Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

"Έκπτωτος" της Μαρίας Κόνιαρη


«Αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που χάνεις», σκέφτηκε ο Αλέξης Βρυώνης ενώ περπατούσε κάτω από τις ανθισμένες νεραντζιές. Τα αρώματα από τα λουλούδια που έδιναν το στίγμα της Άνοιξης στο Κέντρο της Αθήνας έμοιαζαν με άρωμα θανάτου γι’ αυτόν. Υπάρχουν πολλές στιγμές θανάτου μέσα στη ζωή. Εκείνη η αίσθηση ότι ο κύκλος κλείνει όλα γύρω γκρεμίζονται και τίποτα δε θα είναι το ίδιο.
Μπήκε στο ασημένιο πολυτελές αυτοκίνητο, τα πόδια του έτρεμαν ήταν αδύνατον να οδηγήσει. Αλλά που να πήγαινε; Πώς να έλεγε στη γυναίκα του εκείνο το δυσάρεστο νέο; Και πολύ περισσότερο στα πεθερικά του και ας ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να τον βγάλουν από το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν.
Μια μυρωδιά από σουβλάκια αναδυόταν από το σουβλατζίδικο της γωνίας. Έκλεισε το παράθυρο του αυτοκινήτου εκνευρισμένος. Από μακριά διέκρινε τις σιλουέτες των υπαλλήλων που πήγαιναν να γιορτάσουν με σουβλάκια και ούζα την απαλλαγή τους από τον «τύραννο». Μαζί τους και ο Βαγγέλης Αποστόλου εκείνο το ανθρωπάκι με τα χοντρά γυαλιά πάνω στην τεράστια μακριά μύτη, που την επόμενη μέρα θα βούλιαζε στη δερμάτινη πολυθρόνα του Γενικού Διευθυντή. Και εκείνος έκπτωτος διωγμένος από τον παράδεισο της εξουσίας και καταδικασμένος να κάθεται σε κάποια ταπεινή καρεκλίτσα σε ένα γραφείο γεμάτο χαρτιά που θα το μοιραζόταν με άλλους πέντε από αυτούς που περιφρονούσε και τους το έδειχνε με κάθε ευκαιρία με το παγερό, απαξιωτικό του βλέμμα.
Όμως ήταν και κάτι άλλο που τον απασχολούσε περισσότερο απ' όλα. Οι συμβιβασμοί που είχε κάνει για να ανέβει γρήγορα και από μικρή ηλικία τα σκαλοπάτια μιας γραφειοκρατικής ιεραρχίας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αν μένεις σε λάθος τοποθεσία και έχεις λάθος σύντροφο πρέπει να τα αλλάξεις και τα δύο. Κανείς δεν τον ανάγκασε αλλά έτσι έπρεπε. Από την ημέρα που έγινε διευθυντής άρχισε να τυλίγεται γύρω από τα δίχτυα κάποιων αόρατων «πρέπει».
Πάτησε νευρικά το γκάζι και το αυτοκίνητο τινάχτηκε σαν ατίθασο άλογο. Μια γυναίκα τρόμαζε και άρχισε να σταυροκοπιέται. Η φυσιογνωμία της του ήταν πολύ γνωστή. Ήταν η πρώτη του αγάπη και η πρώτη γυναίκα του. Έτσι σταυροκοπιόταν όταν της ζήτησε εκείνο το βράδυ να χωρίσουν αλλά δεν είπε τίποτα. Είχε καταλάβει. Δεν ήταν το αγόρι που αγάπησε, ούτε ο άντρας που παντρεύτηκε. Είχε γίνει ένας άλλος. Είχε γίνει ο κύριος Διευθυντής και αυτό το ρόλο τον κουβαλούσε στο σπίτι ακόμα και στο κρεβάτι τις πιο ιδιαίτερες στιγμές τους. Και εκείνη είχε γίνει κάτι σαν κλητήρας σε δημόσια υπηρεσία. Τον αποχαιρέτησε με δάκρυα και δεν τον ξαναείδε από τότε.
Είχε προδώσει όσους τον αγαπούσαν γιατί τους θεωρούσε παρακατιανούς. Τη γυναίκα του, τους γονείς του, τους φίλους του. Και να που τώρα ήταν ένας από αυτούς. Χωρίς να το καταλάβει καν βρέθηκε στην παλιά του γειτονιά στα Άνω Πετράλωνα αντί για τα Βόρεια Προάστια που ήταν το σπίτι του. Στάθηκε έξω από το ψιλικατζίδικο του κυρ Ανέστη που ήταν το «πρακτορείο ειδήσεων» της γειτονιάς. Πήρε μια βαθειά ανάσα πριν σβήσει τη μηχανή του αυτοκινήτου. Ένας αέρας ελευθερίας φυσούσε στην παλιά του γειτονιά. Δεν είχε πλέον υποχρέωση σε κανέναν. Επιτέλους ήταν ο εαυτός του και όχι ο «κύριος Γενικός».
«Κι όμως υπάρχουν πολλά όμορφα πράγματα στη ζωή που αξίζουν περισσότερο από μία καρέκλα Γενικού Διευθυντή προπαντός όταν αυτή την καρέκλα στη χαρίζουν με αντάλλαγμα την ψυχή σου» μονολόγησε βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. Μια νέα ζωή άρχιζε γι αυτόν.

Συγγραφέας: Μαρία Κόνιαρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου