Το ταξίδι από τη Συρία με πλοίο κράτησε πολλές μέρες. Ο νους του ξέφευγε αγναντεύοντας τη θάλασσα και η διάθεσή του καλυτέρευε όταν αντίκριζε γλάρους να ακολουθούν το πλοίο τους. Λες και τον παρέσερναν με τα φτερουγίσματά τους σε ένα αέρινο παιχνίδι που η αύρα σκορπούσε όλες τις κακές σκέψεις για το μέλλον.
Μαύρες σκέψεις τον συνόδευαν σε όλο το ταξίδι από τη Συρία. Αναρωτιόταν πώς θα ήταν ο νέος τόπος που θα ζούσε, πώς θα ήταν το νέο τους σπίτι, με ποιους θα έκανε παρέα, αν θα έβρισκε νέους φίλους στη νέα του πατρίδα!
Γρήγορα τακτοποιήθηκαν σε ένα μικρό διαμέρισμα που είχαν φροντίσει κάποιοι φίλοι τους να βρουν. Από συζητήσεις που έπιασε το αυτί του, κατάλαβε ότι η μητέρα του θα τον έστελνε στο νηπιαγωγείο, προκειμένου να ψάξει η ίδια για δουλειά.
Μια βδομάδα αργότερα, η μητέρα του τον πήρε να τον πάει στο σχολείο. Κρατούσε το χέρι της μαμάς του σφιχτά και η καρδούλα του χτυπούσε γρήγορα. Φοβόταν τόσο πολύ! Πώς θα τα κατάφερνε να επικοινωνήσει με τα παιδιά και τη δασκάλα του, αφού δε μιλούσαν τη γλώσσα του;
Το καλωσόρισμα της δασκάλας ωστόσο ήταν ανακουφιστικό. Χαιρέτησε τη μητέρα του στα Αγγλικά, αντάλλαξαν κάποιες πληροφορίες και ύστερα γονάτισε μπροστά του και τον αγκάλιασε ανοίγοντας τα χέρια της διάπλατα. Με βαριά καρδιά αποχαιρέτησε τη μητέρα του και μπήκε στην τάξη.
Στην τάξη η δασκάλα του, εξήγησε στα παιδιά ποιος ήταν και από που καταγόταν, μα ο ίδιος δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους. Όσο κι αν προσπάθησε να συγκεντρωθεί το μυαλό του γυρνούσε στην πατρίδα του. Του έλειπαν όλοι, οι φίλοι του, οι συγγενείς του, το σπίτι του!
Το κουδούνι, που σήμανε διάλειμμα, τον ξεκόλλησε από τη θέση του και τον παρέσυρε να τρέξει αυθόρμητα πίσω από τους συμμαθητές του στην αυλή. Εκεί έμεινε ακίνητος. Δεν ήξερε τι να κάνει! Κανείς δεν τον προσκάλεσε να παίξουν. Μόνο ένα παιδί τον έκανε να χάσει την ισορροπία του, έτσι ώστε να πέσει κάτω στα χαλίκια. Τα παιδιά άρχισαν τα γέλια και τα πειράγματα. Το μαρτυρούσαν οι κινήσεις τους. Ένιωσε τα δάκρυα να κυλούν ασυγκράτητα και να μη μπορεί να τα σταματήσει μέχρι την ώρα που τον παρέλαβε η μητέρα του.
Στο σπίτι καθόταν για αρκετή ώρα σιωπηλός. Δεν ήθελε να φάει. Με αγκαλιά έναν μικρό αρκούδο καθόταν και κοίταζε έξω από το παράθυρο. Η μητέρα τουτον πλησίασε. Τον κάθισε στα γόνατά της, του χάιδεψε για λίγο την πλατούλα του και άρχισε να του μιλά. Σε λιγάκι τον είχε ηρεμήσει κι εκείνος της εξήγησε τι είχε συμβεί στο σχολείο, που δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους, που τον κορόιδευαν οι συμμαθητές του, που δεν είχε φίλους.
Το άλλο πρωί με βαριά καρδιά ακολούθησε θέλοντας και μη τη μητέρα του κι έφτασαν στο Νηπιαγωγείο. Η μητέρα είπε στη δασκάλα δυο λόγια πάλι στα Αγγλικά και εκείνη έδειξε ότι συνεννοήθηκαν. Στο μεταξύ ένα κοριτσάκι, η Άννα, σήκωσε το χέρι της και τον προσκάλεσε να καθίσει δίπλα της στο μικρό τραπεζάκι, όπου ήδη καθόταν και άλλοι δυο συμμαθητές τους. Τον είχε προσέξει από την προηγούμενη μέρα πόσο στεναχωρημένος έδειχνε και φαίνεται πως κάτι είχε ετοιμάσει από το σπίτι της για αυτόν. Κάθισε δίπλα της κι η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Κι αν του μιλούσε; Πως θα της απαντούσε αφού δεν την καταλάβαινε;Εκείνη έβγαλε από την τσέπη της μια ζωγραφιά τυλιγμένη και του την έβαλε στο χέρι του. Την άνοιξε και είδε ότι είχε ζωγραφίσει ένα αγόρι που κρατούσε μια σημαία, τη συριακή και ένα κορίτσι που κρατούσε την ελληνική σημαία.. Η Άννα είχε καταλάβει ότι δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν με λέξεις και του έδειχνε με το δάχτυλό της ότι το αγόρι ήταν αυτός και το κορίτσι αυτή.. Κι ενώ συμβαίναν όλα αυτά, εκείνο το αγόρι που τον είχε ρίξει επίτηδες στο προαύλιο, σηκώθηκε από τη θέση του καθώς τους παρακολουθούσε, βούτηξε απότομα από τα χέρια του Λάρυ τη ζωγραφιά κι άρχισε να τρέχει γύρω – γύρω από την τάξη. Ο Λάρυ πάγωσε. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, ενώ η Άννα διαμαρτυρήθηκε στη δασκάλα για τη συμπεριφορά του συμμαθητή της.
Εκείνη κατάλαβε ότι ήταν ώρα να επέμβει και να βοηθήσει την κατάσταση με την αποδοχή του Λάρυ στην τάξη, χωρίς να δημιουργούνται παρεξηγήσεις εξαιτίας της καταγωγής του. Άνοιξε τον υπολογιστή, έβαλε τα παιδιά σε ημικύκλιο στη μοκέτα και τους εξήγησε ότιθα μάθαιναν πολλές λέξεις και πράγματα από την πατρίδα του Λάρυ, τη Συρία. Αρχικά έβαλε να παίζει ένα συριακό τραγούδι. Η δασκάλα τα παρότρυνε να σηκωθούν και να χορέψουν ελεύθερα στο χώρο επαναλαμβάνοντας μία μόνο λέξη: «ΜΑΡΧΑΜΠΑΝ» που σήμαινε το γεια στα ελληνικά και να ενώνουν τα χέρια σαν να χαιρετιούνται. Όλα ξεσηκώθηκαν και χόρευαν, φωνάζοντας ρυθμικά αυτή τη λέξη. Μετά από λίγο η δασκάλα οργάνωσε το χώρο με πινακίδες που έδειχναν εικόνες. Ρωτούσε το Λάρυ, κι εκείνος απαντούσε στα αραβικά πως λεγόταν η λέξη.
Τα παιδιά έδειχναν να ενθουσιάζονται με αυτά τα παιχνίδια, μα πιο πολύ ο Λάρυ πουείχε την ευκαιρία να πει λέξεις από τον τόπου του και να προσπαθεί να βοηθήσει τους συμμαθητές του να τις προφέρουν σωστά. Ένιωθε περήφανος για την καταγωγή του κι ευτυχισμένος, γιατί το κλίμα στην τάξη του άλλαζε σιγά-σιγά. Ένιωσε ευτυχισμένη κι η δασκάλα του, που κατάφερε να ενώσει τα παιδιά!Πέρασαν πολλές μέρες και στην τάξη του Λάρυ πλέον τα παιδιά είχαν εμπλουτίσει το λεξιλόγιό τους με πολλές αραβικές λέξεις. Τώρα πλέον δεν υπήρχε φόβος στα μάτια και στην ψυχή του, γιατί από εκείνη την ημέρα όλοι προσπαθούσαν να μιλήσουν τη γλώσσα του, αλλά και να του μάθουν τη δική τους. Ήταν το νέο τους παιχνίδι που τα ένωνε να γίνουν όλοι φίλοι καλοί στη νέα του πατρίδα!
Συγγραφέας: Ασπασία Κοντούλη – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου