Άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία, δεν καταλάβαινα αν ήταν νύχτα ή μέρα. Το κεφάλι μου πονούσε πολύ. Εξετάζοντας προσεκτικά τον χώρο συνειδητοποίησα ότι δεν βρισκόμουν στο δωμάτιό μου. Σοκαρισμένη πετάχτηκα από το κρεβάτι. Δεν αναγνώριζα τίποτα γύρω μου. Βιαστικά άνοιξα την πόρτα του δωματίου. Εκεί υπήρχε ένας διάδρομος με μια ταμπέλα που έγραφε ότι βρισκόμουν μέσα σε ένα λαβύρινθο και ότι είχα 15 λεπτά για να βγω έξω. Με μεγάλα κεφαλαία γράμματα τόνιζε να μην ακουμπήσω τους τοίχους.
Αναρωτιόμουν αν όλο αυτό ήταν απλά μια φάρσα ή αν είχα μπλέξει σε κάτι σκοτεινό. Προσπάθησα να θυμηθώ που ήμουν το προηγούμενο βράδυ. Είχα βγει μια βόλτα με την φίλη μου την Μελίνα. Πήγαμε στο αγαπημένο μας μαγαζί. Εκεί γνωρίσαμε δυο τύπους, αρκετά γοητευτικούς. Μας κέρασαν ένα ποτό κι έπειτα δεν θυμάμαι τίποτα. Κρύος ιδρώτας άρχισε να με λούζει. Ανησυχούσα για την Μελίνα και για τον εαυτό μου. Τα πόδια μου έτρεμαν , νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω. Δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα στο πρόσωπό μου.
Αφού πέρασαν λίγα λεπτά, το αίσθημα της επιβίωσης ξύπνησε. Έπρεπε να βιαστώ και να ακολουθήσω τις οδηγίες. Αν υπήρχε πιθανότητα να ξεμπλέξω από όλο αυτό έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να ενθαρρύνω τον εαυτό μου να προσπαθήσει.
Άρχισα να προχωρώ μέσα στους διαδρόμους, συνεχώς έπαιρνα λάθος δρόμο και κατέληγα σε αδιέξοδα. Έπρεπε να συγκεντρωθώ και να δω τα σημάδια που οδηγούν στην έξοδο. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Από τα μεγάφωνα κάποιος με ενημέρωνε για το πόσο χρόνο έχω ακόμα. Φοβόμουν πολύ.
Μάταια έψαχνα για κάποιο σημάδι. Πλέον έτρεχα απεγνωσμένα μέσα στους διαδρόμους. Βρισκόμουν στο ίδιο μέρος ξανά και ξανά. Λίγα δευτερόλεπτα είχαν μείνει. Βούρκωσα , σκοτεινές σκέψεις γέμισαν το μυαλό μου. Ήμουν έτοιμη να πεθάνω.
Αυτό που με τρόμαζε περισσότερο ήταν με ποιο τρόπο θα πεθάνω. Αν θα με βασανίσουν και πόσο θα υποφέρω. Ο χρόνος έληξε. Τα φώτα άναψαν. Σειρήνες άρχισαν να ηχούν δυνατά. Με τρέλαινε τόση φασαρία. Υπήρχαν κάμερες παντού. Κάποιος με παρακολουθούσε συνεχώς. Τότε άκουσα τρίξιμο πόρτας και βήματα να πλησιάζουν. Στάθηκα εκεί για να τον αντιμετωπίσω. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε διαφυγή.
Τα φώτα έσβησαν κι άναψαν ξανά. Τότε ένας ψηλός μαυροντυμένος άνδρας εμφανίστηκε μπροστά μου. Μου κόπηκε η ανάσα. Άρχισα να τρέχω. Εκείνος ψύχραιμα με ακολουθούσε με γρήγορο βήμα. Βρέθηκα μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Προσπάθησα να την ανοίξω μα ήταν κλειδωμένη. Άκουγα τα βήματά του να πλησιάζουν. Όλη η υστερία και η ένταση της στιγμής μου έδωσε την δύναμη να σπάσω την κλειδαριά. Η πόρτα άνοιξε.
Βρέθηκα σε μια τεράστια σκοτεινή αποθήκη. Νερά έσταζαν παντού και μια απαίσια μυρωδιά με έκανε να ασφυκτιώ. Έτρεξα να κρυφτώ. Τότε κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε παλιό βυρσοδεψείο. Δέρματα ζώων υπήρχαν στοιβαγμένα στην αποθήκη. Ο άνδρας μπήκε μέσα. Σταμάτησα να αναπνέω για να μην με αντιληφθεί. Έκανε μια βόλτα μέσα στο χώρο κι άκουσα τα βήματά του να απομακρύνονται.
Σήκωσα το κεφάλι διστακτικά. Είχε φύγει. Έψαξα για πιθανή έξοδο μα το μόνο που υπήρχε ήταν κάτι μικροσκοπικά παράθυρα στα δυο μέτρα. Τότε έσυρα προσεκτικά ένα παλιό ξύλινο έπιπλο για να δω έξω από το παράθυρο . Όταν ανέβηκα είχα την ελπίδα ότι κάποιος θα με άκουγε αν φώναζα βοήθεια. Έξω ήταν το προαύλιο της αποθήκης. Εκεί δεν υπήρχε κανείς.
Απογοητευμένη κούρνιασα σε μια γωνιά κι άρχισα να κλαίω. Τότε πρόσεξα ένα γνώριμο μπουφάν πεταμένο στο πάτωμα. Ήταν της Μελίνας. Θα το αναγνώριζα ανάμεσα σε δεκάδες μπουφάν. Είχε ραμμένα πάνω του τα αρχικά της. Έπρεπε να την βρω.
Τις σκέψεις μου διέκοψε ο ήχος ενός αυτοκινήτου. Ανέβηκα πάλι στο έπιπλο για να δω. Ένα μαύρο αυτοκίνητο βρισκόταν εκεί. Ένας άνδρας στεκόταν μπροστά από το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ. Ένας άλλος πλησίασε και ξεκίνησαν να κουβαλάνε μεγάλες μαύρες σακούλες. Πτώματα σκέφτηκα.
Βρήκα μια κοφτερή λάμα κι αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Χαμένη πάλι στον λαβύρινθο έσπαγα κάθε κάμερα που βρισκόταν στον δρόμο μου. Ακολούθησα τα βήματα του άνδρα από τα βρεγμένα παπούτσια. Μια μισάνοιχτη πόρτα ήταν μπροστά μου. Πολύ σιγά την άνοιξα και μπήκα στο δωμάτιο. Εκεί υπήρχαν οθόνες κι ένα μικρόφωνο. Συνέχισα για το επόμενο δωμάτιο. Δεν ήταν κανείς. Άνοιξα την εξωτερική πόρτα και βγήκα στην αυλή. Είδα τους δυο άνδρες να συζητούν δίπλα στο σταθμευμένο αυτοκίνητο. Κρύφτηκα.Εκείνη τη στιγμή δυο μαύρα αυτοκίνητα μπήκαν βιαστικά. Έξι άνδρες βγήκαν με όπλα στα χέρια ακινητοποιώντας τους. Ύστερα άρχισαν να ψάχνουν τον χώρο και τότε με ανακάλυψαν. Ήμουν έτοιμη να επιτεθώ στον άνδρα που ήταν από πάνω μου όταν φώναξε ότι ήταν αστυνομικός. Κατέρρευσα.
Ξύπνησα σε άγνωστο δωμάτιο. Νόμιζα ότι ο εφιάλτης ξανάρχισε μα ήμουν στο νοσοκομείο. Εξαρθρώθηκε κύκλωμα σωματεμπορίας το πρώτο θέμα στην τηλεόραση. Η Μελίνα ήταν στο διπλανό κρεβάτι. Ανακούφιση.
Συγγραφέας: Έφη Γονίδη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου