Μια φορά και έναν καιρό, μέσα στο δάσος ζούσαν πολλά ζωάκια, ήταν τόσο ευτυχισμένα
ώσπου έγινε κάτι που τα άλλαξε όλα. Οι ευτυχισμένες στιγμές χάθηκαν ξαφνικά.
Ένα βράδυ τα ζώα ακούσανε θόρυβο, κάποιος είχε μπει στο δάσος παράνομα, βγήκαν φοβισμένα από τη φωλιά τους, προσπαθούσανε να βρούνε τον ένοχο, αλλά μάταια ήταν αόρατος.
Τότε ακούσανε ένα φτάρνισμα «αψιού» γύρισαν τα κεφάλια τους και είδαν τον λαγό πίσω από τον θάμνο φταρνιζόταν συνεχώς. Το φτάρνισμα συνεχίστηκε ως το πρωί τότε ο λαγός φάνηκε και τους είπε «αψιού, κάποιος με ράντισε με σταγονίδια», συνεχώς φταρνίζομαι, κάποιος με άγγιξε, πάντως η καλή νεράιδα δεν ήταν, πρέπει στο γιατρό να πάω γιατί τίποτα δεν θέλω να φάω».
Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στον γιατρό του δάσους στην κυρά κουκουβάγια να του δώσει οδηγίες. Ξαφνικά βλέπει το σκιουράκι κατέβαινε από τη φωλιά αδύναμο, ταλαίπωρο «πρόσεχε θα πέσεις» του φώναξε και πραγματικά παραλίγο να πέσει. «Μα τι έπαθες φαίνεσαι ζαλισμένος» ρώτησε το ελαφάκι που εκείνη την ώρα βγήκε για χορταράκι «Aπό χθες βράδυ νιώθω αδυναμία, θα πάω στο γιατρό του δάσους να μου δώσει βιταμίνες» είπε λυπημένο το σκιουράκι.
Το ελάφι που πάντα κουβαλούσε το κουτί πρώτων βοηθειών γιατί λόγω της ταχύτητας του , το καλούσαν συχνά να προσφέρει τη βοήθειά του, του είπε «Kάθισε ηρέμησε θα σου βάλω θερμόμετρο». Αφού πέρασε το ένα λεπτό βγάζουν το θερμόμετρο και μόλις το ελαφάκι το είδε κόντεψε να λιποθυμήσει «Θες γιατρό επειγόντως, δεν θα ‘ρθω μαζί σου γιατί μπορεί να είναι μεταδοτικό και να κολλήσω και ‘γω» .
Το σκιουράκι έτρεξε στην κυρά κουκουβάγια, βρήκε ουρά από ζωάκια το ένα είχε βήχα, το άλλο αδυναμία όλοι περίμεναν οδηγίες για τα συμπτώματα τους, πρώτη φορά τους συνέβαινε αυτό.
Η σοφή κουκουβάγια αφού έκανε εξετάσεις στα ζώα που την επισκέφτηκαν τα είπε: «κάποιος πέρασε το βράδυ και με ένα άγγιγμά του σας έκλεψε κάτι πολύ πολύτιμο, την υγεία, πρέπει γρήγορα να βρεθεί για να μην εξαπλωθεί».
«Φάντασμα είναι» φώναξε ο σκαντζόχοιρος, «κάποιος θέλει το κακό μας για να ‘ρθει να μας πάρει το δάσος μας» φώναξε το λαγουδάκι που το φτάρνισμα του δεν είχε σταματημό», «πως μας είδε μέσα στο σκοτάδι και μας έκανε κακό, μόνο εγώ γυρνώ» φώναξε η πονηρή αλεπού , που σήμερα φαινόταν αδύναμη και δεν μπορούσε να πάει για κότες και θα έμεινε νηστική.
Η κυρά κουκουβάγια φώναξε θα μάθουμε ποιος είναι ο κλέφτης της υγείας μας, τώρα αμέσως φεύγουμε για την μεγάλη χώρα ξέρω έναν καλό ντεντέκτιβ, πρέπει να ’ρθει για αποτυπώματα μόνο έτσι θα βρεθεί ο κλέφτης, τον είχα γνωρίσει σε ένα συνέδριο πριν χρόνια κάπου έχω την κάρτα του.
Η κουκουβάγια έψαξε στην ιατρική της τσάντα. Επιτέλους τη βρήκε. Σχημάτισε τον αριθμό και
έκλεισε ραντεβού.
Την άλλη μέρα το πρωί η κυρά κουκουβάγια ανέβηκε πάνω στο ελάφι και χάθηκαν μέσα στο δάσος, τα άρρωστα ζωάκια έμειναν μέσα στη φωλιά τους, αυτά που ήταν καλύτερα περίμεναν τα νέα. Ήθελαν να μάθουν νέα για τον αόρατο κλέφτη.
Το ελαφάκι μετά από πολύ τρέξιμο έφτασε στη μεγάλη χώρα. Μαζί με την κυρά κουκουβάγια έφτασαν σε μια μεγάλη έπαυλη και διάβασαν στο κουδούνι «Nτεντέκτιβ ο ατσίδας Ηρακλής».
Χτύπησαν την πόρτα «τακ-τακ». «Περάστε» ακούστηκε μια φωνή. Άνοιξαν την πόρτα και αντίκρισαν έναν ψηλό αγόρι, τα μάτια του ήταν μαύρα σαν το κάρβουνο, τα μαλλιά σγουρά σχημάτιζαν μπούκλες, η ηλικία του άγνωστη, φαινόταν ότι είχε εμπειρία στις ανακαλύψεις ενόχων, ήταν συμπαθητικός και γελαστός. Φορούσε άσπρη στολή, έμοιαζε περισσότερο με γιατρό. Δίπλα του ένα σημειωματάριο, όσο μιλούσε σημείωνε.
«Καλησπέρα τι σας φέρνει στο γραφείο μου;» τα ρώτησε ο ντεντέκτιβ με μάτια που γυάλιζαν. Μίλησε πρώτη η σοφή κουκουβάγια και είπε «θέλουμε τη βοήθειά σου, κάποιος μας άγγιξε με το ραβδί του και αρρωστήσανε ζώα στο δάσος μας, φοβόμαστε, πρέπει ο ένοχος να βρεθεί, να πιαστεί και να μπει στη φυλακή».
Ο ντεντέκτιβ κούνησε το κεφάλι και απάντησε «αν και έχω πολλές υποθέσεις αυτόν τον καιρό θα αναλάβω και την δική σας, θέλω να δω ποιος σας έκανε κακό, ποιος είχε τόση δύναμη».
Ο ντεντέκτιβ την επόμενη μέρα πήγε στο δάσος με μια μυστήρια βαλίτσα, έβγαλε μικροσκόπια, σημείωνε, εξέταζε τους μάρτυρες φορώντας μάσκα, έμοιαζε χειρουργός αλλά δεν ήταν. Μετά από πολύωρη έρευνα τους είπε: «ένας ιός είναι ο εχθρός. Κάθισε πάνω στα χέρια σας, στη μύτη σας στο στόμα σας και έφερε το βήχα, το φτάρνισμα, τον πυρετό. Ένα έχω να σας πω, δεν τιμωρείται, είναι άπιαστο πουλί. Πρέπει όμως να βρεθεί, γι’ αυτό κάθε μέρα από το πρωί θα κάνετε καλό πλύσιμο χεριών με σαπούνι και νερό και αύριο θα ‘ρθω να σας ξαναδώ, παίρνω μαζί και τον λαγό να τον εξετάσω μοναχό».
Το λαγουδάκι έτρεμε από φόβο, γιατί του πέρασε μια μάσκα μπροστά στη μικρή μυτούλα του, ούτε αναπνοή δεν μπορούσε να πάρει. Η κυρά λαγουδίνα το αποχαιρετούσε με δάκρυα στα μάτια, ήταν το μοναχοπαίδι της.
Ο ντεντέκτιβ πέρασε από ένα μεγάλο μικροβιολογικό εργαστήρι, έβαλε το λαγουδάκι σε μια καρέκλα και του πέρασε κάτι μπροστά στο μέτωπο, το λαγουδάκι τρόμαξε, έμοιαζε φακός .
Κατόπιν το πήρε στο γραφείο, όπου συνέχισε να σημειώνει και του πρόσφερε ένα χυμό πορτοκάλι «Πιες το, έχει βιταμίνη C. Ξεκουράσου και το πρωί φεύγουμε να σε πάω στη μαμά σου, δεν πρέπει όμως να την παίρνεις αγκαλιά μέχρι να γίνεις καλά, πρέπει να της μιλάς από μακριά».
Την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησαν, έφτασαν στο δάσος και όλα τα ζώα έτρεξαν εκτός από αυτά που είχαν συμπτώματα αδιαθεσίας.
«Λοιπόν» φώναξε ο ντεντέκτιβ «βρήκα μετά από πολύ έρευνα και μελέτη ποιος έκλεψε την υγεία σας, που τώρα την ψάχνατε. Ένας ιός, ο κορονοϊός, αγνώστου πατρός. Συμβουλή. Πλύσιμο καλό με σαπούνι και νερό, απολύμανση, καθαριότητα σπιτιού, όχι βόλτες μέσα στο δάσος, ούτε στις ακρογιαλιές για να γίνουν όλα όπως χθες. Είναι αόρατος ο κλέφτης, τον βρήκα και τον κυνηγώ αλλά βοήθεια ζητώ, σας θερμοπαρακαλώ όχι βόλτες στο βουνό».
Τα ζώα είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα άρχισαν τα παράπονα «Μα πως να κλειστούμε μέσα στη φωλιά, θέλουμε οξυγόνο».
«Λυπάμαι» φώναξε άγρια ο ντεντέκτιβ «Αν δεν υπακούσετε θα φέρω τον σκύλο μου να σας φυλάει, θα σας δώσω μάσκα και γάντια για προστασία, θα μένετε τώρα σπίτι και θα διαβάζετε βιβλία, συνεχίζω να κυνηγάω τον κλέφτη που δεν περπατάει, πετάει σαν αετός , είναι πιο γρήγορος από λαγός, ταξίδεψε πολύ και δεν κουράστηκε ακόμη, έμαθα» συνέχισε ο ντεντέκτιβ «τον κυνηγούν πολύ όλοι οι λαοί» .
Τα ζώα αλλά και οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, έβγαιναν που και που στο παραθύρι, μήπως και δουν τον ντεντέκτιβ να ‘ρχεται κρατώντας την υγεία τους, το λαγουδάκι ακόμα φταρνιζόταν και όλοι έψαχναν τον αόρατο κλέφτη.
Συγγραφέας: Θωμαή Τσιμερίκα – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου