Βραδιάζει! Ένα φως είναι
ακόμη αναμμένο στη σκάλα της πολυκατοικίας, της οδού ¨Αγίου Δημητρίου 1¨, σε
μια ήσυχη συνοικία της Αθήνας.
Έξω ο καιρός, ενώ
έπαιζε το παιχνίδι των τεσσάρων εποχών με εναλλαγές κρύου ζέστης, αποφάσισε τελικά
ότι θα ταίριαζε, Μάρτη μήνα, να ρίξει λίγους πόντους χιόνι ακόμη. Πώς θα
δικαιολογούσε άλλωστε ο πολύγνωμος μήνας τη φήμη του!
Η κύρια Ελένη στην εξώπορτα της
πολυκατοικίας, αφού χαιρετούσε τα παιδιά της και τα αγαπημένα της εγγόνια, τους
έδινε τις τελευταίες συμβουλές, ώσπου με το καλό να φτάσουν στα σπίτια τους.
Τη σέβονταν και την αγαπούσαν την κυρία
Ελένη όχι μόνο τα παιδιά της και τα εγγόνια της που συχνά την επισκεπτόταν,
αλλά και όλη η γειτονιά, όπου χρόνια τώρα ζούσε κοντά τους.
Ευχάριστη,
καλόκαρδη και με πλατύ χαμόγελο καλημέριζε όλους όσους συναντούσε στο διάβα
της, όταν κατέβαινε στην αγορά.
Η προσεγμένη εμφάνισή της, ο πάντα περιποιημένος κότσος της και η
ευγενική της φυσιογνωμία ενέπνεαν αγάπη και καλοσύνη. Η γεμάτη ευγένεια φωνή
της γαλήνευε όσους την άκουγαν και οι συμβουλές της ήταν βάλσαμο γι΄ αυτούς που
τις χρειάζονταν. Γι΄αυτό και δεν έμενε ποτέ μόνη της. Είχε πάντα πολύ κόσμο
γύρω της, κόσμο που χρειάζονταν τη βοήθειά της.
Όλοι γνώριζαν ότι
η κυρία Ελένη ήταν μορφωμένη και έξυπνη γυναίκα, πολύ διαβασμένη, με μεγάλες
προσφορές στα καλλιτεχνικά δρώμενα του τόπου και του πολιτισμού.
«Είναι όμορφο να σε θυμούνται...» μονολόγησε η μοναχική γυναίκα,
κλειδώνοντας την πόρτα του διαμερίσματός της με διπλή κλειδαριά ασφαλείας.
Εδώ και αρκετά
χρόνια έμενε μόνη της παρέα με τα βιβλία της και τις αναμνήσεις της. Δεν είχε
όμως παράπονο. Αγαπούσε τη ζωή όπως και όπου να την πήγαινε, αγαπούσε τη φύση
και σε κάθε ευκαιρία, παρά την ηλικία της, έκανε τις αποδράσεις της σε αυτή.
«Τι καιρός κι αυτός Μάρτης μήνας! Έχει χρόνια να χιονίσει Μάρτη. Αλλά ας
είναι! Κάτι καλό θα αφήσει στο πέρασμά
του ο σκανδαλιάρης μήνας», μονολόγησε και πάλι η κυρία Ελένη.
Ετοίμασε το ζεστό
της γάλα και παρατηρώντας από το παράθυρο τα τελευταία καμώματα του Μάρτη, αναπολούσε και άφηνε τις αναμνήσεις της να
την οδηγήσουν σε άλλους τόπους και άλλες εποχές.
Σε λίγο αναπαυόταν
στην κουνιστή και αναπαυτική γεμάτη μαξιλάρια πολυθρόνα της. Ήταν η φωλιά
της, το ησυχαστήριο της, η γωνιά αυτή
κοντά στο αναμμένο τζάκι δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία.
Μέσα από αυτήν περνούσε σαν κινηματογράφος η
ζωή. Γρήγοροι ρυθμοί, βιαστικοί άνθρωποι κάθε ηλικίας, αυτοκίνητα, μηχανάκια,
κόσμος, φασαρία. Μία ταινία που καθημερινά επαναλαμβανόταν, με διαφορετικούς
όμως κάθε φορά πρωταγωνιστές.
«Πόσες φορές δε
χάζεψα από αυτό το παράθυρο τις αγωνίες του κόσμου, τη βιασύνη τους,
παρατηρούσα τις κινήσεις τους, τη λαχτάρα στο πρόσωπό τους να τα προλάβουν όλα.
Πόσα πράγματα δεν έμαθα παρατηρώντας τους!» σιγοψιθύρισε η κυρία Ελένη.
«Μήπως κι εγώ όμως όταν πρωτόρθα στην
Αθήνα από το χωριό μου τα ίδια δεν έκανα; Mε μια βαλίτσα
γεμάτη όνειρα, αισιοδοξία και λιγοστά ρουχαλάκια, ήμουν αποφασισμένη να αλλάξω
το μέλλον μου, να στύψω τη ζωή και να καρπωθώ ό,τι και όσα μπορούσα από αυτή.
Ζητούσα δουλειά,
ένα καλύτερο μέλλον, μια άνετη ζωή. Να βγάλω την ταμπέλα του «χωριάτη» από
πάνω μου που τόσο εύκολα, οι άνθρωποι της πόλης μας κολλούσαν. Ρετσινιά στο
ρούχο! Ήταν εύκολο μετά να τη βγάλεις;».
Αυτά σκεφτόταν η
κυρία Ελένη και χώθηκε πιο βαθιά στην αναπαυτική της πολυθρόνα. Έκλεισε τα βλέφαρά
της και οι σκέψεις της παραμέρισαν για λίγο, έτοιμη να παραδοθεί στην αγκαλιά
του Μορφέα. «Τι γλυκιά ηρεμία! Σαν εκείνη που απολάμβανα
στο χωριό μου πριν από τόσα χρόνια τα
πρωινά, πριν οι χρυσές ακτίνες του ήλιου αγκαλιάσουν τον τόπο όλo», συλλογίστηκε
και αφέθηκε...
Το κουδούνι της
πόρτας διέκοψε τη γαλήνια αυτή στιγμή και σε λίγο η κυρία Ελένη χαιρετούσε τη
μικρή Μαργαρίτα, κόρη της κυρίας Δέσποινας της διαχειρίστριας.
- Σας έφερα τα
κοινόχρηστα κυρία Ελένη και το βιβλίο που δανείστηκα την προηγούμενη εβδομάδα.
Θα σας ήταν εύκολο να μου δανείζατε ακόμη ένα; Μου έγινε απαραίτητη η ανάγνωση
του βιβλίου κάθε βράδυ πριν πάω για ύπνο. Κι αυτό χάρη σε σας!
Η κυρία Ελένη
χαμογέλασε, χάιδεψε τα χρυσαφένια όλο μπούκλα μαλλιά της μικρής και την οδήγησε
στη βιβλιοθήκη.
- ΄Ελα μικρή μου,
διάλεξε ό,τι επιθυμείς!
Στη θέση της
μικρής Μαργαρίτας κάποιος άλλος θα είχε μείνει έκθαμβος από το δωμάτιο
βιβλιοθήκη. Για τη Μαργαρίτα όμως δεν
ήταν η πρώτη επίσκεψή της στο χώρο αυτό.
Ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο όπου γύρω γύρω οι τοίχοι ήταν ενσωματωμένοι με
ράφια και πάνω σε αυτά βιβλία, βιβλία....πολλά βιβλία. Πολλά από αυτά ήταν γραμμένα από την ίδια την
κυρία Ελένη, με πολλή αγάπη και πολλή σοφία.
Η μικρή αγαπημένη
της κυρίας Ελένης, διάλεξε ένα λογοτεχνικό έργο και με φανερή ευχαρίστηση και
ευγνωμοσύνη, καληνύχτισε τη γυναίκα πρότυπο της.
- Καληνύχτα καλή
μου και ότι χρειαστείς μην ξεχάσεις ότι η κυρία Ελένη είναι εδώ για σένα.
- Καληνύχτα κυρία
Ελένη.
Η γυναίκα κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη
της και κάθισε στο ξύλινο γραφείο της. Κοιτάζοντας γύρω της παρατήρησε ότι όλα
αυτά είναι η ζωή που έζησε. Οι μόχθοι της, η δουλειά της, τα όνειρά της...
Αναπόλησε στιγμές
της μικρής της ηλικίας, όπως ήταν τώρα η Μαργαρίτα, της εφηβείας της, νοστάλγησε στιγμές από την παιδικότητά
της.
«Πόσο αθώα
είμαστε τότε τα παιδιά! Χωρίς ίχνος
πονηριάς και κακίας μέσα μας. Η ανεμελιά ήταν το στοιχείο μας και το παιχνίδι
ήταν το πρώτο μέλημά μας. Ακούραστα παίζαμε στις πλαγιές των λόφων κατεβαίναμε
στο ρέμα και κολυμπούσαμε στο παγωμένο νερό, τρέχαμε στους κήπους της γειτονιάς
και ξεκουραζόμαστε στη βρύση της πλατείας με το γάργαρο νεράκι της. Οι χαρούμενες
φωνές μας αντηχούσαν σε όλη την περιοχή. Μας χαίρονταν οι παππούδες καθισμένοι
γύρω από το γέρο πλάτανο στην πλατεία του χωριού, ακουμπισμένοι πάνω στο
μπαστούνι τους.
Πολλές φορές
βέβαια ενοχλούνταν από τις σκανταλιές μας. Ποιος όμως νοιάζονταν γι΄ αυτό; Τους χαλούσαμε την
ηρεμία τους και τους εμποδίζαμε να ακούσουν τα νέα του χωριού. Βέέέβαια!!! Ο καφενές του μπάρμπα Λάμπρου – λαμπρός
άνθρωπος, είχε και γλειφιτζούρια στον καφενέ του και μας χάριζε κάπου κάπου από
ένα - ήταν το ειδησεογραφικό πρακτορείο. Από εκεί περνούσαν όλα τα νέα, καλά ή
κακά, του χωριού των γύρω περιοχών ακόμη και της πόλης. Αυτά τα μακρινά νέα που
ίσως να μη μας άγγιζαν κιόλας, ταξίδευαν τόσο γρήγορα που πολλές φορές δεν τα
προλαβαίναμε και περιμέναμε τα επόμενα.
Από εκεί περνούσε
πού και πού και ο ταχυδρόμος και μοίραζε με περηφάνια τα λιγοστά γράμματα. Εκεί γίνονταν και τα ανάλογα κουτσομπολιά -
για τις γυναίκες βέβαια η κοινωνική κριτική λάμβανε αλλού χώρα.: στη βρύση για
να πάρουν νερό ή στο ρέμα όπου πήγαιναν για μπουγάδα ή το βράδυ στην καθιερωμένη
βόλτα στο μεγάλο δρόμο προς τον ¨Ντουβρά¨, ή προς το ¨Σταυρό¨ στην άλλη πλευρά
του χωριού, ή προς την ¨Χούνι¨ και την ¨Σουβλόπετρα¨ στην απέναντι πλευρά του
βουνού.
Στον καφενέ λοιπόν
γινόταν και οι εκλογές για να εκλέξουν τον Πρόεδρο, το Γραμματέα και τον Ταμία
του χωριού. Μεγάλες δόξες ο καφενές! Μεγάλες χαρές και ο μπάρμπα Λάμπρος…»,
αυτά συλλογιζόταν η κυρία Ελένη και ένα χαμόγελο μελαγχολίας ζωγραφίστηκε στα
χείλη της.
«Περασμένα
μεγαλεία!» μονολόγησε και σηκώθηκε με κόπο, όχι τόσο από το βάρος των χρόνων
της, αλλά από το βάρος των αναμνήσεων
και κατευθύνθηκε προς το τζάκι. Η φωτιά κόντευε να σβήσει. Η μεσόκοπη γυναίκα την ενίσχυσε με αρκετά
ξύλα κι άκουγε ζαλισμένη τις φλογίτσες να χοροπηδούν σαν να ήταν μικρά
βεγγαλικά που πεταγόταν εδώ κι εκεί.
Άφησε τον εαυτό
της να μαγευτεί από τους ήχους της φωτιάς και τις ζωηρές φλόγες που αναπηδούσαν
και σκέπαζαν η μία την άλλη και παίρνοντας το αγαπημένο της σημειωματάριο και
την τυχερή της πένα ξανακούρνιασε στην πολυθρόνα της.
Τι ήταν αυτό που
ξύπνησε τόσες αναμνήσεις μέσα της; Πώς παρασύρθηκε από μία εποχή και έναν τόπο
που άλλωστε η ίδια δεν άντεχε κι ήθελε να αλλάξει, ακόμη και να ξεχάσει! Μπορεί κανείς όμως να διαγράψει μέρος της ζωής του, γεγονότα που έζησε, καταστάσεις
που αντιμετώπισε και που χαράχτηκαν βαθιά μέσα του;
Και αναρωτώντας
στον εαυτό της άρχισε να καταγράφει εικόνες από το πολυαγαπημένο τελικά χωριό
της. Η πένα της γλίστρησε πάνω στο λευκό χαρτί και η μεγάλη επιθυμία για τον
τόπο της, την οδήγησε σε νέο δημιούργημα.
«Πώς θα μπορούσα
να ξεχάσω το χωριό μου! Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω τις ρίζες μου, τα πρώτα
βήματά μου. Όλα από εκεί ξεκίνησαν.
Η ανατολή του
ήλιου θαρρείς πως το πρώτο της βλέμμα στο χωριό μου ρίχνει. Ανοίγει η μέρα το
φως της και ο τόπος μου φωτίζει από άκρη ως άκρη. Λαμπιρίζουν τα βουνά γύρω και
οι λόφοι γεμίζουν από τα ζωντανά του χωριού και τα σφυρίγματα των βοσκών. Οι
φλογέρες αντηχούν και τα κουδουνάκια ακολουθούν το ρυθμό. Τα πουλιά ξεχύνονται
στον πεντακάθαρο και ολογάλανο ουρανό χαρούμενα και ξένοιαστα.
Το κελάρυσμα του
ποταμού είναι σα να σε καλεί να πας κοντά του και να του κρατήσεις συντροφιά με
αποζημίωση την ηρεμία που θα χαρίσει στην ψυχή σου. Οι συγχορδίες της φύσης σε
μαγεύουν, σε ταξιδεύουν, σε απογειώνουν!».
«Αχ, πόσες φορές
δε βάζαμε στοίχημα για το ποιος θα έφτανε τις πέτρες που πετούσαμε πιο μακριά
και πόσες φορές δεν παρατηρούσαμε ώρες ολόκληρες τους κύκλους που αυτές
σχημάτιζαν πέφτοντας στο νερό!».
Σταμάτησε για λίγο
η κυρία Ελένη να γράφει και σήκωσε ψηλά το κεφάλι της ακουμπώντας στο ύψος της
πολυθρόνας. Νέες εικόνες από τον τόπο της φάνηκαν και πάλι μπροστά της και
χωρίς να χάνει καιρό άρχισε και πάλι την καταγραφή τους.
«Το πράσινο σε
όλες του τις αποχρώσεις, από κάθε λογίς δέντρα κύκλωνε το χωριό μου και του
έδινε τον καθαρό αέρα, την ομορφιά και την διασκέδαση που κάθε στιγμή θα
μπορούσε κανείς να αναζητήσει.
Το μικρό ή μεγάλο
χωριό είναι μια γροθιά με τη φύση. Είναι σε άμεση επαφή. Συνοδοιπόροι στη ζωή.
Και οι ομορφιές του δεν τελειώνουν εδώ!
Το φθινόπωρο η
έκρηξη των χρωμάτων σε ξαφνιάζει ευχάριστα. Το χειμώνα η θαλπωρή του τζακιού,
σε κάθε σπίτι, σε αγκαλιάζει ζεστά και σε κάνει να ονειρεύεσαι. Την άνοιξη
έχουμε γιορτή στο χωριό μας για το ξύπνημα της γης και της φύσης από το βαρύ
χειμώνα και το καλοκαίρι κολυμπούσαμε μέσα στις εναλλαγές της ατμόσφαιρας, με
την αύρα να δροσίζει τους εκατοντάδες ανθρώπους που επισκέπτονται το χωριό για
να απολαύσουν και αυτοί το μεγαλείο του.
Πέτρινα σπίτια που χάνονται μέσα στο
δάσος, σα να παίζουν κρυφτό. Αυλές με πλακόστρωτο διάδρομο, στενές βεράντες,
κατηφορικά δρομάκια και απότομες ανηφοριές… Τι να
πρωτοθυμηθώ!».
«Το μεγάλο
καμπαναριό με την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην πλατεία του χωριού ήταν για
μας τα παιδιά το σημείο συνάντησής μας. Από εκεί ξεκινούσαμε και γυρίζαμε όλο
το χωριό έως το βράδυ που θα ακούγονταν οι φωνές των μανάδων από την πάνω και
την κάτω γειτονιά. Τότε μόνο καταλαβαίναμε ότι ήρθε η ώρα να μαζευτούμε στα
σπίτια μας.
Απολαμβάναμε όλη
τη μέρα τις μυρουδιές από το φρέσκο ψωμί που έψηναν οι νοικοκυρές και που
πολλές φορές μας προσέφεραν, ανεβαίναμε στα δέντρα και τρώγαμε τους καρπούς
τους και όταν διψούσαμε τρέχαμε στις πηγές με το γάργαρο νερό. Αυτό σημαίνει
ανέμελη ζωή!».
Ένα δάκρυ πρόβαλε
στην άκρη του ματιού της και όσο περνούσε η ώρα και τα σκεφτόταν όλα αυτά, τόσο
μεγάλωνε η επιθυμία της για επιστροφή στο χωριό της.
«Και όμως εγώ
τότε είχα άλλη άποψη γι΄αυτό», συνέχισε η κυρία Ελένη γράφοντας με μεγαλύτερη
ζωντάνια προσπαθώντας να μη παραλείψει τίποτα από τις αναμνήσεις της.
«Για μένα η ζωή
αυτή ήταν ελάχιστη, ανιαρή. Ήθελα περισσότερα. Ήθελα τη μεγάλη πόλη που θα μου
έδινε ό,τι ζητούσα ό,τι δεν μπορούσα να βρω στο χωριό μου.
- Θα δουλέψω
σκληρά έλεγα στους γονείς μου και θα σας πάρω από εδώ. Να φύγετε από τις
ελλείψεις του χωριού και από τα τόσα λίγα που σας προσφέρει!
Δεν γνώριζα όμως
ότι η ζωή στην πόλη είναι σκληρή, περιοριστική, δεσμευτική και πολύ
περισσότερο, απαιτητική. Η πόλη ¨ροκανίζει¨ σιγά σιγά τις ελεύθερες σκέψεις
μας, κατευθύνει το νου μας και εγκλωβίζει την πρωτοβουλία μας. Υπόσχεται,
προτρέπει, παρακινεί πλανεύει, μαγεύει με την ομορφιά και τα κάλλη της. Έχει πολλά να δώσει, μα αναλογίστηκε κανείς
πόσα στερεί;».
Βαριές οι τελευταίες σκέψεις για την κυρία
Ελένη. Σηκώθηκε από την αναπαυτική της θέση και πήγε κοντά στην τζαμαρία. Το
χιόνι έπεφτε με πιο αργούς ρυθμούς μα κανείς δεν κυκλοφορούσε έξω.
«Στο χωριό μου,
ακόμη και αυτήν τη ώρα σε αντίστοιχη περίπτωση όλοι θα ήταν έξω και θα
χαίρονταν το χιόνι με χιονοπόλεμο, έλκηθρο και άλλα παιχνίδια!», αναλογίστηκε
και η ματιά της έμεινε να κοιτά το βάθος του δρόμου.
«Και τι με
κρατάει εδώ και δεν γυρίζω πίσω;», μονολόγησε.
«Τα παιδιά μου
έχουν τη ζωή τους. Άλλες υποχρεώσεις δεν έχω. Το σπίτι μου στο χωριό με
περιμένει…Μα πώς να φύγω και
από εδώ; Τα περισσότερά μου χρόνια εδώ τα πέρασα. Χαρές, λύπες, αγωνίες, σκληρή
δουλειά, αναγνώριση…».
Τις σκέψεις της διέκοψε το τηλέφωνο που
χτύπησε.
«Μαμά, εμείς
είμαστε. Φτάσαμε. Μαμά είσαι καλά;», ακούστηκε μία φωνή στην άλλη άκρη του
καλωδίου.
«Ναι, ναι, όλα καλά. Φτάσατε; Ωραία. Θα τα πούμε αύριο
πρώτα ο Θεός. Καλό βράδυ μωρό μου»,
βιάστηκε να απαντήσει και να κλείσει το τηλέφωνο η κυρία Ελένη για να
συνεχίσει.
«Όμορφος τόπος
και η Αθήνα! Δεν έχω κανένα παράπονο από την πόλη και τους κατοίκους της. Η σπάνια ομορφιά άλλωστε
του κάθε τόπου κρύβεται στις ρίζες του, στην ιστορία του, στους αγώνες τους στα
ήθη και στα έθιμά του καθώς και στη γλώσσα του και φυσικά στους ανθρώπους του. Βέβαια οι άνθρωποι
του χωριού διαφέρουν από τους ανθρώπους της πόλης. Οι άνθρωποι του
χωριού είναι ανοιχτοί, απλοί, αυθόρμητοι, φιλικοί, γνωστοί μεταξύ τους. Τα
προβλήματά τους τα αντιμετωπίζουν όλοι μαζί με αισιοδοξία και υπομονή.
Ο καθένας
επηρεάζεται από τον τόπο που ζει και ανάλογα φέρεται. Μόνο θετική ενέργεια,
ελευθερία και ανεμελιά θα μπορούσε να πάρει κανείς από τα πάμπολα και πανέμορφα
χωριά της πατρίδας μας. Στον χωριό
ακολουθείς αργούς ρυθμούς, χαλαρώνεις, μπορείς να αντιλαμβάνεσαι τα
συναισθήματά σου.
Κατανοείς το εαυτό
σου γιατί έχεις χρόνο να τον ακούσεις, νιώθεις τις ανάγκες σου και δεν τις
παραβλέπεις, βάζεις ¨πολύ νερό στο κρασί σου¨ σε θέματα που σε απασχολούν,
γιατί παύεις να είσαι άκαμπτος και απόλυτος. Παύεις να είσαι σφιγμένος γιατί
ακούγοντας τους ήχους της φύσης, ξεδιπλώνεσαι. Ατενίζεις τη ζωή με άλλο βλέμμα!
Δε φοβάσαι το θάνατο.
Και όλα αυτά γιατί
η φύση είναι αγκαλιά με το χωριό και αναδύουν την αύρα της θετικής ενέργειας».
- Τώρα το βλέπω
καθαρά. Αυτό που ήθελα να κάνω το έχω ήδη ολοκληρώσει. Οι επιθυμίες και τα
όνειρά μου έχουν πραγματοποιηθεί. Αυτό που μένει είναι να απολαύσω την
υπόλοιπη ζωή μου, σε ένα διαφορετικό
περιβάλλον, είπε φωναχτά η κυρία Ελένη σα να ήθελε να ακούσει και ο ίδιος ο
εαυτός τις σκέψεις της.
- Το αποφάσισα! Θα
κάνω Πάσχα στο χωριό μου. Πόσα χρόνια έχω να πάω! Η Μεγάλη βδομάδα είναι γεμάτη
κατάνυξη και η λειτουργία στην εκκλησία του χωριού συγκεντρώνει όλο το χωριό.
Εκεί θα νιώσω το αληθινό Πάσχα.
Τώρα είναι η
ευκαιρία. Θα απολαύσω τις ομορφιές του τόπου μου, θα ξαναζήσω τα ήθη και τα
έθιμα και θα δω φίλους και συγγενείς.
Θα μείνω εκεί ως
το καλοκαίρι, ίσως θα πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα, ίσως μείνω και για πάντα στο
χωριό μου, ίσως… Ίσως…
Δεν ξέρω. Η λέξη
¨πάντα¨ άλλωστε όσο μικρή κι εάν είναι, τόσο δύσκολη είναι στην εφαρμογή της.
Είναι δέσμευση, που πολλές φορές αποδεδειγμένα δεν έχει εφαρμοστεί ως το τέλος.
Δεν ξέρω! Μήπως είναι η
δύναμη της ρουτίνας που με κρατά εδώ; Μήπως η ίδια η ζωή; Αχ Θεέ μου, γιατί
άργησα τόσο να καταλάβω πόσο πολύ μου λείπει το χωριό μου;
- Θα μπορέσω να
ξαναπάω στο ελαιοτριβείο του παππού μου που χρόνια τώρα δουλεύει και χαρίζει το
λάδι και ατέλειωτες μυρωδιές από τον ευλογημένο αυτό καρπό.
Παλιότερα
παρακολουθούσα όλη την διαδικασία. Από το όργωμα του χωραφιού, το βοτάνισμα, το
μάζεμα της ελιάς, όλα.
- Θα πάω και στην
κυρία Μαρία που παλιότερα μου έβαζε στον αργαλειό της για να υφάνω. Παρά τον
αιώνα της ακόμη και τώρα προσφέρει και είναι καλά στην υγεία της. Να φταίει
άραγε το κλίμα του χωριού ή οι παλιοί έχουν γερό κόκαλο, όπως πολλοί λένε;
- Θα βρεθώ και στη
στάνη του μπάρμπα Γιώργου να με τρατάρει φρέσκο καλοφτιαγμένο τυρί. Από παντού
έρχονται για να αγοράσουν τη θεϊκή αυτή νοστιμιά!
- Θα ξαναγευτώ
όλες τις ¨νοστιμιές¨ του τόπου. Φρέσκα προϊόντα, καθαρό οξυγόνο, ξένοιαστα
απογεύματα, ξεκλείδωτες πόρτες, καταπράσινη φύση, ανεμελιά δίχως άγχος.
- Θα μείνω και για
το μεγάλο πανηγύρι του χωριού προς τιμήν του Αγίου μας και του Αϊ Λια.
Γλέντια, χορούς, όργανα στην πλατεία του χωριού και
στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, φαγοπότι…
Θα τα ζήσω ξανά
μετά από τόσα χρόνια! Πόσο κόσμο θα δω και πόσα νέα θα μάθω για τις ζωές
τους!
Η κυρία Ελένη τώρα δεν τα σκεφτόταν όλα αυτά
απλά, αλλά μονολογούσε δυνατά, πήγαινε
ανήσυχη πάνω κάτω έκανε χειρονομίες, σα να ήταν κάποιος δίπλα της και ζητούσε
τη βοήθειά του για το ποια απόφαση τελικά θα έπαιρνε.
Μέσα σε λίγες ώρες όλη η ζωή πέρασε από
μπροστά της. Αναλογίστηκε τα θετικά και τα αρνητικά της πόλης και τα αντίστοιχα
του χωριού και έκανε την ανάλογη ¨απογραφή¨.
Πριν καλά καλά ξημερώσει η κυρία Ελένη με
μια βαλίτσα στο χέρι κατευθύνονταν με σταθερά και σίγουρα βήματα προς το
σταθμό.
Η ευτυχία ήταν
ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και κανείς και τίποτα πια δε θα την εμπόδιζε να
γυρίσει πίσω στις ρίζες της, για να ζήσει μια ζωή, όσο ακόμη προλάβαινε, που
δεν είχε ζήσει και που τώρα ξεδιπλώνονταν μπροστά της…
Συγγραφέας: Ελένη Μπλιούμη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου