Εν αρχή είναι ο χρόνος. Κάθε ανάσας, κάθε βλεφαρισμού, κάθε χτύπου της καρδιάς, κάθε
ιστορίας η καλή ώρα, ήταν και θα είναι πάντα, μια φορά και έναν καιρό. Εκεί, πίσω από εκατοντάδες κοφτές και συρτές ανάσες, εκατοντάδες βλεφαρισμούς, σχεδόν θαμμένους στην καυτή άμμο και τον ήλιο, στον τρελό ρυθμό ξεκούρδιστων χορδών από καρδίες του δρόμου. Είχε έρθει η ώρα η καλή, η φορά και ο καιρός, να αρχίσει μια ιστορία, κάπου στην αρχαία αγορά της Αιγύπτου, το 1449 π.Χ., ένα πρωί καλοκαιριού.
Και εγένετο πόνος. Γύρω τριγύρω λασπότουβλα και στο πάτωμα ένα κιτρινισμένο χαλί από χόρτα, να κρατάνε δροσερό το σπίτι. Στο υπερυψωμένο ξύλινο κρεβάτι, κραυγές πόνου και ανάσες βαριές. Ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο ως τα χείλη της, περνώντας και τσούζοντας τα κατάκοπα καστανά της μάτια. Τα κόκκινα νύχια της μπήγονταν με δύναμη στην περιφέρεια της, ο πόνος να ησυχάσει τον πόνο της. Ένα μόνο πράγμα μπορούσε να την λυτρώσει από την οδύνη της, το κλάμα. Έτσι και έγινε, ένα κλάμα εκκωφαντικό, διαπέρασε όλη την αγορά και την έσωσε από τους πόνους της.
Ήταν ο Ντακαράη, τόσο μικρός όσο οι δυο της παλάμες ενωμένες. Τα χέρια του προσπαθούσαν να αγγίξουν τα κλειστά του μάτια και το κάτω χείλος του γυρτό, σαν να παραπονιέται. Ντακαράη είναι η χαρά, η ευτυχία, το όνομα που διάλεξε η μάνα του, για να ξορκίσει όλες της τις δυστυχίες, μέσα από τον μονογενή της. Σε εκείνη τη γέννα ο ομφάλιος λώρος δεν κόπηκε ποτέ, μικρό δοχείο η μάνα για να χωρέσει τόσα δάκρυα και τα μοιράστηκε μαζί του, αδιάρρηκτα.
Μέσα στα χρόνια, οι δύο τους ενάντια στον κόσμο όλο. Μια πόρνη και μια υπόσχεση χαράς και ευτυχίας. Σε ένα σπίτι, με ένα πετρόμυλο στην ανοιχτή κουζίνα και ένα φούρνο και ψήνει και να καίει τη βρωμιά που ένιωθε μέσα της, γύρω της και πάνω της. Τις ώρες της ηρεμίας και της αναμονής, μήπως εκπληρωθεί η υπόσχεση. Ο φούρνος έκαιγε αδιάκοπα και δίπλα σε ένα ξύλινο σκαμπό καθόταν, φυλακτό, ο Ντακαράη.
Έμενε αδιάρρηκτος και αυτός, εκεί, πάντα μαζί της. Τεσσάρων ετών και ακόμη εκεί. Ο λώρος, τροφοδότης και αγχόνη, να την κοιτάει να ζωγραφίζει με χένα το γυμνό κορμί της με μικρές κουκίδες σαν σχήμα από διαμάντια. Στην κρεβατοκάμαρα, μπροστά από ένα αγαλματάκι του θεού Μπες, μισός νάνο μισός λιοντάρι, να μαγεύεται από τα αρώματα της. Μισός τίποτα, μισός δικός της, μισός θεός, μισός σακάτης, μπροστά στον δημιουργό του. «Ο θεός είναι ένας και είναι γυναίκα», του είπε και με την άκρη του μεγάλου της στόματος χαμογέλασε και έφυγε να δουλέψει.
Όσο ο θεός δημιουργούσε τον κόσμο ο εξάχρονος Ντακαράη γυρνούσε τους στενούς,δαιδαλώδεις και χαοτικούς δρόμους της αγοράς. Πότε μόνος, πότε με δυο του φίλους ,έπαιζαν στο δρόμο πάλη, μέσα στην καυτή άμμο και τη λάσπη. Σχεδόν γυμνοί και με το κορμί πάντα καλά ξυρισμένο και καθαρό από τρίχες, πάλευαν για την νίκη. Νικητής ήταν η μάνα του, που τον άρπαζε από το τσουλούφι που είχε κάτω χαμηλά στο σβέρκο, χωρίς να του πει κουβέντα. Κατάκοπη από άλλα χέρια και εκείνη, χωρίς να πει μιλιά, τον γυρνούσε σπίτι.
Ένας θεός αμείλικτος, μέσα στους τόσους θεούς. Ο μονοθεϊσμός ήταν μονόδρομος, ο θεός ήταν γυναίκα και για να σου χαρίσει ένα χαμόγελο, όπως όλοι οι θεοί έτσι και αυτός ,αχόρταγα, ήθελε αίμα και θυσία. Το είναι σου, αυτό ναι. Την ύπαρξη σου. Την υπόσχεση που γενετήσια έδωσες, πως θα την κάνεις ευτυχισμένη. Αυτή είναι η υπόσταση σου, ο δρόμος και ο προορισμός σου ένας. Αμείλικτα αδιάρρηκτος, μέσα στο χρόνο ο Ντακαράη, να τίκτει τον θεό που τον έτικτε, όπως το αίμα οι φλέβες του.
Και εγένετο ανάγκη, το μέγα των δεινών, η εξάρτηση. Οκτώ ετών, στον αριθμό του άπειρου, του συνεχούς, μα ήταν πλέον αργά για εκείνον. Η ανάγκη γέννησε τον έρωτα και ο έρωτας την εξάρτηση, η εξάρτηση την υποτέλεια και η υποτέλεια το μηδέν. Ένα μηδέν σαν μαύρη τρύπα, που έφεγγε πάνω από τις πυραμίδες τη νύχτα. Έξω ησυχία, μέσα δυο ανάσες, στην ίδια κλίνη, θεοί και θνητοί, σωρό κουβάρι. Δύο μάτια ανοιχτά, να κοιτάνε στο άπειρο του ουρανού, καθως χιλιάδες αστέρια καθρεφτίζονταν στα μάτια του.
Γέμισε η νύχτα του με όνειρα, η ζωή του ήταν από όνειρα, η ίδια η ύπαρξη του ήταν ένα σμάρι όνειρα. Πίστεψε βλέπεις ο ανόητος πως κάτι αξίζει και αυτός, για να κάθετε δίπλα σε θεούς να κοιμάται. Δεν λογάριασε πως οι αράχνες ζουν πλάι-πλάι με τα κουφάρια από τα θηράματα τους. Έκανε όνειρα πως θα γίνει και αυτός θεός. Έκανε όνειρα πως η αγάπη είναι κάτι πιο αγνό από την αδηφάγα και αχόρταγη ανάγκη για ζωή. Χίλιες και μία σκέψεις, χίλια και ένα όνειρα, να τον αγαπάει ο θεός και να τον προστατεύει.
Σε ένα λώρο που σάπιζε, μέσα και γύρω από τον Ντακαράη, αυτός τρεφόταν με χολή, πύον και ξύδι. Ένας θεός που εκπόρνευσε τις ανάγκες του και πληρωνόταν με χνώτα που βρώμαγαν μούστο. Στην κόψη της ανυπαρξίας. Ούτε ξύλο, ούτε φωνές, ούτε μίσος, ούτε απέχθεια, παρά μόνο χολή, πύον και ξύδι έδινε στους πιστούς του. Μέσα από ένα λώρο που ήταν φτιαγμένος από λάσπη και αγάπη, λάσπη και ανάγκη, ζωή και τέλος. Πώς να τα βάλει κανείς με την αγάπη; Πώς να την αρνηθεί; Πώς να σταματήσει να την βυζαίνει αχόρταγα;
“Κουράστηκα…”, ψέλλισε, κοιτώντας απέξω τον κόσμο να ξυπνάει. Και έγειρε να τρέξουν τα δάκρυα του πάνω της.
Συγγραφέας: Καραδάκης Γιώργος Παναγιώτης – Σπουδαστής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου