
τα λογχοειδή φύλλα τους τρύπησαν την παλάμη του. Έβγαλε γρήγορα- γρήγορα ένα μαντήλι από την τσέπη και τύλιξε τα δάχτυλα του. Ο τσαλακωμένος χάρτης έπεσε κάτω. Τον άρπαξε με βιάση, κοιτάζοντας συνωμοτικά γύρω του σαν να φοβόταν ότι κάποιος θα μάθαινε τον λόγο ύπαρξης του εκεί. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια ή δόλο πιο συγκεκριμένα για να αποσπάσει τον χάρτη από έναν παλαιοπώλη. Αυτόν για τον οποίο άκουσε τόσο πολλά από τους θαμώνες του καφενείου. Και δεν ήταν διατεθειμένος να μοιραστεί με κανέναν το μυστικό του. Τίναξε την σκόνη από πάνω του και μέτρησε ξανά αποστάσεις και συντεταγμένες. Ήθελε να επαληθεύσει τα δεδομένα. Όλα ήταν σωστά.


Ο θόρυβος από τις αλυσίδες δυνάμωνε,
εκείνος όμως δεν τις άκουγε. Με τα γόνατα να γδέρνονται από την τριβή και την
αποφασιστικότητα να τον θεριεύει, εντόπισε το μέρος εκείνο του τσιμέντου. Δεν
πίστευε στην τύχη του. Μια κραυγή θριάμβου ξεπήδηξε από το στήθος του
αποπροσανατολίζοντας τα πουλιά από την πορεία τους. Ένας παρατεταμένος
καγχασμός άπλωσε τα δίχτυα του στον ουρανό σαν αράχνη. Ο Μάνος δεν έδωσε
σημασία, νόμιζε ότι έκραζε η καλιακούδα που τον παρατηρούσε από μακριά. Το
σήκωσε με δύναμη και τότε άκουσε για πρώτη φορά τις αλυσίδες να τυλίγονται
σφιχτά γύρω από τα πόδια του. Προσπάθησε να ξεφύγει κουνώντας τα πάνω- κάτω, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι
αλυσίδες έφτασαν μέχρι τα γόνατα του. Ο ουρανός μαύρισε ξαφνικά και ένας αέρας,
ορμητικός σαν κύμα και σκληρός σαν μαστίγιο, τον χτυπούσε χωρίς έλεος σε όλο το
κορμί του. Τα ουρλιαχτά του ανταγωνίζονταν σε δύναμη και ένταση τον αέρα ενώ τα
χέρια του αδυνατούσαν να προστατεύσουν το πρόσωπο. Γδαρμένος και με πληγές παντού,
ένιωσε το σώμα του να κατρακυλάει σαν πέτρα σε βουνοπλαγιά. Οι κινήσεις του
μαλάκωσαν, δεν μπορούσε να αντισταθεί για πολύ μέχρι που έπεσε ανάποδα με το
κεφάλι στην καταπακτή, βουτώντας το σε μια λίμνη από αίμα, λάσπη και
περιττώματα ζώων για τρία λεπτά, προτού χάσει τελείως τις αισθήσεις του. Έπειτα
σαν μια τροχαλία να τον τραβά από ψηλά, βγήκε από εκεί αιωρούμενος και
καταπονημένος. Παρέμεινε στην ίδια κατάσταση για αρκετή ώρα. Χαμένος στην παραζάλη του αδυνατούσε να
καταλάβει πού βρισκόταν και τι γινόταν. Ωστόσο η αναγουλιαστική μυρωδιά
ανθρώπινης καμένης σάρκας τον συνέφερε για τα καλά. Έστρεψε το βλέμμα με απελπισία γύρω του. Το
μαύρο κουφάρι ενός ανθρώπου που
ξεψυχούσε και το θέαμα απολιθωμένων σκελετών, παραταγμένων σε σειρά δίπλα
σε ένα σεντούκι, τον έκανε να ανατριχιάσει. Αμέσως συνειδητοποίησε τον λόγο,
για τον ίδιο ακριβώς που βρισκόταν και εκείνος εκεί. Ένα δάκρυ σταμάτησε στην
άκρη του ματιού του. Δεν θα τα κατάφερνε ποτέ να γλιτώσει. Εξάλλου οι
αποδείξεις βρίσκονταν μπροστά του. Αναθεμάτιζε την μοίρα του, αυτή που λίγο
πριν εξυμνούσε.
Η τροχαλία άρχισε να τον κουνά ξανά σαν
εκκρεμές πάνω από έναν λάκκο με σαύρες και φίδια, έτοιμα να τον ποτίσουν με το
δηλητήριο τους. Ανακατεύτηκε. Ένας γύπας κεντούσε το κορμί του, την στιγμή που
ένα κοράκι έριχνε αλάτι στις πληγές του. Οι αρθρώσεις των ποδιών του πονούσαν
από το σφίξιμο. Πρήζονταν σιγά- σιγά και μελάνιαζαν. Βογκούσε σαν κουτάβι στην
παγωνιά. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, σαν το ποντίκι που πηδάει από το
πλοίο πριν βυθιστεί. Άρχισε να εκλιπαρεί
σπαρακτικά για λύτρωση από τα
βασανιστήρια, ήθελε να πεθάνει αμέσως. Έπειτα από λίγο σταμάτησε, ο λαιμός του
στράγγιξε, οι φωνητικές του χορδές έλιωσαν. Δεν είχε νόημα να συνεχίσει. Ησυχία
επικράτησε. Ανησυχητική δίχως άλλο.


Θα έμενε εκεί μέχρι την στιγμή που θα
ξυπνούσε μόνος του και θα τριγύριζε σαν αγρίμι, σαν τρελός ανάμεσα στους
κατοίκους του χωριού, που θα τον απέφευγαν από φόβο. Κανείς δεν θα του άπλωνε χέρι βοηθείας και θα
αργόσβηνε τελικά από την πείνα και τις κακουχίες. Ίσως να ήταν καλύτερα να
πέθαινε στην καταπακτή. Θα ήταν λιγότερο βασανιστικός ο θάνατός του.
Άφησε την τελευταία του πνοή έξω από το
μαγαζί του παλαιοπώλη. Εκεί από όπου ξεκίνησαν όλα. Ο χάρτης εξείχε από την
τσέπη του. Ένας καλοντυμένος κύριος, ο άρχοντας του χωριού, έσκυψε να τον
πιάσει με προσεκτικές κινήσεις για να μην τον αντιληφθεί κανείς. Τον έχωσε
βιαστικά στην τσέπη του. Ένα τεράστιο χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφίστηκε στο
πρόσωπο του με την ιδέα ότι η περιουσία του θα μεγάλωνε ακόμα περισσότερο. Τα
μάτια του έλαμψαν από πονηριά. Σύντομα θα κατάστρωνε τα σχέδια με απόλυτη
μυστικότητα. Αγνοούσε όμως ότι το ίδιο σύντομη θα ήταν η ζωή του πάνω στη γη.
Ένας μακρόσυρτος καγχασμός αντήχησε και πάλι. Ο άρχοντας δεν τον άκουσε. Η
κράτηση της θέσης του στην κόλαση επιβεβαιώθηκε.
Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου