό είχε συμβεί στο γιο της. Η Ζωή προσπαθούσε να την καθησυχάσει,
λέγοντας της πως απλά θα ξεχάστηκε με την κουβέντα και θα επέστρεφε αργότερα.
Ξημέρωσε όμως και ο Ηλίας δεν είχε
επιστρέψει. Η μάνα του είχε γίνει «θεριό ανήμερο» από την υπερένταση και την
ανησυχία της. Δεν την χωρούσε το σπίτι. Ήθελε να βγει έξω να ψάξει να βρει το
γιο της. Η Ζωή κουρασμένη από την γέννα αποκοιμήθηκε στο καναπέ και δεν
κατάλαβε την πεθερά της να φεύγει από το σπίτι.
Ξύπνησε
από τις κραυγές της πεθεράς της. Έντρομη βγήκε από το σπίτι και η εικόνα που
αντίκρισε, στοίχειωσε την υπόλοιπη ζωή της. Λίγα μετρά μακριά, στο χωράφι,
βρισκόταν ο σύζυγος της. Κείτονταν νεκρός. Το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο,
σε όλο το σώμα του υπήρχαν αμυχές και τεράστια τσιμπήματα, τα ρούχα του ήταν
σκισμένα. Δίπλα του, η μητέρα του ούρλιαζε από το πόνο, τραβούσε τα μαλλιά της.
Ο μονάκριβος γιος της ήταν νεκρός.
Αργότερα, ο ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα
προσπάθησε να φανεί ψύχραιμος μπροστά στις δύο γυναίκες που τον κοιτούσαν
σιωπηλές, περιμένοντας να ακούσουν το πόρισμα. Μα στη πραγματικότητα, τα είχε
χαμένα. Δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα τι ακριβώς είχε συμβεί. «Όλα δείχνουν
πως ο σύζυγος σας δέχτηκε επίθεση από κάποιο ζώο» είπε στη Ζωή.
Από
εκείνη την μέρα, τα πάντα άλλαξαν. Η Ζωή έμεινε μόνη να προσπαθεί να μεγαλώσει
τα δύο της παιδιά. Συνέχισε να μένει αναγκαστικά στο ίδιο σπίτι με την πεθερά της,
η οποία είχε αλλάξει μετά το θάνατο του γιού της. Μαύρη φιγούρα περιφερόταν στο
σπίτι, δεν μιλούσε με κανέναν, δεν ασχολιόταν καν με τα εγγόνια της. Μία φράση
μόνο επαναλάμβανε συνέχεια: «Τα παιδιά σου φταίνε. Αυτά μου σκότωσαν το γιο
μου.»
Ο
καιρός πέρασε. Τα δίδυμα είχαν μεγαλώσει αρκετά. Τα γέλια και τα παιχνίδια στο σπίτι ήταν απαγορευμένα. Επικρατούσε σιωπή
και πένθος. Τα παιδιά είχαν συνηθίσει αυτό το περιβάλλον, δεν παραπονιόντουσαν.
Η Ζωή ξεκίνησε να δουλεύει εκτός σπιτιού λίγες ώρες την μέρα, για να μπορέσει
να τα βγάλει πέρα. Φρόντιζε όταν λείπει, να βάζει τα παιδιά για ύπνο, ώστε να
μη ενοχλούν καθόλου την πεθερά της.
Ήταν Παρασκευή, τέσσερα ακριβώς χρόνια μετά το θάνατο του
Ηλία, όταν η Ζωή έφυγε από το σπίτι για να πάει στη δουλειά. Τα παιδιά
κοιμόντουσαν και η πεθερά της έβλεπε τηλεόραση στο σαλόνι. Φαινόταν για πρώτη
φορά πιο ήρεμη. Η Ζωή παραξενεύτηκε κάπως, αλλά βιαζόταν να φύγει από το σπίτι.
Δεν ήξερε όμως πως μετά την ηρεμία
έρχεται η «καταιγίδα».
Η
πεθερά της Ζωής ήταν ήρεμη γιατί θα πραγματοποιούσε αυτό που σχεδίαζε για
χρόνια. Φεύγοντας από το σπίτι η Ζωή, της δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία για να
βγάλει στη επιφάνεια όλο το μίσος της για τα εγγόνια που έτρεφε για χρόνια.
Με
αργές κινήσεις περπάτησε μέχρι το υπνοδωμάτιο των διδύμων. Είχε μαζί της ένα
μαξιλάρι. Τα παιδιά κοιμόντουσαν σαν δύο μικροί άγγελοι. Με το μαξιλάρι που
κρατούσε, τους αφαίρεσε την ζωή. Έτσι απλά. Έμεινε για ώρες στο υπνοδωμάτιο,
δίπλα στα νεκρά κορμιά των εγγονιών της, γελώντας ασταμάτητα. Εκεί την
συνάντησε και η Ζωή. Η κοπέλα, βλέποντας τη πεθερά της να γελά και τα δύο
παιδιά νεκρά, το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν ένα «γιατί».
«Τα
παιδιά σου ήταν η αιτία να πεθάνει ο γιος μου. Αυτοί οι δύο διάβολοι δεν έπρεπε
να γεννηθούν καθόλου. Αν δεν είχαν γεννηθεί, αν δεν υπήρχες εσύ, ο γιος μου θα
ζούσε. Θα ήταν ευτυχισμένος, μαζί με μένα. Δεν σε ήθελα δίπλα στο γιο μου, δεν
του άξιζες για γυναίκα του. Ο γιος μου είχε εμένα, γιατί ήθελε και εσένα; Του
μαγείρευα, τον φρόντιζα, τον αγαπούσα. Τι παραπάνω του πρόσφερες εσύ; Τίποτα.
Δεν έπρεπε να σε παντρευτεί. Αλλά εκείνος σε αγαπούσε πολύ. Μαλώναμε πολλές
φορές για σένα, πριν να παντρευτείτε.
Πάνω
σε έναν καυγά μας, τον καταράστηκα. Αν σε παντρευόταν και γινόταν πατέρας, θα
γινόμουν μέλισσα και θα σας κατέστρεφα. Όταν έμεινες έγκυος, θυμήθηκα τι είχα
πει. Τον παρακάλεσα να σου μιλήσει, να σου πει πως δεν θέλει να γίνει πατέρας.
Δεν με άκουσε. Τα παιδιά σου τον σκότωσαν και εγώ σκότωσα αυτά.» απάντησε η πεθερά
της κοπέλας.
Η
Ζωή είχε σοκαριστεί. Με δάκρυα στα μάτια κοιτούσε την γυναίκα που σκότωσε τα
παιδιά της και δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έπρεπε να βγει από το δωμάτιο
προτού χάσει τα λογικά της. Έφτασε στη κουζίνα, η πεθερά της την ακολουθούσε
από πίσω. Πάνω στο τραπέζι, ήταν αφημένο ένα μαχαίρι. Με αυτό η Ζωή μαχαίρωσε
την πεθερά της. Λίγο πριν ξεψυχήσει η ηλικιωμένη γυναίκα είπε: «Τίποτα δεν
τελείωσε ακόμα. Θα επιστρέψω για σένα, σαν μέλισσα.»
Τελειώνοντας
την φράση της, το στομάχι της σχίστηκε στα δύο, μία πελώρια μέλισσα εμφανίστηκε
και κατάπιε την Ζωή. Το σπίτι, στη συνέχεια, σφραγίστηκε για πολλά χρόνια.»
«Παππού είναι τόσο τρομακτική η ιστορία. Και τι έγινε μετά;» ρώτησε η μικρή
Ελενίτσα. Στη παρέα τους, είχε προστεθεί και η Ζωή, η γιαγιά της Ελένης. Έκατσε
μαζί τους για να ακούσει την υπόλοιπη ιστορία.
«Μετά
από χρόνια, ένας πλούσιος έμπορος από την πόλη έφτασε στο χωριό.Τον είχε
κουράσει η πόλη και έψαχνε να μείνει κάπου πιο ήρεμα. Το χωριό του άρεσε και
αποφάσισε να μείνει εκεί για κάποια χρόνια. Αγόρασε το σπίτι της Ζωής και του
Ηλία, χωρίς να γνωρίζει τίποτα από όσα είχαν συμβεί πριν χρόνια. Το σπίτι ήταν
όμορφο και ευρύχωρο.
Είχε
αρκετά δωμάτια αλλά ένα από αυτά ήταν κλειστό. Δεν μπορούσε να το ανοίξει, όσες
φορές και να το προσπάθησε. Κάποια στιγμή, σκεφτόταν, θα έφτιαχνε την πόρτα
αυτού του δωματίου. Το πρώτο βράδυ άκουγε διάφορους θορύβους μέσα από το
δωμάτιο αλλά δεν έδωσε σημασία. Οι θόρυβοι συνεχίστηκαν όμως και τα επόμενα
βράδια.
Μη
μπορώντας να κοιμηθεί καλά τα βράδια, εξαιτίας των θορύβων αποφάσισε να φτιάξει
την πόρτα. Με διάφορα εργαλεία κατάφερε να την ανοίξει. Αυτό που αντίκρισε,
ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου, δεν θα το ξεχνούσε ποτέ. Το δωμάτιο ήταν
γεμάτο με μέλισσες και στο κέντρο του δωματίου, υπήρχε μία τεράστια μέλισσα.
Όταν
έφυγαν οι μέλισσες από το δωμάτιο και έμεινε μόνο η μεγάλη μέλισσα μέσα, ο
έμπορος πλησίασε σιγά-σιγά κοντά της. Εκεί έκπληκτος άκουσε μια γυναικεία φωνή
να φωνάζει «Βοήθεια». Στάθηκε για πολύ ώρα κοντά στη μέλισσα προσπαθώντας να
καταλάβει αν ήταν αληθινή η φωνή που άκουγε ή αν απλά την είχε φανταστεί.
Όταν
σιγουρεύτηκε για την φωνή που άκουγε, με ένα τσεκούρι σκότωσε την μέλισσα και
από μέσα της βγήκε η Ζωή που ήταν για χρόνια εγκλωβισμένη. Ο έμπορος ερωτεύτηκε
την Ζωή και οι δύο τους έφυγαν από το χωριό. Έμειναν στη πόλη, παντρεύτηκαν,
έκαναν μία κόρη και ζουν μέχρι σήμερα αγαπημένοι και ευτυχισμένοι.
«Εγγόνια
έχουν παππού;» αναφώνησε το κοριτσάκι. Ο Χρήστος κοίταξε για μία στιγμή την
γυναίκα του και ύστερα απάντησε. «Ναι έχουν μία μικρή εγγονή, την Ελένη».
Η Ελένη κατέβηκε από την αγκαλιά του παππού
της και συνέχισε να παίζει με τα τουβλάκια της.
Συγγραφέας: Μαίρη Κάντα - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου