Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε
να τρώω ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη. Ήταν μια συνήθεια που μου είχε μάθει ο
προπάππους μου. Μεγάλωσα μαζί του. Ήμουν μαζί του τις πιο πολλές ώρες της
μέρας. Με αυτόν και με τη θεία μου, την αδερφή της μητέρας μου. Ήταν δυο άνθρωποι
που θαύμαζα πολύ. Τον καθένα για διαφορετικούς λόγους. Ουσιαστικά αυτοί με
μεγάλωσαν και τώρα που προσπαθώ να θυμηθώ τους γονείς μου νιώθω σα να ήρθαν στη
ζωή μου μετά τα δέκα μου.
Το πρωί το περνούσα πάντα με τη θεία μου, πήγαινα σε όλες τις δουλειές μαζί της, ήμουν κατά κάποιο τρόπο το παιδί που δεν απέκτησε ποτέ. Το ίδιο και το μεσημέρι, δεν έτρωγα ποτέ στο σπίτι μου, πάντα με τον προπάππου μου. Πολλές φορές κοιμόμουν και σπίτι του, καθώς έμενε δίπλα μας. Ή στη θεία μου, που έμενε από κάτω. Αισθανόμουν ότι δεν κόλλαγα στο σπίτι μου, ότι δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με τους γονείς μου, όσο βέβαια μπορεί να επικοινωνήσει ένα παιδί 5 και 7 χρονών. Το ίδιο και με τον αδερφό μου. Ήμουν πολύ κλειστό παιδί και με τον καιρό κλεινόμουν όλο και πιο πολύ στον εαυτό μου σα να μη μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν.
Ήταν φορές που ένιωθα ότι οι γονείς μου αγαπούσαν μόνο τον αδερφό μου, όχι απαραίτητα γιατί το εισέπραττα έμπρακτα απ’ αυτούς αλλά γιατί νομίζω έτσι ήθελα να πιστεύω, έτσι ένιωθα εγώ. Πολλές φορές όταν αναφερόμουν στη μητέρα πιο εύκολα στο μυαλό μου ερχόταν η θεία κι ακόμα όταν σκέφτομαι παιδικές αναμνήσεις εκείνη μου έρχεται στο μυαλό. Πάντα παραπονιόμουν, μόνος μου στον εαυτό μου, και αναρωτιόμουν γιατί δε θέλουν να περνάμε πιο πολύ χρόνο μαζί. Η μητέρα μου ήταν πιο κοντά στον αδερφό μου και ασχολούνταν με αυτόν όλη μέρα, με το διάβασμα και άλλα πράγματα και ο πατέρας όλη μέρα δούλευε ή κοιμόταν.
Το μόνο που θυμάμαι απ’ αυτόν όταν ήταν στο σπίτι είναι να κοιμάται. Και με εκνεύριζε τόσο πολύ γιατί δεν είχε καθόλου ενέργεια σαν άνθρωπος. Εγώ ήθελα να παίξω, να φωνάξω και πάντα η μητέρα μου μου έλεγε να κάτσω ήσυχα και να μη φωνάζω ή να μην παίζω για να μην τον ξυπνήσω γιατί είναι κουρασμένος.
Έτσι μέρα με τη μέρα ένιωθα ότι όταν πάω στο σπίτι μου ψυχοπλακώνομαι, ένα σπίτι χωρίς φασαρία, με μια μόνιμη ησυχία, σχεδόν νεκρική. Αντίθετα όταν πήγαινα στον προπάππου μου που ήταν μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος ήταν το αντίθετο. Ήταν ταχυδακτυλουργός και πάντα μου έκανε κόλπα, έπαιζε μαζί μου, μέχρι και γυμναστική κάναμε μαζί. Δεν κουραζόταν ποτέ, εγώ κουραζόμουν πιο εύκολα και τον παρακαλούσα να σταματήσουμε. Τον θαύμαζα τόσο πολύ. Ήταν το πρότυπο μου. Κι όσο τον θαύμαζα τόσο πιο πολύ μου την έσπαγε η συμπεριφορά του πατέρα μου. Εκείνος δεν τον συμπαθούσε. Δεν τον θεωρούσε σοβαρό. Ήταν ένας άνθρωπος, και είναι ακόμα ένας άνθρωπος, που έχει χάσει την παιδικότητα του και που ήθελε αυτό να το περάσει και στα παιδιά του. Εγώ βέβαια αντιδρούσα και πολλές φορές πολύ άσχημα. Πολλές φορές ήθελα να του τραβήξω την προσοχή και ειδικά μεγαλώνοντας γιατί πλέον είχα καταλάβει ότι γονείς μου δεν είναι ο προπάππους μου και η θεία μου. Και έκανα ότι μπορούσα για να τους τραβήξω την προσοχή και την αγάπη. Όχι ότι δε με αγαπούσαν. Αντιθέτως. Εγώ δεν το εισέπραττα όσο ήθελα. Όσο υπερβολικά το είχα συνηθίσει. Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν άνθρωποι σοβαροί, που δεν εκδήλωναν τα συναισθήματα τους, κλειστοί όσο δεν πάει. Θυμάμαι όταν πέθανε ο πατέρας του πατέρα μου (ο άλλος προπάππους μου) μου είχε κάνει πολύ εντύπωση που δεν έκλαψε, που τον έβλεπα ούτε καν να στεναχωριέται. Τότε ο πατέρας μου κλείστηκε περισσότερο στον εαυτό του και άρχισε να καυγαδίζει με τη μητέρα μου και νόμιζα ότι αιτία ήμουν εγώ. Θυμάμαι που τους άκουγα να καυγαδίζουν και να λένε ότι έχω γίνει ανυπόφορος γιατί πραγματικά ήμουν ανυπόφορος. Έκανα ότι μπορούσα για να τραβάω την προσοχή των γονιών μου, του κόσμου, όλων. Το έσκαγα απ’ το σπίτι, έβγαινα κρυφά, έβαζα φωτιές, ένιωθα ότι πνίγομαι, ότι έχω τόση ενέργεια μέσα μου που δεν μπορώ με τίποτα να τη διοχετεύσω μέσα στο σπίτι μου.
Αργότερα η θεία μου παντρεύτηκε. Στεναχωρήθηκα τόσο πολύ. Ένιωθα ότι έπρεπε να συμβιβαστώ στην ιδέα ότι θα την έχανα, πλέον δε θα μπορούσαμε να είμαστε όλη μέρα μαζί, να βγαίνουμε, να με πηγαίνει σχολείο. Και οι γονείς μου μάλωναν ακόμα περισσότερο. Αλλά τότε δεν έφταιγα εγώ, αλλά δεν το καταλάβαινα. Είχα γίνει ενοχικός και νόμιζα πως ότι και να γίνεται σπίτι φταίω εγώ για όλα και άρχισα να υποχωρώ. Πλέον δεν τραβούσα την προσοχή, απλά δεν έκανα τίποτα.
Θυμάμαι ένα ολόκληρο καλοκαίρι το πέρασα μπροστά στην τηλεόραση, βλέποντας κινούμενα σχέδια. Όλη μέρα. Και ταινίες. Μου άρεσαν τα θρίλερ. Έβλεπα όλη μέρα θρίλερ κρυφά απ’ τη μάνα μου βέβαια, δε με άφηνε. Ένιωθα ότι μέσω του φόβου που μου προκαλούσαν ξεσπούσα και ανέβαινε η αδρεναλίνη μου. Δεν έβγαινα στη γειτονιά να παίξω με τα άλλα παιδιά παρά έβλεπα ταινίες και διάβαζα βιβλία. Όλη μέρα. Πολλές φορές δεν κοιμόμουν. Πολλά βράδια είχα εφιάλτες και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Μόνο το σχολείο μου άρεσε, είχε ενοχοποιήσει τη λέξη παιχνίδι και προσπαθούσα να είμαι σοβαρός, το καλό παιδί που δεν κάνει καμία σκανταλιά. Πολλά παιδιά στη γειτονιά με κορόιδευαν και με έλεγαν σπασικλάκι γιατί ήμουν πολύ ώριμος και σοβαρός για την ηλικία μου. Όταν πήγαινα να κάνω κάτι που δεν ήταν και τόσο πρέπον με σταμάταγε αυτόματα η σκέψη, τι θα πει η μαμά, τι θα πει ο μπαμπάς. Και συγκρατιόμουν.
Θυμάμαι πως όταν πέθανε ο προπάππους μου, που πλέον δεν πήγαινα σπίτι του γιατί είχε αρρωστήσει, δε με άφησαν να πάω στην κηδεία ούτε να τον δω και είχα στεναχωρηθεί τόσο πολύ. Και ήμουν σπίτι και έκλαιγα και με είδε ο πατέρας μου και μου είπε ότι δεν πρέπει να το κάνω αυτό. Και πάλι αισθανόμουν ένοχος. Αισθανόμουν πως ότι και να έκανα δεν τους άρεσε, ενώ ότι έκανε ο αδερφός μου ήταν σωστό. Ήταν πάντα σωστός σε όλα σύμφωνα με τον πατέρα μου και εμένα πάντα μου έλεγε ότι προσπαθώ αλλά δεν τα καταφέρνω και αν θέλω να πετύχω πρέπει να προσπαθήσω παραπάνω. Εγώ δεν το καταλάβαινα τότε. Ούτε καταλάβαινα τη στάση του απέναντι μου. Ένιωθε ότι απλά αδιαφορεί. Στον αδερφό μου έδιναν λεφτά να κάνει ότι θέλει (ήταν μεγαλύτερος) και σε μένα ποτέ. Του έπαιρναν ρούχα που μετά τα φορούσα εγώ, όταν πια δεν του έκαναν. Τότε δεν καταλάβαινα ότι ίσως δεν τους έφταναν τα λεφτά να μου πάρουν κι εμένα και νόμιζα ότι απλά δεν ενδιαφέρονται και ότι παίρνω ότι περισσεύει. Δε μου το είχαν εξηγήσει ποτέ, γενικά δε μίλαγαν. Και επειδή είχα κλειστεί κι εγώ τόσο πολύ στον εαυτό μου, δεν ήθελα να τους μιλήσω και να τους πω τι με ενοχλεί γιατί δεν ήθελα να φαίνομαι αδύναμος στα μάτια τους.
Πάντα προσπαθούσα να φαίνομαι ο σούπερ δυνατός που δεν τον ενοχλεί τίποτα, δεν τον πειράζει τίποτα, δε στεναχωριέται με τίποτα, δε χαίρεται με τίποτα. Μερικά πράγματα, τα περισσότερα δηλαδή, τώρα που έχω μεγαλώσει τα καταλαβαίνω απόλυτα. Καταλαβαίνω πολλά πράγματα που δεν καταλάβαινα μικρός και πολλές συμπεριφορές και πολλά λάθη δικά μου και δικά τους. Δεν ξέρω αν αυτός είναι ο λόγος που με ώθησε να γράψω. Νομίζω ότι μέσα απ’ το γράψιμο, υποσυνείδητα θυμάμαι τις στιγμές με τον προπάππου μου και τη θεία μου και νιώθω να γίνομαι παιδί και πάλι. Ίσως απ’ την άλλη να είναι και ένας τρόπος να εκφράσω κρυμμένα συναισθήματα και υποσυνείδητα μηνύματα.
Το πρωί το περνούσα πάντα με τη θεία μου, πήγαινα σε όλες τις δουλειές μαζί της, ήμουν κατά κάποιο τρόπο το παιδί που δεν απέκτησε ποτέ. Το ίδιο και το μεσημέρι, δεν έτρωγα ποτέ στο σπίτι μου, πάντα με τον προπάππου μου. Πολλές φορές κοιμόμουν και σπίτι του, καθώς έμενε δίπλα μας. Ή στη θεία μου, που έμενε από κάτω. Αισθανόμουν ότι δεν κόλλαγα στο σπίτι μου, ότι δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με τους γονείς μου, όσο βέβαια μπορεί να επικοινωνήσει ένα παιδί 5 και 7 χρονών. Το ίδιο και με τον αδερφό μου. Ήμουν πολύ κλειστό παιδί και με τον καιρό κλεινόμουν όλο και πιο πολύ στον εαυτό μου σα να μη μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν.
Ήταν φορές που ένιωθα ότι οι γονείς μου αγαπούσαν μόνο τον αδερφό μου, όχι απαραίτητα γιατί το εισέπραττα έμπρακτα απ’ αυτούς αλλά γιατί νομίζω έτσι ήθελα να πιστεύω, έτσι ένιωθα εγώ. Πολλές φορές όταν αναφερόμουν στη μητέρα πιο εύκολα στο μυαλό μου ερχόταν η θεία κι ακόμα όταν σκέφτομαι παιδικές αναμνήσεις εκείνη μου έρχεται στο μυαλό. Πάντα παραπονιόμουν, μόνος μου στον εαυτό μου, και αναρωτιόμουν γιατί δε θέλουν να περνάμε πιο πολύ χρόνο μαζί. Η μητέρα μου ήταν πιο κοντά στον αδερφό μου και ασχολούνταν με αυτόν όλη μέρα, με το διάβασμα και άλλα πράγματα και ο πατέρας όλη μέρα δούλευε ή κοιμόταν.
Το μόνο που θυμάμαι απ’ αυτόν όταν ήταν στο σπίτι είναι να κοιμάται. Και με εκνεύριζε τόσο πολύ γιατί δεν είχε καθόλου ενέργεια σαν άνθρωπος. Εγώ ήθελα να παίξω, να φωνάξω και πάντα η μητέρα μου μου έλεγε να κάτσω ήσυχα και να μη φωνάζω ή να μην παίζω για να μην τον ξυπνήσω γιατί είναι κουρασμένος.
Έτσι μέρα με τη μέρα ένιωθα ότι όταν πάω στο σπίτι μου ψυχοπλακώνομαι, ένα σπίτι χωρίς φασαρία, με μια μόνιμη ησυχία, σχεδόν νεκρική. Αντίθετα όταν πήγαινα στον προπάππου μου που ήταν μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος ήταν το αντίθετο. Ήταν ταχυδακτυλουργός και πάντα μου έκανε κόλπα, έπαιζε μαζί μου, μέχρι και γυμναστική κάναμε μαζί. Δεν κουραζόταν ποτέ, εγώ κουραζόμουν πιο εύκολα και τον παρακαλούσα να σταματήσουμε. Τον θαύμαζα τόσο πολύ. Ήταν το πρότυπο μου. Κι όσο τον θαύμαζα τόσο πιο πολύ μου την έσπαγε η συμπεριφορά του πατέρα μου. Εκείνος δεν τον συμπαθούσε. Δεν τον θεωρούσε σοβαρό. Ήταν ένας άνθρωπος, και είναι ακόμα ένας άνθρωπος, που έχει χάσει την παιδικότητα του και που ήθελε αυτό να το περάσει και στα παιδιά του. Εγώ βέβαια αντιδρούσα και πολλές φορές πολύ άσχημα. Πολλές φορές ήθελα να του τραβήξω την προσοχή και ειδικά μεγαλώνοντας γιατί πλέον είχα καταλάβει ότι γονείς μου δεν είναι ο προπάππους μου και η θεία μου. Και έκανα ότι μπορούσα για να τους τραβήξω την προσοχή και την αγάπη. Όχι ότι δε με αγαπούσαν. Αντιθέτως. Εγώ δεν το εισέπραττα όσο ήθελα. Όσο υπερβολικά το είχα συνηθίσει. Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν άνθρωποι σοβαροί, που δεν εκδήλωναν τα συναισθήματα τους, κλειστοί όσο δεν πάει. Θυμάμαι όταν πέθανε ο πατέρας του πατέρα μου (ο άλλος προπάππους μου) μου είχε κάνει πολύ εντύπωση που δεν έκλαψε, που τον έβλεπα ούτε καν να στεναχωριέται. Τότε ο πατέρας μου κλείστηκε περισσότερο στον εαυτό του και άρχισε να καυγαδίζει με τη μητέρα μου και νόμιζα ότι αιτία ήμουν εγώ. Θυμάμαι που τους άκουγα να καυγαδίζουν και να λένε ότι έχω γίνει ανυπόφορος γιατί πραγματικά ήμουν ανυπόφορος. Έκανα ότι μπορούσα για να τραβάω την προσοχή των γονιών μου, του κόσμου, όλων. Το έσκαγα απ’ το σπίτι, έβγαινα κρυφά, έβαζα φωτιές, ένιωθα ότι πνίγομαι, ότι έχω τόση ενέργεια μέσα μου που δεν μπορώ με τίποτα να τη διοχετεύσω μέσα στο σπίτι μου.
Αργότερα η θεία μου παντρεύτηκε. Στεναχωρήθηκα τόσο πολύ. Ένιωθα ότι έπρεπε να συμβιβαστώ στην ιδέα ότι θα την έχανα, πλέον δε θα μπορούσαμε να είμαστε όλη μέρα μαζί, να βγαίνουμε, να με πηγαίνει σχολείο. Και οι γονείς μου μάλωναν ακόμα περισσότερο. Αλλά τότε δεν έφταιγα εγώ, αλλά δεν το καταλάβαινα. Είχα γίνει ενοχικός και νόμιζα πως ότι και να γίνεται σπίτι φταίω εγώ για όλα και άρχισα να υποχωρώ. Πλέον δεν τραβούσα την προσοχή, απλά δεν έκανα τίποτα.
Θυμάμαι ένα ολόκληρο καλοκαίρι το πέρασα μπροστά στην τηλεόραση, βλέποντας κινούμενα σχέδια. Όλη μέρα. Και ταινίες. Μου άρεσαν τα θρίλερ. Έβλεπα όλη μέρα θρίλερ κρυφά απ’ τη μάνα μου βέβαια, δε με άφηνε. Ένιωθα ότι μέσω του φόβου που μου προκαλούσαν ξεσπούσα και ανέβαινε η αδρεναλίνη μου. Δεν έβγαινα στη γειτονιά να παίξω με τα άλλα παιδιά παρά έβλεπα ταινίες και διάβαζα βιβλία. Όλη μέρα. Πολλές φορές δεν κοιμόμουν. Πολλά βράδια είχα εφιάλτες και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Μόνο το σχολείο μου άρεσε, είχε ενοχοποιήσει τη λέξη παιχνίδι και προσπαθούσα να είμαι σοβαρός, το καλό παιδί που δεν κάνει καμία σκανταλιά. Πολλά παιδιά στη γειτονιά με κορόιδευαν και με έλεγαν σπασικλάκι γιατί ήμουν πολύ ώριμος και σοβαρός για την ηλικία μου. Όταν πήγαινα να κάνω κάτι που δεν ήταν και τόσο πρέπον με σταμάταγε αυτόματα η σκέψη, τι θα πει η μαμά, τι θα πει ο μπαμπάς. Και συγκρατιόμουν.
Θυμάμαι πως όταν πέθανε ο προπάππους μου, που πλέον δεν πήγαινα σπίτι του γιατί είχε αρρωστήσει, δε με άφησαν να πάω στην κηδεία ούτε να τον δω και είχα στεναχωρηθεί τόσο πολύ. Και ήμουν σπίτι και έκλαιγα και με είδε ο πατέρας μου και μου είπε ότι δεν πρέπει να το κάνω αυτό. Και πάλι αισθανόμουν ένοχος. Αισθανόμουν πως ότι και να έκανα δεν τους άρεσε, ενώ ότι έκανε ο αδερφός μου ήταν σωστό. Ήταν πάντα σωστός σε όλα σύμφωνα με τον πατέρα μου και εμένα πάντα μου έλεγε ότι προσπαθώ αλλά δεν τα καταφέρνω και αν θέλω να πετύχω πρέπει να προσπαθήσω παραπάνω. Εγώ δεν το καταλάβαινα τότε. Ούτε καταλάβαινα τη στάση του απέναντι μου. Ένιωθε ότι απλά αδιαφορεί. Στον αδερφό μου έδιναν λεφτά να κάνει ότι θέλει (ήταν μεγαλύτερος) και σε μένα ποτέ. Του έπαιρναν ρούχα που μετά τα φορούσα εγώ, όταν πια δεν του έκαναν. Τότε δεν καταλάβαινα ότι ίσως δεν τους έφταναν τα λεφτά να μου πάρουν κι εμένα και νόμιζα ότι απλά δεν ενδιαφέρονται και ότι παίρνω ότι περισσεύει. Δε μου το είχαν εξηγήσει ποτέ, γενικά δε μίλαγαν. Και επειδή είχα κλειστεί κι εγώ τόσο πολύ στον εαυτό μου, δεν ήθελα να τους μιλήσω και να τους πω τι με ενοχλεί γιατί δεν ήθελα να φαίνομαι αδύναμος στα μάτια τους.
Πάντα προσπαθούσα να φαίνομαι ο σούπερ δυνατός που δεν τον ενοχλεί τίποτα, δεν τον πειράζει τίποτα, δε στεναχωριέται με τίποτα, δε χαίρεται με τίποτα. Μερικά πράγματα, τα περισσότερα δηλαδή, τώρα που έχω μεγαλώσει τα καταλαβαίνω απόλυτα. Καταλαβαίνω πολλά πράγματα που δεν καταλάβαινα μικρός και πολλές συμπεριφορές και πολλά λάθη δικά μου και δικά τους. Δεν ξέρω αν αυτός είναι ο λόγος που με ώθησε να γράψω. Νομίζω ότι μέσα απ’ το γράψιμο, υποσυνείδητα θυμάμαι τις στιγμές με τον προπάππου μου και τη θεία μου και νιώθω να γίνομαι παιδί και πάλι. Ίσως απ’ την άλλη να είναι και ένας τρόπος να εκφράσω κρυμμένα συναισθήματα και υποσυνείδητα μηνύματα.
Συγγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - Φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου