Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

"Πανάκεια" της Μαρίας Παπαναστασίου

Είναι ένα ακόμα απόγευμα του καλοκαιριού. Ιούλιος του 2018, οι μέρες αυτές είναι ζεστές και ο ήλιος λάμπει σαν το πιο όμορφο χρυσό κόσμημα. Ένα κρύο τσάι με γεύση ροδάκινο και μια ποιητική συλλογή πάνω στο μικρό τραπεζάκι για να κάνει τον χρόνο να περνάει ευχάριστα· απαραίτητα εφόδια ζωής, ένας οδηγός επιβίωσης στην Αθήνα. Κάπου εκεί ανάμεσα στα άλμπουμ φωτογραφιών από τις μέρες του Λονδίνου, βιβλία λογοτεχνικά, επιστημονικά, ποιήματα, διαφημιστικά φυλλάδια για τα καλύτερα ψητά μπιφτέκια ή τον πιο νόστιμο καφέ της πόλης, βρήκε ανάμεσα τους η Κλειώ ένα μικρό καλοσχεδιασμένο βιβλιαράκι της Κινηματογραφικής Καλλιτεχνικής Ομάδας Αθηνών με όλες τις προβολές του Ιουλίου. Το ξεφύλλισε, πλήθος ταινιών που ήξερε και δεν ήξερε, ξεπρόβαλαν μπροστά της με μακροσκελείς περιγραφές και ιδιαίτερες πληροφορίες - τα φτηνά τσιγάρα- ήταν η σταθερά των θερινών κινηματογράφων κάθε καλοκαίρι. Ιταλικός, γαλλικός, ιαπωνικός, πολωνικός κινηματογράφος, μια τεράστια συλλογή, ενός αλλιώτικου σινεμά. Θα μπορούσα να πάω σινεμά απόψε, σκέφτηκε, θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να περάσει η νύχτα  και να βγω ξανά έξω μόνη χωρίς κάποια παρέα, παρόλο που δεν ξέρω καν αν μου αρέσει αυτή η ιδέα.


Η Κλειώ είναι ένας άνθρωπος ελεύθερης ιδεολογίας, με ανοιχτούς τους ορίζοντες του νου της και γνώστης κάθε σημαντικής και ασήμαντης πληροφορίας για πολλά ζητήματα. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Αθηνών, με τρίχρονες σπουδές κινηματογράφου στο Λονδίνο και φοιτήτρια της σχολής Θεάτρου ΕΜΠΡΟΣ, ζώντας με την εκπληρωμένη επιθυμία της κοινωνίας και κάθε παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας -να έχεις πτυχίο μέσα σε πολλά εισαγωγικά από μία σχολή κύρους και έπειτα να έχεις τη δυνατότητα να κάνεις αυτό που πραγματικά γουστάρεις- το γνωστό σε όλους μεράκι. Όχι ότι δεν μπορείς να το κάνεις εξαρχής όμως στην Ελλάδα του 21ου αιώνα οι άνθρωποι και δη οι νέοι έρχονται αντιμέτωποι με πολλές αντιθέσεις. Έχει πάθος για μετρημένα πράγματα στη ζωή της, όμως όταν ανακαλύπτει κάτι νέο ή έχει μια φρέσκια ιδέα, καταπιάνεται σαν μικρό παιδί, κάθε αποτέλεσμα - υλικό ή άυλο - προερχόμενο από τα χέρια της είναι καλά καμωμένο και φιλοτεχνημένο. 

Όταν ήρθε το βράδυ εκείνης της μέρας, τα τζιτζίκια ήταν σχεδόν ένας καθολικός ήχος γύρω από τα φωτισμένα σπίτια των Αθηνών και ένα ωραίο αεράκι φυσούσε στη μπαλκονόπορτα του σπιτιού της όση ώρα ετοιμαζόταν για τη μοναχική της έξοδο. Αποφάσισε να παίξει εκ του ασφαλούς επιλέγοντας να παρακολουθήσει τη ταινία Φτηνά Τσιγάρα. Η αληθινή ταύτιση ανάμεσα στη ψηφιακή πραγματικότητα και στην αληθινή υπόσταση του κόσμου που ζούμε και ειδικά εδώ στη πρωτεύουσα, ήταν ένας από τους λόγους που αγαπούσε αυτή τη ταινία. Οι ρυθμοί της ζωής έμοιαζαν με αγώνα ταχύτητας σε πρωταθλητικό επίπεδο με ανθρώπους που περπατούσαν βιαστικοί στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, στα μικρά και μεγάλα στενά της πόλης· όμως τη νύχτα κάθε άμυνα έπεφτε, κάθε μικρό ή μεγάλο μυστικό που τους κρατάει ή πιο σωστά μας κρατάει δέσμιους στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον μοιάζει ανύπαρκτο ή ακόμα μπορεί και να παίρνει τεράστιες διαστάσεις στο νου. Τις νύχτες όλα ήταν πιο όμορφα, πιο ευάλωτα, πιο επικίνδυνα. Διάφορες τέτοιες σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό της καθώς περπατούσε στον δρόμο με προορισμό το Χρωματιστό Θερινοστάσιο, που συνήθιζε να επισκέπτεται με καλή παρέα ή ακόμα και τους γονείς της, είναι κάπως λυτρωτικό να επιλέγω τον προορισμό, τον δρόμο που θα ακολουθήσω, τη ταινία που θα δω χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια τεράστια συζήτηση ή λογομαχία. Αυτά θα έπρεπε να είναι τα όρια της μοναχικότητας που ήταν απαραίτητο να είχα θέσει εκτός σπιτιού για τον εαυτό μου, γυρνούσε συνεχώς στο κεφάλι της αυτή η σκέψη. Ήταν μία όμορφη διαδρομή.

Μόλις έφτασε στον γεμάτο λουλούδια και δέντρα χώρο, παρατήρησε με μεγάλη της έκπληξη πως τα περισσότερα τραπεζάκια με 2 έως 3 καρέκλες το καθένα, ήταν σχεδόν γεμάτα. Βρήκε μια κενή θέση περίπου στη μέση των στοιβαγμένων εδωλίων κοντά σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων με μια αρχοντική αυστηρότητα και με εγκάρδια χαμόγελα στο πρόσωπο τους. Είχε παρατηρήσει πως υπήρχε μία ακόμη κενή θέση δύο σειρές πιο μπροστά δίπλα σε μια παρέα δύο κοριτσιών και ενός αγοριού, οι οποίοι φαίνονταν αρκετά απορροφημένοι από τη συζήτηση τους ωστόσο προτίμησε να μείνει στη θέση της. 

Παράγγειλε μια δροσιστική λεμονάδα με πιπερόριζα η οποία ήταν ασυνήθιστα νόστιμη και φτιαγμένη από υπαρκτά, φρέσκα και κατακίτρινα λεμόνια δημιουργώντας ένα αίσθημα ευημερίας σε απόλυτη σύνδεση με την ατμόσφαιρα του καλοκαιρινού κινηματογράφου, της τεράστιας οθόνης που απλωνόταν μπροστά στο κοινό με τη προσμονή της αναμονής της πολυαγαπημένης ταινίας ενός καλοκαιριού πίσω στο 2000. Σε ταξίδευε σε μια εποχή όπου η Αθήνα δεν είχε τόσα πολλά φώτα ή την απαιτούμενη αίγλη για μια μεγαλούπολη. Όμως, τα φώτα που έδιναν ζωή στα αριστερά και στα δεξιά του χώρου του Θερινοστάσιου, άρχισαν να σβήνουν και η μεγάλη οθόνη - αυτό το μεγάλων διαστάσεων σεντόνι - ήταν πια ένας καμβάς από εικόνες έμπλεος νοήματος και ζωηρών αναπαραστάσεων ανθρώπων, σκηνών και συζητήσεων· έτσι ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, ενός φιλμ που είχε όλα τα στοιχεία και τις ιδέες του Χαραλαμπίδη. Μια απόλυτη εικονική μαγεία στα μάτια των λίγων.

 Στα μάτια της Κλειώς, του αγαπημένου ζευγαριού δίπλα της και της μικρής “συμμορίας” των τριών που στεκόντουσαν έξω από την αυλόπορτα μετά το τέλος της ταινίας και σχολίαζαν την όλη παραγωγή και την κεντρική ιδέα της ταινίας, ήταν μια εξαιρετικού περιεχομένου και σκηνοθεσίας ταινία μεγάλου μήκους. Άκουσε τον ψηλό της παρέας να λέει την έκφραση «Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου... Στιγμές». Εκείνη τη στιγμή πήρε το θάρρος η Κλειώ και συμπλήρωσε την συγκεκριμένη φράση «Όταν έχω αυτόν τον ξαφνικό πόθο να πετάξω και δεν έχω που να πετάξω, κρύβομαι στη συλλογή μου, γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές, σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια»· αμέσως η Θάλεια χειροκρότησε αυτή -την ελάχιστη στιγμή στην αιωνιότητα- ερμηνεία που δημιούργησε χαμόγελα στη παρέα, αλλά και στην ίδια την Κλειώ για την αυθόρμητη ανταπόκριση της.                                       

«Είναι η αγαπημένη μου έκφραση και σκηνή από τη ταινία» αναφώνησε η Αλεξάνδρα με έναν οικείο και φιλικό τόνο σε σχέση με την εξωστρεφή Θάλεια, η οποία με παραστατικό τρόπο έδειξε τον ενθουσιασμό της. Τότε, ο Στράτος -ο ψηλός με τις καστανές μπούκλες- πρότεινε στην Κλειώ αν θέλει να πάει μαζί τους για κοκτέιλ κοντά στα ήρεμα νερά της παραλίας που έντυνε την ακτή και τον χώρο του θερινού κινηματογράφου. 

Η τελευταία σκεπτόμενη πως δεν γνωρίζει καθόλου αυτούς τους ανθρώπους -μονάχα πέντε λεπτά- δεν ήταν σίγουρη αν θέλει να συνεχίσει τη βραδιά της εκτός σπιτιού με τρεις αγνώστους, όμως μια εσωτερική φωνή την παρότρυνε να πάει μαζί τους, πήρε τελικά την απόφαση να τους ακολουθήσει και απάντησε: 

«Ναι, γιατί όχι; Το γνωρίζετε πως ενοικιάζονται χρωματιστές μαξιλάρες ανάλογα με το χρώμα του ποτού ή του κοκτέιλ σας;» 

«Όχι είναι η αλήθεια, κάθε Σάββατο επισκεπτόμαστε διαφορετικό θερινό σινεμά» αποκρίθηκε ο Στράτος 

«Είναι κάτι σαν παράδοση» χαμογέλασε η Θάλεια 

«Είναι συνεργασία της ΚΙΚΑ με τη τοπική παραλία» τους ενημέρωσε η Κλειώ 

«Πάμε λοιπόν; Τι περιμένουμε;» είπε αποφασιστικά και έφυγε μπροστά η Αλεξάνδρα. 

Αφού κατέφθασαν στη παραλία, παράγγειλε ο καθένας το κοκτέιλ της επιλογής του και πήρε
την αντίστοιχη μαξιλάρα. Έκατσαν σε ένα σημείο στην αμμουδιά κοντά στη θάλασσα, επικρατούσε μία αύρα ηρεμίας και γαλήνης από τη θάλασσα. 

Άρχισαν να συζητούν για τις ζωές τους με σκοπό να γνωριστούν καλύτερα με τη Κλειώ. Η Θάλεια είναι μια κοκκινομάλλα με ίσια φράντζα, ψηλή κορμοστασιά και ένα ζευγάρι πράσινα μάτια· σπουδάζει στο Τμήμα Χημείας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αγαπάει πολύ τον καφέ, το πλέξιμο, τον χορό και δεν μπορεί να ανεχθεί με τίποτα το ψέμα, τον ρατσισμό και το σπανάκι. Η Αλεξάνδρα μια ξανθιά γυναίκα με κοντό καρέ και σκουλαρίκι ανάμεσα στα ρουθούνια της είναι περήφανη για τον μεσογειακού τύπου σωματότυπό της· φοιτά στο Τμήμα Ψυχολογίας του Ρεθύμνου στη Κρήτη και ταυτόχρονα γράφει άρθρα για μια τοπική εφημερίδα, ταξιδεύει πολύ στα νησιά της Ελλάδας με μεγάλη της αγάπη της την Ικαρία, είναι λάτρης της μεσογειακής κουζίνας και των βοτάνων· τα χειρότερα πράγματα για εκείνη στον κόσμο είναι τα ψέματα, η προχειροδουλειά και η άγνοια προς την κλιματική αλλαγή. Και ο Στράτος ο ψηλός με τις καστανές μπούκλες του και το αθλητικό σώμα· σπουδάζει όπως και η Κλειώ στη Νομική Σχολή των Αθηνών, είναι σινεφίλ, φιλόζωος και παίζει κιθάρα, φαίνεται να σιχαίνεται την υποκρισία, τα γιουβαρλάκια και την ομοφοβία. 

Μια παρέα λίγο παραπέρα είχε ανάψει φωτιά και με μια κιθάρα ράπαρε μελωδίες από μια άλλη εποχή με ρεαλιστικούς στίχους . Η Κλειώ άρχισε να σιγοτραγουδάει μερικούς από αυτούς κοιτώντας τη θάλασσα, που μελωδικά ερχόντουσαν από όλη τη διπλανή παρέα. 

«Σου αρέσει η χιπ-χοπ;», την κοίταξε με έκπληξη ο Στράτος 

«Ναι γιατί;», απάντησε αυστηρά η Κλειώ 

«Μου φαίνεται σαν ένα είδος μουσικής που πολλές φορές οι δημιουργοί το κάνουν πολύ προσωπικό. Σαν να μιλάνε συνεχώς για τον εαυτό τους και μόνο. Δεν μπορώ να την ακούσω», εξήγησε ο Στράτος 

«Φυσικά και κάθε είδος μουσικής είναι ξεχωριστό. Όμως αν μιλάμε για το χιπ-χοπ, η ατμόσφαιρα αλλάζει. Όλα εδώ είναι πιο αληθινά, η πραγματικότητα αποτυπώνεται σε στίχους, beats και flows και η αλήθεια δεν κρύβεται. Θα βρεις θεματολογία για οποιοδήποτε ζήτημα σε απασχολεί και θα μπορέσεις να βρεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτούς τους στίχους. Τις στιγμές που νιώθεις μόνος σου, που ίσως να νιώθεις πως δεν σε καταλαβαίνει κανείς, θα σε νιώθουν αυτά τα τα τραγούδια και οι άνθρωποι που τα ερμηνεύουν. Δεν μπορώ να δεχτώ πως αυτή η μουσική προορίζεται για συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων ή πως είναι πολύ προσωπική. Ποιο κομμάτι της τέχνης δεν έχει κάτι προσωπικό;», είπε ανήσυχα η Κλειώ

«Με συγχωρείς, δεν ήθελα να το πάρεις προσωπικά. Απλά ήθελα να πω την γνώμη μου, δεν είναι ένα είδος που προτιμώ να ακούω... » απάντησε ήρεμα ο Στράτος  χωρίς να θέλει να την προκαλέσει

Η μουσική είναι ένα μέσο έκφρασης και το χιπ-χοπ για την ίδια ήταν ένας σημαντικός σταθμός στη ζωή της. Ειδικά, όταν έχασε τον σύντροφο της σε τροχαίο ατύχημα 3 χρόνια πίσω. Ήταν μια απώλεια που της στοίχισε και τώρα μετά από τόσο καιρό είχε αρχίσει να στέκεται ξανά στα πόδια της. Ψυχοθεραπεία, μουσικές, αφοσίωση στους στόχους της και τη σχολή της. Έπρεπε να προχωρήσει τη ζωή της. 

«Με βοήθησε πολύ η συγκεκριμένη μουσική σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου, δεν φταις εσύ που αντέδρασα έτσι» του είπε μετά από λίγα λεπτά σιωπής

«Εγώ δεν μπορώ να ξανά ακούσω ούτε ένα τραγούδι χιπ-χοπ, μου θυμίζει τον ξάδερφο μου. Έχασε τη ζωή του σε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα πριν περίπου τρία χρόνια, μια τεράστια νταλίκα έπεσε πάνω του ενώ εκείνος έστριβε με το αυτοκίνητο του για να πάει στην ορκωμοσία του αδερφού του. Ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Εμείς βρισκόμασταν στον δρόμο για να πάμε αυθημερόν στο πανεπιστήμιο από την Αθήνα. Δεν πήγαμε ποτέ... » σώπασε σχεδόν έτοιμος να βουρκώσει ο Στράτος

Η Κλειώ ήταν αναστατωμένη, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις ακούσει. Είχε καταλάβει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, ήξερε. Ο κόσμος είναι τόσο μικρός. Η Θάλεια και η Αλεξάνδρα δεν γελούσαν πια ούτε εκείνες. Γνώριζαν από την αρχή για τον θάνατο του Πάνου, έμεναν στην ίδια γειτονιά. Ο κόσμος είναι τόσο μικρός, τόσο τόσο μικρός σκεφτόταν η Κλειώ. Κανείς τους δεν μιλούσε, εκείνοι όμως δεν ήξεραν ποια είχαν απέναντι τους ακόμα. Δεν έτυχε ποτέ να τη γνωρίσουν λόγω της απόστασης και των συγκυριών. Πώς γίνεται μια απλή έξοδος στο σινεμά να κατέληξε σε μια χρονοκάψουλα για το χειρότερο γεγονός της ζωής της;

«Πάνος Βενέτης;» αναφώνησε η Κλειώ με τρεμάμενη φωνή

Την κοίταξαν και οι τρεις τους με ένα βλέμμα θλιβερής έκπληξης χωρίς να ξέρουν τι συμβαίνει.

 «Ναι» ακούστηκε από την Αλεξάνδρα

Η Κλειώ ήδη έκλαιγε με λυγμούς χωρίς να ξέρει τι να πει ή τι να κάνει. Ο Στράτος είχε καταλάβει από τη σιωπή της. Η Θάλεια και η Αλεξάνδρα είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν.

«Είσαι εκείνη; Μιλούσε συνεχώς για σένα. Για τη ζωή σας στο Λονδίνο, τον τρόπο που γνωριστήκατε σε εκείνο το καφέ με τα λουλούδια. Φαντάσου πόσες φορές είπε αυτές τις ιστορίες για να θυμάμαι όλες αυτές τις λεπτομέρειες.» την κοίταξε μέσα στα μάτια καθώς ήπιε και το υπόλοιπο κοκτέιλ του μονοκοπανιά

«Ναι, ήμασταν μαζί για δύο χρόνια μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν ο έρωτας της ζωής μου...» του απάντησε σιωπηλά

Τα λόγια ήταν περιττά, η Αλεξάνδρα, η Θάλεια και ο Στράτος την αγκάλιασαν σφιχτά όλοι μαζί.

Έμειναν εκεί για τουλάχιστον δέκα λεπτά χωρίς να υπάρχει ο υπόλοιπος κόσμος γύρω τους. Δεν χρειαζόταν να ειπωθεί τίποτα άλλο, εκείνη η νύχτα ήταν σημαδιακή και σίγουρα καθόλου τυχαία. Μια υπέροχη και δυνατή φιλία είχε μόλις ξεκινήσει, ακόμα και αν εκείνη τη στιγμή εκείνοι δεν το γνώριζαν. Η Κλειώ μετά τον θάνατο του Πάνου γύρισε στην Αθήνα στο σπίτι που είχαν σκοπό να μείνουν μαζί. Δεν πήγε ποτέ στη κηδεία του, δεν το άντεχε. Κλείστηκε στον εαυτό της για καιρό, όσο και να προσπαθούσαν οι γονείς ή οι φίλες της να τη βοηθήσουν. Κράτησε για τον εαυτό της τις αγαπημένες του συνήθειες, τον κινηματογράφο, τη ραπ μουσική και τον αγαπημένο του καφέ, εκείνον που έπινε και τη μέρα που τον γνώρισε. Η ζωή συνεχίζεται δυστυχώς ή ευτυχώς λένε. Απέκτησε μια δεύτερη οικογένεια, τρεις φίλους που από τύχη γνώρισε την κατάλληλη στιγμή και όχι νωρίτερα. Ο Πάνος τους έφερε κοντά από εκεί ψηλά με ένα χαμόγελο!

 

Συγγραφέας: Μαρία Παπαναστασίου – Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου