Υποτίθεται
ότι σήμερα παντρεύομαι. Τελικά δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο γίνεται όλος αυτός
ο ντόρος γύρω από τη μέρα του γάμου σου. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το
συναρπαστικό. «Πολύς λόγος για το τίποτα..» Ακόμα και το είδωλο μου στον
καθρέφτη με έβλεπε κοροϊδευτικά. Όλοι οι υπόλοιποι γύρω μου όμως ήταν
χαρούμενοι. Γιορτές και πανηγύρια, σε βαθμό που μου προκαλούσαν αηδία. Η μάνα
μου με ένα τεράστιο όγκο μαλλιών στο κέντρο του κεφαλιού της - αποτέλεσμα της
ομολογουμένως κακής κομμώτριας - στεκόταν στην κεντρική σκάλα του σπιτιού και
μαζί με έξι - εφτά φίλες της τραγουδούσαν αγκαλιασμένες: «σήμερα γά-, σήμερα
γάμος γίνεται». Ανιαρό ρεπερτόριο. Δεν έλεγαν κάτι σε Βασίλη Καρρά να
στανιάρουμε λίγο; Μόνο έτσι θα μπορούσα να συνέλθω σήμερα. Και γιατί δεν το κάνω εγώ; Ποιος με
εμποδίζει;
Έβγαλα το κινητό από την άσπρη χειροποίητη τσάντα δώρο της κουμπάρας
και φίλης μου Μαρίνας. Τα τεράστια ψεύτικα νύχια που μου είχε κολλήσει με το
ζόρι η αισθητικός με δυσκόλευαν στο να γράψω το όνομα του αγαπημένου μου
καλλιτέχνη, αλλά εγώ τα κατάφερα. Δεν το 'χα και σε πολύ να τα ξεριζώσω και να
μείνω με τα πραγματικά μου! Βασίλης Καρράς! Εδώ είμαστε. Πάτησα την πρώτη
επιλογή χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία στο περιεχόμενο του τραγουδιού και
ακούμπησα το ακουστικό του τηλεφώνου στο αυτί μου, μη θέλοντας να ενοχλήσω την
χορωδία Τρικάλων.
«Αν
αισθάνεσαι μόνη και δεν έχεις κανέναν, αν τα βράδια σε πνίγει η απονιά και το
ψέμα, αν σου φέρθηκαν σκάρτα και με άσχημο τρόπο, κάνε κάτι για σένα, που να
αξίζει τον κόπο... Τηλεφώνησε μου, ίσως νοιώθω έτσι και εγώ, τηλεφώνησε μου,
ίσως να μας βγει σε καλό...»
Κατέβασα το ακουστικό από το αυτί μου και
έμεινα σκεφτική για λίγα δευτερόλεπτα. Βρε λες; Να ακούσω την συμβουλή του
Βασίλη; Η μήπως να κάτσω στα αυγά μου; Σηκώθηκα με μεγάλη δυσκολία από τον
καναπέ λόγω του βαρετού φορτίου που ήμουν αναγκασμένη να σέρνω μαζί μου για το
υπόλοιπο της μέρας. Πραγματικά μπορεί κάποιος να μου υπενθυμίσει τον λόγο που
διάλεξα αυτή την τέντα τσίρκου για νυφικό; Διέσχισα το σαλόνι χαμογελώντας σε
όλους τους συγγενείς που με έβλεπαν περίεργα. Τι στο καλό, δεν ξαναείδαν νύφη να
περπατάει;
«Θέλεις
βοήθεια;» Φώναξε το ραντάρ - κουμπάρα μου, με το που με είδε να αγγίζω το
πόμολο της πόρτας του αποχωρητηρίου.
«Όχι
καλή μου. Νομίζω πως αυτό μπορώ να το διαχειριστώ μόνη μου» .
Να
πηγαίνουμε αγκαλιασμένες προς νερού μας, αυτό έμεινε να κάνουμε σήμερα με το
Μαρινάκι! Ξεφύσηξα δυο τρεις φορές αφού ένοιωθα την κρίση πανικού να στρίβει
ήδη την γωνία και χωρίς να το καλοσκεφτώ κάλεσα τον αριθμό του, ενώ ταυτόχρονα
θαύμαζα το μνημονικό μου που τρία χρόνια μετά μπορούσε με τόση ευκολία να τον
θυμηθεί. Στο τέταρτο χτύπημα και ενώ ήμουν έτοιμη να το κλείσω η απάντηση του
με έκανε να τα χάσω.
«Σε
δέκα λεπτά να είσαι στο μπαρ του Νίκου κάτω από το σπίτι σου».
«Πλάκα
μου κάν...» Πήγε να πει αλλά τον σταμάτησα.
«Νομίζω,
ήμουν ξεκάθαρη. Σε δέκα λεπτά στο μπαρ του Νίκου» .
Άνοιξα
όσο πιο αθόρυβα μπορούσα την πόρτα και προσπάθησα να καταφέρω το ακατόρθωτο! Να
περάσω απαρατήρητη από όλο αυτό το τερατοσυγγενολόι που είχε δώσει σύσσωμο το
παρόν του και έτρωγε με λιγούρα τα τυροπιτάκια και τα καναπεδάκια που είχαμε
φροντίσει να τους τρατάρουμε. Ευτυχώς το πίσω μέρος της κουζίνας οδηγούσε στο
πλυσταριό το οποίο με την σειρά του οδηγούσε στην απόλυτη για μένα όαση. Στην
πίσω πόρτα της αυλής. Βγήκα έξω και άνοιξα την πόρτα της αποθηκής, έβγαλα από
μέσα το παλιό μου ποδήλατο και αφού βεβαιώθηκα πως τα λάστιχα ήταν φουσκωμένα
βόλεψα το νυφικό - τσίρκο Μεντράνο - ανάμεσα στα πόδια μου, τις - να σαί καλά
Θεέ μου - βολικές άκριες της γόβας στα πέταλα και ξεκίνησα για το μπαρ του
Νίκου. Ευτυχώς δεν με πήρε κανένας χαμπάρι,
αλλά ήταν σίγουρο πως σε λιγότερο από δέκα λεπτά, όταν πλέον θα
ανακάλυπταν τη απουσία μου θα με βομβάρδιζαν με κλήσεις. Και άντε τώρα να τους
βρεις δικαιολογία.
«Στον
πρώην μου, παιδιά, μην ανησυχείτε σε δεκαπέντε λεπτάκια θα είμαι πίσω!»
Δεν
γίνονται αυτά τα πράγματα. Προσπερνώ τα ενοχλητικά βλέμματα των περαστικών και μένω
προσηλωμένη στον στόχο μου ο οποίος ευτυχώς είναι δύο στενά πιο κάτω. Πάλι καλά
που είμαστε και γείτονες! Στρίβω το τιμόνι και πατάω τα φρένα με τόση δύναμη
που με πόνεσαν τα χέρια μου. Τέσσερα άτομα είχε όλα κι όλα το μαγαζί του Νίκου.
Και τα τέσσερα κεφάλια είχαν στραφεί προς το μέρος μου. Δεν μπορώ να πω, έκανα
φαντασμαγορική είσοδο! Το τέταρτο κεφάλι, το δικό του, έμεινε να με κοιτάει με
γουρλωμένα μάτια ενώ από τα χέρια του έπεσε
ένα τσιγάρο το οποίο προφανώς προσπαθούσε να στρίψει.
«Πας
καλά;» Ρώτησε με το που με είδε.
«Λέμε
καλά εσύ;» Είπα και στρογγυλοκάθισα στο σκαμπό δίπλα του.
«Βρε
παιδάκι μου σοβαρά τώρα, τι κάνεις εδώ; Και με το ποδήλατο;»
«Δηλαδή
εσένα από όλο αυτό» τόνισα δείχνοντας το νυφικό μου «το ποδήλατο σου έκανε
εντύπωση;» ρώτησα.
«Από
τον καιρό που ήμασταν παιδιά όλο και κάτι έβρισκες για να με εκπλήξεις. Από
ό,τι βλέπω σήμερα, ξεπέρασες τα όρια» αποφάνθηκε ρίχνοντας μια εξεταστική ματιά
πάνω μου ενώ στη συνέχεια έβαλε τα γέλια!
«Τώρα
τι γελάς βλέπεις κάτι αστείο; Κοίταξε κύριε, ξεκαρδίστηκε. Τώρα τι να σου πω;
Δεν φταίει κανείς άλλος! Εγώ φταίω που είπα να έρθω. Άντε γειά» είπα καθώς
τραβήχτηκα για να φύγω.
«Περίμενε!»
φώναξε και με τράβηξε απότομα από το μπράτσο αναγκάζοντας με να καθίσω και πάλι στην θέση μου, «Αν νομίζεις πως και
σήμερα θα φύγεις χωρίς να δώσεις κάποιες εξηγήσεις είσαι γελασμένη».
«Μα
ακριβώς για αυτό το λόγο ήρθα εδώ. Για να σου δώσω τις εξηγήσεις που δεν σου
έδωσα όταν έπρεπε, αλλά από ότι φαίνεται δεν έχεις όρεξη να τις ακούσεις».
«Δεν
νομίζεις ότι είναι λίγο αργά γι’ αυτό;» Ρώτησε ρίχνοντας το βλέμμα του και πάλι
στο νυφικό μου.
«Κάλλιο
αργά παρά ποτέ».
«Φαντάζομαι
πως δεν με έφερες εδώ για να μου μάθεις παροιμίες. Λέγε λοιπόν τι θέλεις να μου
πεις, να τελειώνουμε».
Η
στάση του με έκανε να αναρωτηθώ για το αν τελικά έπρεπε να έρθω ενώ την ίδια
ώρα το πρώτο κτύπημα στο κινητό μου ήταν πλέον γεγονός. Ωραία. Η απουσία μου
μόλις είχε γίνει αντιληπτή.
«Λοιπόν
έχεις δίκιο. Δεν έχω λόγο να βρίσκομαι εδώ. Λάθος μου. Ήθελα απλά να σου πω
πως για ό,τι έγινε τότε δεν φταίω εγώ. Έπρεπε να πάω εξωτερικό για
σπουδές... Βασικά... Δηλαδή... Να η μαμά
μου πίστευε πως... »
«Ξέρω
πολύ καλά τι πίστευε η μαμά σου. Πίστευε πως ένας γιός ψαρά δεν έχει θέση στο
σπιτικό σας και με αυτό τον τρόπο έκανε τη γη πηγή για να μας χωρίσει. Κι εσύ
δεν αντέδρασες. Την άκουσες. Ακόμα και όταν σου σύστησε αυτό το καραγκιόζη τον
γιό του εφοπλιστή που ετοιμάζεσαι να παντρευτείς σήμερα, δεν αντέδρασες. Γιατί
είμαι σίγουρος πως αυτή σου τον σύστησε και εσύ δεν ντράπηκες να φιγουράρεις
πρωτοσέλιδο στα περιοδικά μαζί του λίγους μήνες μετά τον χωρισμό μας».
Τόση ώρα είχα το κεφάλι μου στραμμένο προς το
πάτωμα ακούγοντας τον χωρίς να μιλάω. Τι
μπορούσα να του πω άλλωστε. Είχε
δίκαιο. Απόλυτο δίκαιο. Το κινητό μου είχε πάρει φωτιά. Όπως φωτιά είχε πάρει
και η καρδιά μου όση ώρα τον άκουγα. Ήθελα να φύγω. Έπρεπε να φύγω.. Τίποτα από όλο αυτά δεν είχε πλέον
νόημα.
«Ναι
γρήγορα. Τρέξε. Φύγε για ακόμη μια φορά. Πήγαινε πίσω στον Καραγκιόζη σου.
Είμαι σίγουρος πως θα είσαστε το τέλειο ζευγάρι. Αλήθεια πως έλεγαν την γυναίκα
του Καραγκιόζη; Για να δεις εδώ το έχω» ειρωνεύτηκε ξύνοντας το κεφάλι του και
συνέχισε «α ναι! Αγλαΐα. Σου πάει το Αγλαΐα δεν νομίζεις; Και απάντησε
επιτέλους αυτό το ρημάδι μας πήρε το κεφάλι!»
«Είσαι
βλάκας. Μεγάλος βλάκας. Λάθος, ήταν λάθος που ήρθα να σε δω. Τι σκεφτόμουν Θεέ
μου! Πόσο χαζή είμαι». Απάντησα και ξεκίνησα με τα μάγουλα βρεγμένα για τον
δρόμο της επιστροφής.
«Είναι
η τελευταία σου ευκαιρία. Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να φύγεις; Από το πρωί
κάθεται εδώ και πίνει. Και τώρα εξηγείται το γιατί. Είναι γνωστό πως κανείς δεν
ξεχνά την πρώτη του αγάπη. Πόσο μάλλον όταν ακόμα υπάρχει έρωτας και από τις
δύο πλευρές. Δεν ήρθες τυχαία εδώ κορίτσι μου! Κάτι αναζητάς και εσύ» μου ψιθύρισε
η γκαρσόνα του μαγαζιού αφού με σταμάτησε στην είσοδο, προφανώς επειδή είχε
ακούσει τα πάντα από την «διακριτική» συζήτηση που προηγήθηκε.
Έμεινα ακίνητη με το χέρι ακουμπημένο στην
έξοδο. Το κινητό μου δεν είχε σταματήσει να χτυπάει και να μου υπενθυμίζει ότι
έπρεπε να σταματήσω τα παιγνίδια και να γυρίσω σπίτι. Ποιο είναι το σωστό
τελικά; Το να κάνεις εκείνο που σε προστάζει η καρδιά η να υπακούσεις την
λογική του μυαλού; Είχα ακόμα μια ευκαιρία - ίσως την τελευταία - να διεκδικήσω
επιτέλους εκείνο που πραγματικά ήθελα. Δηλαδή εκείνον. Δεν πρόλαβα να τελειώσω
τις σκέψεις μου και αισθάνθηκα την ανάσα του στο σβέρκο μου νοιώθοντας και πάλι
εκείνη την γλυκιά αναστάτωση στο κορμί που μόνο εκείνος ήξερε να μου προσφέρει.
«Μην
το πολυσκέφτεσαι. Αφού ξέρεις που ανήκεις» ψιθύρισε στο αυτί μου. Και είχε πάλι
δίκιο. Ήξερα πολύ καλά που ανήκω. Έβγαλα το κινητό από την τσάντα και με τα
άβολα εκείνα νύχια, παρακάμπτοντας τις
27 αναπάντητες, έστειλα δύο μηνύματα.
Δύο απολογίες. Μία στον «μέλλοντα» γαμπρό και ένα στην κουμπάρα μου την οποία
είχα ταλαιπωρήσει. Όσο για την μάνα
μου... Ας τα έβγαζε πέρα μόνη της. Ούτως η αλλιώς εκείνη είχε την όλη ευθύνη
για αυτή την κατάντια.
«Εγώ
το καθήκον μου το έκανα. Φέρε εσύ τώρα δύο παγωμένες μπύρες και κάτι να
αφαιρέσω αυτό το ακρυλικό νύχι που μου έχει σπάσει τα νεύρα και νομίζω πως θα
είμαστε πάτσι» πρόσταξα και κάθισα ξανά στο σκαμπό.
Το
χαμόγελο του ήταν η απάντηση σε όλες τις σκέψεις μου και έκανε κάθε αμφιβολία
να εξαφανιστεί. Ίσως για πρώτη φορά στην ζωή μου, παρά τις τόσες συνέπειες που
θα είχα να αντιμετωπίσω, έπραξα το σωστό.
Συγγραφέας: Χαριτίνη Παπαδοπουλου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου