Η Έλλη προχωρούσε χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα γύρω της. Δεν υπήρχε κάτι να παρατηρήσει άλλωστε, περνούσε από αυτό το δρόμο καθημερινά πηγαίνοντας στη δουλειά.
Δεξιά, ένας γωνιακός φούρνος και έπειτα πολυκατοικίες. Αριστερά, ένα τεράστιο γκρι κτήριο, όμοιο με φυλακή, το οποίο κάλυπτε όλο το στενό. Αυτός ο δρόμος θύμιζε τη ζωή της. Άλλοτε ήταν μοσχομυριστή, όπως τα αρτοσκευάσματα στο φούρνο και άλλοτε μουντή, όπως το κτήριο στην απέναντι πλευρά.
Η Έλλη
κοίταξε αδιάφορα προς τα δεξιά της και σταμάτησε απότομα. Στην άκρη ενός
κτηρίου, τριγυρισμένο από κάγκελο, βρισκόταν ένα νεκρό χελιδόνι. Της φαινόταν
τόσο παράταιρο να βρίσκεται εκεί, πάνω στο παγωμένο τσιμέντο. Η Έλλη είχε
μεγάλη αγάπη για τα πτηνά και μπορούσε να καταλάβει πως επρόκειτο για ένα νεαρό
πτηνό, ίσως να έπεσε και από τη φωλιά του και να μην κατάφερε ποτέ να ανοίξει
τα φτερά του.
Από τότε,
το μικρό αυτό χελιδόνι έγινε το σύμβολο της αποτυχίας για εκείνη. Ήταν νεοσσός,
είχε όλη τη ζωή μπροστά του να πετάξει στους ουρανούς και να ανακαλύψει τον
κόσμο. Κοίτα όμως πού κατέληξε, πριν καν φτερουγίσει για πρώτη φορά. Ο δρόμος
για τη δουλειά είχε πλέον αποκτήσει μία νέα, νοσηρή περιέργεια. Μόλις έφτανε σε
εκείνο το σημείο, η Έλλη κοιτούσε την κατάσταση του πτηνού και την αξιολογούσε.
Όσο όμως
περνούσε ο καιρός και η καθημερινότητα της Έλλης γέμιζε προβλήματα, δεν ήθελε
πια να κοιτάει το χελιδόνι. Η δική του αποτυχία είχε γίνει και δική της. Όσο
και αν προσπαθούσε να ανοίξει τα φτερά της, έβρισκε εμπόδια και έπεφτε κάτω. Το
μοτίβο επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά και το χελιδόνι ήταν κάθε μέρα εκεί να της
θυμίζει τις ήττες της.
Ώσπου
μια μέρα, η Έλλη πέρασε από το γνωστό σημείο αποφασισμένη. Κράτησε το βλέμμα
της ευθεία μπροστά, δεν παραστράτησε ούτε λίγο. Δεν ήθελε πια να βλέπει το σώμα
του πτηνού, δεν ήθελε να το παρατηρεί. Αυτό συνεχίστηκε για πολλές μέρες και
δεν ήταν πάντοτε εύκολο να στρέψει το βλέμμα της αλλού.
Μία
μέρα από τις πολλές, η Έλλη στην προσπάθεια της να αποφύγει το χελιδόνι,
κοίταξε το γκρίζο κτήριο απέναντι. Στο πεζοδρόμιο υπήρχαν ανθισμένες
πορτοκαλιές οι οποίες κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το στενό. Πώς της είχε περάσει
απαρατήρητη τόση φυσική ομορφιά; Περνούσε από εδώ κάθε μέρα, όμως είχε
απορροφηθεί τόσο πολύ από την αρρωστημένη της συνήθεια να έρχεται κατάματα με
τις αποτυχίες της, που αγνοούσε οτιδήποτε καλό συνέβαινε γύρω της.
Ένιωσε ένα διακόπτη να γυρίζει στο μυαλό της
και συνειδητοποίησε πόσο εύκολη είναι τελικά η αισιοδοξία. Δεν ήταν αναγκαίο να
περιμένει τη λύτρωση για να αποκτήσει μία πιο θετική αντιμετώπιση στη ζωή της.
Μπορούσε να αναγνωρίσει την ύπαρξη των προβλημάτων της, ακριβώς όπως αναγνώριζε
τη φυσική ύπαρξη του άσχημου οικοδομήματος απέναντι της. Δε χρειαζόταν όμως να
αφήσει την ασχήμια του να τη καταπιεί, αλλά να εκτιμήσει και την ομορφιά που
υπάρχει μπροστά της. Ένα γύρισμα του κεφαλιού της ήταν αρκετό, για να διώξει
τις άσχημες σκέψεις που της προκαλούσε το νεκρό χελιδόνι και να εκτιμήσει το
χρώμα των πορτοκαλιών και των λευκών μπουμπουκιών του δέντρου.
Μέχρι
τότε φορούσε παρωπίδες και άφηνε τον εαυτό της να βυθιστεί σε έναν ωκεανό
προβλημάτων. Αν όμως γύριζε να κοιτάξει λίγο πιο δίπλα, μπορούσε να δει μια
μακρινή ακτή. Και αυτό της ήταν αρκετό. Η Έλλη προχώρησε δυναμικά προς τη
δουλειά με μια νεοαποκτηθείσα πίστη και αυτοπεποίθηση. Και από τότε, όταν
έφτανε σε αυτό το δρόμο, είχε μάτια μόνο για τα λουλούδια και τα ζωηρόχρωμα
πορτοκάλια.
Συγγραφέας: Κωνσταντίνα Κορδά -
Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου