Κάθομαι και παρατηρώ τον ουρανό. Βαθυγάλανος και βίαιος. Ταβάνι κι αδιέξοδο. Η νύχτα έχει αρχίσει να ξεβάφει και το ερεβώδες ξεθωριασμένο μπλε, εμφανίζει ψήγματα γαλάζιου. Ο ήλιος προβαίνει στα πρώτα του δειλά βήματα, μα η αισιόδοξη νότα δεν λέει να επέλθει. Η νύχτα δίνει τη σκυτάλη στη μέρα, μα η τελευταία φαίνεται κάπως ανέτοιμη, πιθανώς ξάγρυπνη, στην προσπάθειά της να διατηρήσει την αθανασία της. Το περιρρέον τοπίο δείχνει να βυθίζεται στο έντονο πράσινο, με τις φυλλωσιές των δέντρων να το εντείνουν και να το αναδεικνύουν. Η ώρα κυλά αργά. Δεν είναι η μόνη που με βασανίζει. Υποφέρω από μοναξιά. Η τελευταία με κάνει και παραλύω. Αισθάνομαι έναν ατέρμονο πόνο στο στομάχι και δεν είναι απ’ την ασιτία των τελευταίων ημερών. Η πείνα είναι κάτι που συνηθίζεται, ύστερα απ’ τη χρόνια παραμονή στο δάσος. Μαθαίνεις να ζεις με την ανασφάλεια, με την τσακισμένη ελπίδα πως «αν βρεις κάτι, θα φας». Με τη λιμοκτονία των συναισθημάτων, όμως, τι γίνεται; Μαθαίνεις να ζεις και με δαύτην; Ή ενυπάρχει, να σου μαθαίνει πώς να πεθαίνεις;
Η ώρα πρέπει να ‘ναι έντεκα. Το φίδι που σέρνεται μπροστά μου δύναται να το επιβεβαιώσει και να προσθέσει ακόμα δεκατρία λεπτά. Καθημερινά, στις 11:13 π.μ., ένας βόας περιστρέφεται στην… «περιοχή μου». Μολαταύτα, εγώ, μοιάζω πιότερο υφέρπων από δαύτον. Οι ώρες περνούν. Ακούω βήματα. Περίεργο. Έχει χρόνια να φανεί άνθρωπος στο δάσος. Μόνο ένα σπίτι υπάρχει, να θυμίζει ανθρώπινο πολιτισμό, μα κι αυτό βρίσκεται αρκετά μακριά, προς το τέλος του δάσους. Εκεί που αρχίζει ο δρόμος. Ακριβώς στο μεταίχμιο. Μένει μια ηλικιωμένη γυναίκα. Μόνη κι ανήμπορη, βάσει των ποικίλων πηγών μου. Υπάρχουν πολλά «πουλάκια» εδώ στο δάσος, που μαρτυρούν και σχολιάζουν τα συμβάντα δράματα. Ιδίως τα ανθρώπινα. Λένε, πως αυτή τη γυναίκα την έχει παραμελήσει η οικογένειά της. Και, λέγεται, ότι αρρώστησε βαριά, με το προαναφερθέν να θεωρείται ένας εκ των λόγων της επιδεινωμένης υγείας της. Έχει και μία εγγονή, που τριγυρνά, φορώντας μία κόκκινη εσάρπα κι ένα κατακόκκινο σκουφάκι. Πολλοί αναφέρουν ότι της τα ‘χει πλέξει η γιαγιά της, τη οποία επισκέπτεται κρυφά. Μα, να. Αυτή πρέπει να ‘ναι. Είναι μικροκαμωμένη, με δέρμα κατάλευκο, σαν πορσελάνη. Το κόκκινο, στα μάγουλα και την ενδυμασία της, οργιάζει. Μοιάζει κάπως φοβισμένη. Θα με τρέμει. Είμαι λύκος.
«Καλημέρα, κοκκινοσκουφίτσα!»
«Καλημέρα, λύκε», μου απαντά διστακτικά και ολίγον τι φοβισμένα.
«Για που το ‘βαλες πρωί – πρωί, μικρή μου;»
«Πηγαίνω στη γιαγιά μου».
«Και τι κουβαλάς;»
«Λίγα τρόφιμα. Μου τα έδωσε η μητέρα μου. Βλέπεις, η γιαγιά μου είναι πολύ άρρωστη… Χρειάζεται τη φροντίδα και την περιποίησή μου. Με αυτά τα καλούδια που μαγείρεψε η μαμά, σίγουρα θα γίνει καλά».
«Αναμφιβόλως. Και που μένει η γιαγιά σου;»
«Στο τέρμα του δάσους. Αποκλείεται να μην το ξέρεις».
«Μα, τι ανεγκέφαλος που είμαι! Μόνο ένα σπίτι υπάρχει μέσα στο δάσος. Φυσικά και το ξέρω. Πας λάθος, κοκκινοσκουφίτσα. Πήγαινε πίσω, στρίψε στο τέταρτο στενό δρομάκι που θα συναντήσεις κι ύστερα θα το δεις».
«Σ’ ευχαριστώ, λύκε. Πρώτη φορά έρχομαι μόνη μου. Θα μπερδεύτηκα».
«Πρέπει να φύγω. Χάρηκα».
Μα τι έκανα; Γιατί της είπα ψέματα; Γιατί θέλησα να την αποπροσανατολίσω; Η ανάγκη μου να την αντικαταστήσω και να πάω εγώ στο σπίτι της γιαγιάς, φαντάζει πλέον αδίρητη. Τρέχω να προλάβω. Γίνομαι καπνός. Φτάνω στο σπίτι πρώτος. Χτυπάω με δύναμη την ξύλινη πόρτα, που τώρα ορθώνεται εμπρός μου.«Ποιος είναι;», με ρωτά μια κουρασμένη και κάπως γέρικη φωνή.
«Εγώ, γιαγιά. Η κοκκινοσκουφίτσα. Σου φέρνω φαγητό».
«Είμαι πολύ αδύναμη. Σήκωσε τον σύρτη».
Δεν χωράνε σκέψεις κι οτιδήποτε μοιάζει να υπαγορεύεται από κάποιου είδους λογική. Μπαίνω βίαια στο σπίτι, αφήνοντας εκουσίως την πόρτα ανοιχτή, για να την βρει ύστερα η κοκκινοσκουφίτσα. Τρώω την αδύναμη γυναίκα και ανοίγω την ντουλάπα της. Δανείζομαι ρούχα και ξαπλώνω στο κρεβάτι, επιδιώκοντας να πάρω τη θέση της, έστω κι οπτικά, τη στιγμή που θα έμπαινε μέσα η μικρή εγγονή, με το γεμάτο καλούδια καλάθι. Ακούω βήματα. Πρέπει να καταφτάνει. Μπαίνει μέσα και με πλησιάζει.
«Ω γιαγιά!», λέει, «τι μεγάλα αυτιά που έχεις!»
«Για να σε ακούω καλύτερα, παιδάκι μου».
«Γιαγιά, τι μεγάλα μάτια που έχεις!»
«Για να σε βλέπω καλύτερα, παιδάκι μου».
«Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια;»
«Για να σε αγκαλιάζω καλύτερα, παιδάκι μου».
«Γιαγιά τι μεγάλο στόμα που έχεις!»
«Για να σε τρώω καλύτερα!»
Την καταβροχθίζω. Μα η πείνα εντός μου δεν λέει να κοπάσει.
Τι έκανα;
Ποια πείνα προσπάθησα να ξεγελάσω; Αυτήν του σώματος; Έχω αντέξει πολύ περισσότερες μέρες, χωρίς φαγητό. Έχω επιβιώσει από τραγικότερες καταστάσεις, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες.
Μήπως θέλησα να χορτάσω την ψυχή μου, που δείχνει να λιμοκτονεί; Και πήγα να την ταΐσω με εκδίκηση, για όλα όσα στερήθηκε;
Και ως απότοκο, τιμώρησα ανθρώπους που δεν φταίνε. Που δεν αξίζουν την ταπείνωση. Μα η τελευταία, επέστρεψε ολότελα σ’ εμένα. Στα γνώριμα και πάτρια εδάφη της.
Κοιμάμαι.
Πέφτω σε λήθαργο.
Στοχεύοντας στο πρώτο συνθετικό του προαναφερθέντος. Στη λήθη.
Κοιμάμαι τόσο βαριά, που ο ρόγχος μου κάνει έναν περαστικό κυνηγό να εισέλθει και να δει τι συμβαίνει.
Αισθάνομαι έναν πόνο στην κοιλιά. Με ψαλιδίζει, ελευθερώνει τα προ λίγου «θηράματά» μου και γεμίζει την κοιλιά μου με πέτρες. Ξυπνάω απ’ τον πόνο, μα δεν μπορώ να κουνηθώ. Τα βλέφαρά μου τρεμοπαίζουν και το μόνο που δύναμαι να συλλάβω είναι μια φευγαλέα και ασταθή εικόνα, με τη γιαγιά και την εγγονή να αγκαλιάζονται μονιασμένες. Ακόμη και τώρα, η ευτυχία δεν καταδέχεται να εδραιωθεί. Ούτε να διαρκέσει περισσότερο, παρά μόνο δευτερόλεπτα. Ίσως αυτή να ‘ναι η μεγαλύτερη εκδίκηση. Η μόνη τιμωρία που μου αναλογεί. Να δω μια οικογένεια μονιασμένη. Οι βίαιες σκηνές που λάμβαναν χώρα στο οικογενειακό μου περιβάλλον, στιγμάτισαν ολάκερη την παιδική μου ηλικία και δεν σβήστηκαν ποτέ. Χαράχτηκαν στα ενδότερά μου, μοιράζοντας ρίζες σ’ ολόκληρη την υπόστασή μου. Κι εγώ, επεδίωκα να δικαιώσω με κάθε τρόπο την διαμορφωθείσα υπόσταση, σκορπίζοντας τον πόνο παντού. Δεν άντεχα την αγάπη. Με έπνιγε η έλλειψή της. Και τα «πουλάκια» του δάσους, που διέδιδαν ψευδείς φήμες για τη σχέση της γιαγιάς με την οικογένειά της, δεν ήταν παρά δικές μου κακεντρεχείς προσπάθειες, να απαλύνω την του εαυτού μου κενότητα. Ματαίως. Αρκεί να δεις, πού άρχισα να χρησιμοποιώ χρόνο παρελθοντικό. Εκεί άφησα την τελευταία μου πνοή. Για ‘μένα, όμως, την είχα αφήσει προ πολλού. Με αιτιολογώ, μα δεν με δικαιολογώ. Όπως και να ‘χει, λυτρώθηκα. Σ’ έναν εξαγνισμό ελπίζω. Κι αυτό είναι που με κάνει να μιλώ, σε χρόνο ενεστώτα. Ακόμη, ελπίζω. Όπως και να ‘χει, σήμερα σώθηκα, απ’ δικό μου στόμα. Με το ένα «λ» της έλλειψης -του οίκου- να με προσδιορίζει.
«(Λ)οίκε, (λ)οίκε είσαι ‘δω;»
Συγγραφέας: Κωνσταντίνας Αρχοντούλη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου