-Γιατί επτά φέτες σήμερα; ρώτησε και το μέτωπό του ήταν ζαρωμένο, σαν να τον είχε προσβάλει με αυήν την χειρονομία. Ο σερβιτόρος, τον κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο και σήκωσε το φρύδι. Ύστερα, έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και απομακρύνθηκε.
Είχε καταβροχθίσει τις έξι φέτες ψωμιού και έπιασε την έβδομη να την αλείψει με μαρμελάδα. Εκείνη την στιγμή, ήρθε στο μυαλό του το όνειρο που είδε το πρωί και τον έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι. Επτά βενετσιάνοι στρατιώτες, με τις παραδοσιακές τους στολές, τα μπλε πανωφόρια, τα λευκά παντελόνια και τα τριγωνικά καπέλα, τον καταδίωκαν και τον χλεύαζαν. Όποιο δρομάκι κι αν ακολουθούσε, όποια γέφυρα κι αν διέσχιζε, τους έβρισκε μπροστά του. Οι στρατιώτες τον έδειχναν και γελούσαν μεταξύ τους, ενώ αυτός, ανήμπορος να τους ξεφύγει, βυθιζόταν στην απελπισία και την φρίκη. Μια φυλλάδα της εποχής που βρέθηκε στα πόδια του, παρασυρμένη από τον άνεμο, μαρτυρούσε, στο πάνω μέρος της σελίδας και με μεγάλα έντονα γράμματα, το έτος 1777. Στο κρεβάτι, είχε σχηματιστεί μια λίμνη από τον ιδρώτα και βαριανάσαινε ακόμα, όταν κοίταξε το ρολόι. Επτά ακριβώς!
Τα χέρια του έτρεμαν και η φέτα ψωμιού έπεσε στον δίσκο. Έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα, για να σηκωθεί, και από το σύρσιμο ακούστηκε ένας ενοχλητικός, δυνατός, οξύς ήχος που έκανε τους υπόλοιπους πελάτες να κοιτάξουν προς το μέρος του. Ένα αντρόγυνο γελούσε. Οι δύο άντρες, από το διπλανό τραπέζι, τον κοίταξαν με μια πρωτοφανή αγριότητα και ψιθύριζαν, με το βλέμμα τους καρφωμένο πάνω του. Πέταξε τα επτά ευρώ στο τραπέζι και είδε τον σερβιτόρο, που στεκόταν στην άκρη του μπαρ, να κουνάει το κεφάλι του απογοητευμένος. Βγήκε στον δρόμο ενώ έτριβε τα μάτια του από αμηχανία.
Περπάτησε μέχρι την οδό Γκούσταβ Στράους, τρία τετράγωνα παρακάτω. Εκείνες τις πρωινές ώρες, ο κόσμος πλημμύριζε τους δρόμους στο κέντρο και γύρω από αυτό. Όσες φορές κι αν έκανε στην άκρη για να περάσει κάποιος περαστικός, υπήρξαν πολλοί που έπεσαν πάνω του ή τον σκούντηξαν. Ένοιωθε παρείσακτος, σαν να μαζεύτηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης και αποφάσισαν να τον μισήσουν.
Με αργό βηματισμό και σκυμμένο το κεφάλι, έφτασε στην οικία με το νούμερο 7. Χτύπησε το κουδούνι που έγραφε : ΔΡ ΕΡΝΕΣΤ ΠΦΙΣΤΕΡ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ-ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ. Η οικιακή βοηθός, αφού τον περιεργάστηκε από την κορυφή μέχρι τις σόλες των παπουτσιών του, του έγνεψε να εισέρθει. Ο Πφίστερ τον υποδέχτηκε στο γραφείο του με μια θερμή χειραψία και έκλεισε πίσω του την πόρτα.
-Το νούμερο επτά ε; επανέλαβε ο ψυχολόγος και χαμογέλασε.
Ο Πφίστερ και ο ασθενής
συζήτησαν όλα όσα συνέβησαν στον δεύτερο, από το άσχημο όνειρο, μέχρι την
στιγμή που τον υποδέχτηκε η οικιακή βοηθός, με αυτήν την απάθεια. Ο γιατρός
όμως δεν έδειχνε να ακούει. Είχε σταθεί μπροστά στο παράθυρο και κοιτούσε τα
δέντρα στο μικρό πάρκο, ακριβώς απέναντι από την οικία του. Καλοντυμένοι
ηλικιωμένοι άντρες έκαναν την βόλτα τους και απολάμβαναν το ηλιόλουστο, ανοιξιάτικο
πρωινό.
«Θα μου λείψει αυτή η
θέα» μονολόγησε ο Πφίστερ.
-Ορίστε;
-Κοίτα… δεν σε κάλεσα για την
εβδομαδιαία συνεδρία. Ήθελα να σου πω ότι δεν θα μπορώ να σε δέχομαι από δω και
στο εξής.
-Μα.. γιατί; τι έγινε; έκανα
κάτι; πως θα με αφήσεις έτσι; δεν βλέπεις τι μου συμβαίνει; ρωτούσε ο ασθενής
ενώ βρισκόταν κι αυτός μπροστά στο παράθυρο. Τράβηξε τον γιατρό άγαρμπα από το
χέρι για να του μιλήσει πρόσωπο με πρόσωπο.
-Μου πρόσφεραν μια θέση στο
Πανεπιστήμιο Κα’ Φοσκάρι της Βενετίας. Δέχτηκα και αναχωρώ μέσα στην εβδομάδα.
Όσο για το σημερινό, μην ανησυχείς, είναι απλά μια άσχημη μέρα, απάντησε και
ακούμπησε το χέρι του στοργικά στον ώμο του ασθενή.
Οι δύο άντρες αποχαιρετίστηκαν
και ο ασθενής ευχήθηκε στον αγαπημένο του γιατρό να έχει καλή συνέχεια στην ζωή
του. Δεν το εννοούσε. Μετά πήρε ένα ταξί του οποίου η πινακίδα τελείωνε,
φυσικά, σε επτά.
Συγγραφέας: Βασίλης Μυλωνάς - Σπουδαστής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου