Βρήκα
τον εαυτό μου μουδιασμένο, να κάθεται στην καρέκλα του αδειανού δωματίου. Θέλησα
να του μιλήσω αλλά σκέφτηκα πως θα είναι πολύ απασχολημένος. Μέρα-νύχτα σκεφτόταν.
Ήξερε επίσης καλά να κρύβει, την χαρά και την θλίψη βαθιά μέσα του. Είχε
ακουμπήσει το κεφάλι του στην πλάτη της καρέκλας, ενώ με τα δάκτυλα του
χτυπούσε το τραπέζι με ρυθμό απαλό, μελωδικό. Τον κοιτούσα αμήχανα για πολύ ώρα.
Μιλιά δεν έβγαζε από το στόμα του. Μονό κοιτούσε και η σκέψη του χανόταν κάπου
στο άπειρο, σε μέρη φανταστικά.
Μου ήταν
δύσκολο να δεχτώ, πως ο φίλος μου βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση. Είπα να ψάξω
βαθιά μέσα στο μυαλό του. Σε αυτόν τον πολυδιάστατο και ασταμάτητο μηχανισμό
της σκέψης, εκείνου του περίεργου εαυτού μου. Έψαχνα να βρω έναν λόγο, μια αιτία,
ένα σκοπό η κάποιο όνομα. Μάταια όμως… Δεν βρήκα τίποτα, διοτι το απόλυτο κενό βασίλευε
μέσα σε τούτο τον βασανισμένο νου. Έφυγα…. Είπα να κάνω τώρα μια απόπειρα και
να κοιτάξω στην καρδιά του. Αυτό ήταν το μέρος όπου κρατούσε κλειδωμένα όλα τα
μυστικά του.
Η πόρτα
ήταν ανοιχτή και τα σκουριασμένα δεσμά της είχαν σπάσει και κείτονταν στο χώμα.
Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που κάποιος είχε διαβεί αυτόν τον τόπο.
Λες να είχε κάποιον επισκέπτη; Σκέφτηκα και έπειτα προχώρησα στο εσωτερικό του κόσμο.
Το μέρος ήταν μισογκρεμισμένο και γεμάτο από συντρίμμια. Τι να ήταν αυτό που να
προκάλεσε όλη αυτή την καταστροφή; Πρέπει να ήταν πριν πολύ καιρό, αλλά ποτέ εκείνος
δεν μπήκε στον κόπο να συμμαζέψει αυτό το χάλι.
Έμοιαζε
με σπηλιά θαρρώ…. Τότε εγώ χωρις να χάσω χρόνο, ακολούθησα το σκοτεινό μονοπάτι,
με την περιέργεια και το άγχος μου να οργιάζουν, για το τι επρόκειτο να συναντήσω.
Αφού λοιπόν περιπλανήθηκα για αρκετή ώρα
στο σπήλαιο της ερημωμένης του καρδιάς, βρέθηκα μπροστά από μια λίμνη. Το χρώμα
της ήταν βαθύ κόκκινο, ενώ τα νερά της κόχλαζαν απειλητικά σαν κάτι να τα ανατάραζε.
Μια φλόγα έκαιγε και ζέσταινε το εσωτερικό της. Θυμάμαι πιο παλιά που μου είχε μιλήσει
εκείνος ο αινιγματικός μου φίλος, για την λίμνη της αγάπης. Μα ποτέ του δεν μου
είχε αναφέρει για το χρώμα της ή για εκείνη την φλόγα. Συνέχιζα να κοιτάζω σαστισμένος
την γοητευτική λίμνη, μέχρι που αντίκρυσα κάτι το οποίο κολυμπούσε στα νερά
της. Το θέαμα ήταν απερίγραπτο και εξωπραγματικό. Μεγάλη σιωπή με κατέλαβε ύστερα
από αυτό που είδα. Με κοίταξε με εκείνο το απόκοσμο βλέμμα της, με εκείνα τα μάτια
που μου πάγωσαν κατευθείαν την ανάσα και ένιωσα ένα ρίγος να μου διαπερνά την σάρκα
και να τρυπάει τα κόκκαλα.
Όταν βγήκα
πάλι στην επιφάνεια, βρήκα τον εαυτό μου. Ήταν όπως τον είχα αφήσει. Τον χαιρέτησα
αλλά πάλι δεν μου έδωσε σημασία. Κούνησα το κεφάλι μου συμπονετικά και έφυγα. Ήξερα
τι τον προβλημάτιζε. Εκείνο που αντίκρυσα και με έκανε να μείνω παγωμένος και
χωρις λαλιά για αρκετή ώρα ήταν κάτι το φανταστικό. Κάθε ανθρώπινη έννοια ερχόταν
σε ρήξη με αυτό που είδα. Το υπερφυσικό είχε περάσει την θύρα της καρδιάς του. Ήταν
πράγμα που δεν το χωρούσε το μυαλό σου. Η αιτία όμως δεν ήταν εκείνη. Αντιθέτως
αυτή μονό χαρά μπορούσε να του δώσει. Η απουσία της έφταιγε και ήταν αυτό που
τον κατέτρωγε.
Για εκείνον
ένα μεγάλο μέρος της άνηκε σε εκείνη την λίμνη. Ο ίδιος την είχε αφήσει να
περάσει τις πύλες του σκοτεινού σπηλαίου με σκοπό να το φωτίσει και να το
ζεστάνει. Όμως ένα πολύ μικρό μέρος της άνηκε κάπου αλλού και αυτό τον είχε
βυθίσει στις μαρτυρικές του σκέψεις. Αυτός το έψαχνε, το αναζητούσε καθημερινά.
Ένας ακατάπαυστος αγώνας για να γίνει εξ ολοκλήρου δικιά του. Που θα έφτανε άραγε
αυτός του ο πόθος για να το κατακτήσει; Αυτό δεν το γνώρισε κανείς. Πάντως αυτή η λουόμενη νεραΐδα
κατοικούσε τον τελευταίο καιρό μέσα σε εκείνα τα ερημικά χαλάσματα. Η φλόγα που
έκαιγε σε εκείνη την αναταραγμένη λίμνη, θα έκαιγε για πολύ καιρό ακόμα.
Πλέον,
εγώ και ο φίλος μου, έχοντας συνάψει συμμαχία αίματος, έπρεπε μαζί να συνεχίσουμε
το ταξίδι της κατάκτησης εκείνου του ονείρου, που ήταν η ευτυχία της ζωής μας
και προσωποποιούταν στο πρόσωπο εκείνης της γλυκιάς οπτασίας.
Συγγγραφέας: Κωνσταντίνος Σείριος - Σπουδαστής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου