Ένα ακόμα κείμενο της σπουδάστριας του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής, Tabula Rasa, Σταυρούλας Τσούτσα, δημοσιεύεται στον Εθνικό Κήρυκα της Νέας Υόρκης.
Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης ενός έλληνα μετανάστη μιας άλλης εποχής. Μιας ρομαντικής εποχής.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Ανοιξε το παράθυρο και άφησε την πρωινή δροσιά να μπει
στην κάμαρά του. Μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ενιωσε ευγνώμων, γιατί
η ζωή του χάρισε άλλη μια μέρα. Το γλυκό φως της ανατολής έβαφε με ροζ
αποχρώσεις τον άσπρο τοίχο τού απέναντι σπιτιού.
Πιο μακριά, στο βάθος, έλαμπε το Μανχάταν, καθώς ξυπνούσε. Πόση
δύναμη έκρυβε μέσα του το νησί αυτό της μεγαλούπολης! Δύναμη που
αντανακλά την προσπάθεια του ανθρώπου να εργαστεί και να δημιουργήσει,
δύναμη που συμβολίζει την αγωνία του να φτάσει ψηλά, να αγγίξει τον
ουρανό, να δοξαστεί στο πέρασμα των αιώνων για τα δημιουργήματά του.
Ετσι δυνατός ένιωθε και ο ίδιος. Παρά το γεγονός ότι διένυε πλέον την
7η δεκαετία της ζωής του, ήταν ακόμη γεμάτος ενέργεια και διάθεση να
δημιουργήσει, να προσφέρει. Από τότε που η ζωή τον έφερε εδώ,
δεκαπεντάχρονο αγόρι, ένιωθε τον αέρα της Νέας Υόρκης να φυσάει μέσα
του, να τον γεμίζει δύναμη, να τον σπρώχνει να αγωνίζεται.
Δεν τον κούρασαν ποτέ οι ρυθμοί αυτής της πόλης, το αντίθετο μάλλον.
Τον γοήτευε η ταχύτητα, το ρίσκο, ο ανταγωνισμός. Θυμάται την αίσθηση
ελευθερίας που τον κυρίευσε, όταν πρωτοαντίκρυσε το Μανχάταν. Τι και αν
τον χώριζαν θάλασσες από το νησί του, δε φοβήθηκε ούτε μια στιγμή. «Εγώ
θα τα καταφέρω» σκέφτηκε. Και τα κατάφερε, μια χαρά.
Φόρεσε την κόκκινη γραβάτα του, την έσφιξε ψηλά στο λαιμό του,
κούμπωσε το σακάκι του και χτένισε τα λευκά του μαλλιά. Ποτέ δεν έβγαινε
απεριποίητος έξω από το σπίτι του, ούτε για να πάει μέχρι απέναντι στο
μαγαζάκι για την εφημερίδα του. Πάντα κουστουμαρισμένος και ατσαλάκωτος.
Οχι από υπεροψία, αλλά από σεβασμό για τον εαυτό του και τους άλλους.
Σεβόταν απόλυτα αυτόν που έχει απέναντί του ακόμη κι αν εκείνος δεν
είχε ούτε κατά διάνοια τη δική του κοινωνική θέση ή οικονομική
επιφάνεια, αρκεί να ένιωθε πως έπαιρνε αυτόν το σεβασμό πίσω. Οχι με
λόγια, αλλά με πράξεις, με συμπεριφορές. Μισούσε την κοροϊδία και το
ψέμα σε όλες τους τις μορφές. Οπως και την αδικία. Δεν την άντεχε με
τίποτα.
Ηπιε μια ρουφηξιά από τον ζεστό καφέ του. Σκέτο τον έπινε πάντα κι
έτρωγε μαζί ένα κομμάτι κέικ για πρωινό. Πόσο του άρεσε ο συνδυασμός του
γλυκού με τον πικρό καφέ! Ετσι ήταν και οι αναμνήσεις του, γλυκόπικρες.
Τα τελευταία χρόνια, κάθε πρωί γύριζε πίσω στο παρελθόν. Ηταν οι
στιγμές που το μυαλό του ήταν καθαρό, ξεκούραστο από έγνοιες για
μπίζνες, άδειο ακόμη από τα προβλήματα τής κάθε μέρας και έτσι έβρισκαν
την ευκαιρία να τρυπώσουν οι εικόνες από το παρελθόν.
Θυμόταν αγαπημένα πρόσωπα, σκηνές από την προηγούμενη ζωή του που
ζωγραφίστηκαν μέσα του ανεξίτηλες, μυρωδιές από τόπους που αγάπησε.
Κάποιες από αυτές τις ήρεμες στιγμές της νοσταλγίας ήταν που ένιωθε και
την Βασιλική δίπλα του να τον κοιτάζει χαμογελώντας.
Την Βασιλική την ήξερε από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Μαζί
μεγάλωναν, στην ίδια γειτονιά. Μαζί πήγαιναν κάθε μέρα στο σχολείο, μαζί
έπαιζαν στην αλάνα πίσω από τα σπίτια τους, όλα μαζί. Στην Βασιλική
έλεγε τα όνειρά του, να ταξιδέψει, να δουλέψει, να γίνει κάποιος, να
ξεφύγει από το νησί. Την αγαπούσε σαν αδερφή του.
Μέχρι που πάτησε τα δώδεκα. Τότε θαρρείς και κάτι άλλαξε μέσα του.
Δεν άντεχε να μην την βλέπει, του έλειπε το γλυκό της χαμόγελο, τα
πράσινα μάτια της που έλαμπαν πιο πολύ από τον ήλιο. Κι εκείνη πάλι, όσο
μεγάλωνε τόσο κλείνονταν μέσα στο σπίτι. Δεν έπαιζε πια στο δρόμο, ήταν
προσεκτική στις κουβέντες της στο σχολείο και ποτέ δεν την πετύχαινε
έξω χωρίς τη μάνα της ή τις αδερφές της. Κι ήθελε τόσο να της μιλήσει,
να της πει όλα αυτά που τον έπνιγαν κάθε φορά που την έβλεπε, να της
ζητήσει να τον αφήσει να μυρίσει τα μαλλιά της, να της αγγίξει το χέρι.
Πέρασαν τρία χρόνια για να της μιλήσει. Τρία χρόνια ονειρευόταν στον
ύπνο του και στον ξύπνιο του να την συναντά και να της ανοίγει την
καρδιά του. Κάθε φορά όμως που έβρισκε το θάρρος να την πλησιάσει, μόλις
πήγαινε να της μιλήσει, εκείνη του γύρναγε την πλάτη.
Ναι, και η Βασιλική τον αγαπούσε, ήταν σίγουρος. Κι ας μην του
μιλούσε. Την πρόδινε το ροδαλό χρώμα που έπαιρναν τα μάγουλά της, κάθε
φορά που τον έβλεπε ξαφνικά μπροστά της, ο τρόπος που χαμήλωνε τα μάτια
της, όταν αντίκρυζαν τα δικά του, το σφίξιμο στα χέρια της, όταν έφευγε
από κοντά του.
Δεν ξέχασε ποτέ τη μέρα που της μίλησε για την αγάπη του. Ηταν η
τελευταία άνοιξη πριν φύγει, Πρωτομαγιά, Κυριακή απόγευμα. Είχε ψύχρα
και ψιλόβρεχε. Τον είχε στείλει η μάνα του να μαζέψει τα μικρότερα
αδέρφια του από την αλάνα και την είδε που έβγαινε μόνη από το σπίτι.
«Βασιλική! Στάσου!» της φώναξε.
«Βασιλική! Στάσου!» της φώναξε.
Εκείνη του πέταξε ένα χαιρετισμό κι έκανε να φύγει. Την άρπαξε από το
μπράτσο. «Φεύγω Βασιλική, στην Αμέρικα», της είπε. «Το καλοκαίρι δεν θα
είμαι εδώ. Μα θέλω να ξέρεις πως σ’ αγαπώ και θα γυρίσω. Θα σε πάρω
μαζί μου, σύντομα, γυναίκα μου. Θα με περιμένεις;». «Ναι» ψέλλισε εκείνη
και κοκκίνισε για ακόμη μια φορά. «Θα σε περιμένω, όσο ζω» του είπε και
έτρεξε μέσα στο σπίτι της μη τη δει κανένα μάτι και έχει μπλεξίματα με
τη μάνα της.
Δεν ήθελε να ακούσει τίποτ’ άλλο. Περπατούσε εκστασιασμένος, χωρίς να
ξέρει πού πηγαίνει, χωρίς να θυμάται τι είχε να κάνει. Οι ουρανοί είχαν
ανοίξει και η βροχή έπεφτε πάνω του με ορμή, μα αυτός δεν ένιωθε το
κρύο νερό που τον είχε κάνει μούσκεμα. Ενα σύννεφο ευτυχίας είχε θολώσει
το μυαλό του και είχε γαληνέψει την ταραγμένη του ψυχή. Δύο όνειρά του
θα πραγματοποιούνταν. Το ταξίδι στην Αμέρικα και ο γάμος με τη Βασιλική
του. Τι άλλο να ζητήσει από τη ζωή;
Η περίοδος μέχρι το μεγάλο ταξίδι ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής
του. Τη Βασιλική την έβλεπε σχεδόν καθημερινά στα κρυφά, το έσκαγαν και
οι δυο τη νύχτα για να βρεθούν για λίγο. Κρυμμένοι πίσω από τα κλήματα,
άνοιγαν τις ψυχές τους, μιλούσαν για την αγάπη τους και έκαναν όνειρα.
Μία φορά μόνο τόλμησε να τη φιλήσει, τη νύχτα πριν φύγει. Το φιλί της
είχε τη γλυκιά γεύση του δυόσμου. Ενιωσε να ζαλίζεται από την ένταση. Τα
χείλη του έκαιγαν για μέρες μετά.
«Θα σε αγαπώ για πάντα», της είπε. «Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό, Βασιλική μου».
«Θα σε περιμένω», του απάντησε και του έβαλε στο χέρι, τον σταυρό της τον βαφτιστικό.
Και κάπως έτσι, με τη λαχτάρα να φτάσει στην Αμέρικα, να φτιαχτεί και
να γυρίσει γρήγορα να πάρει και την Βασιλική μαζί του, χαιρέτησε τη ζωή
του στην άλλη άκρη του ωκεανού. «Να μου γράφεις» τον είχε παρακαλέσει,
όταν τη χαιρέτησε.
«Θα σου γράφω» της υποσχέθηκε. «Θα στέλνω τα γράμματα της Αννιώς, της
αδερφής μου της μεγάλης, να σου τα δίνει και θα τη βάλω να ορκιστεί πως
δεν θα πει σε κανέναν τίποτα. Και κάθε Πρωτομαγιά θα βρίσκεις έξω από
την πόρτα σου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Θα είναι από μένα, για να μη
ξεχάσεις ποτέ τη μέρα που σου μίλησα για την αγάπη μου».
Μα δεν το τήρησε. Κάθε φορά που έγραφε πέντε αράδες στο χαρτί και το
ξαναδιάβαζε, δεν του άρεσαν και το έσκιζε. Δεν μπορούσε και να εκφραστεί
όπως ήθελε, φοβόταν μην τον κοροϊδεύουν οι αδερφές του και χασκογελούν
με τα δικά του αισθήματα. Φοβόταν και να μην πέσουν τα γράμματα στα
χέρια της μάνας της Βασιλικής και την τιμωρήσουν ή ακόμη χειρότερα μην
την παντρέψουν με τη βία, για να μην τη χάσουν από κοντά τους, αν
μάθαιναν για την αγάπη τους.
Κι όλο έγραφε κάτι γράμματα τυπικά για να της τα στείλει κι όλο του
φαίνονταν τα λόγια του φτωχά, ασήμαντα, καταδικασμένα να μην μπορούν να
γεμίσουν το χαρτί με το πάθος της ψυχής του, κι όλο τα έσκιζε. Μέχρι που
σταμάτησε να προσπαθεί να της γράψει και τής μηνούσε «χαιρετίσματα» στα
γράμματα που έστελνε στην αδερφή του. «Δεν πειράζει» σκέφτηκε, «το
καλοκαίρι θα πάω στο νησί και θα της μιλήσω».
Ομως πιάστηκε με τη δουλειά και το πρώτο καλοκαίρι μακριά από το νησί
του, έμεινε στην Αμερική. Το ίδιο και το δεύτερο, το ίδιο και το τρίτο.
Δούλευε από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα, μάθαινε τη γλώσσα, έκανε
γνωριμίες, μάζευε χρήματα, έφτιαχνε τη ζωή του. Η Βασιλική δεν του
έλειπε πια τόσο, όχι γιατί έπαψε ποτέ να τη λατρεύει, αλλά γιατί «ζούσε»
μαζί της, την είχε συνέχεια μέσα στο μυαλό και την καρδιά του.
Ούτε μία στιγμή δεν κοίταξε άλλη γυναίκα, ούτε μία στιγμή δεν
φαντάστηκε τη ζωή του χωρίς εκείνη. Κάθε Πρωτομαγιά μάλιστα, όταν
σουρούπωνε, όση δουλειά κι αν είχε πήγαινε μόνος του στο Coney Island
και ατένιζε πέρα τον ωκεανό. Και της έστελνε την αγάπη του με τα
ταξιδιάρικα πουλιά και με τα κύματα. Κι εκείνη κάθε Πρωτομαγιά έβρισκε
στην πόρτα της ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, τόσο κόκκινο σαν την αγάπη που
έκαιγε την καρδιά της.
Το τέταρτο καλοκαίρι, στα δεκαεννιά του πια, έβγαλε περιχαρής
εισιτήριο για την Ελλάδα. Σκεφτόταν τη χαρά της Βασιλικής, να τον έβλεπε
ξαφνικά μπροστά της, να την αγκάλιαζε, να τη ζητούσε από τη μάνα της
και να ταξίδευαν στην Αμερική μαζί.
Πόσα θα της έδειχνε, πόσα θα της μάθαινε στον καινούριο τόπο, πόσα
πράγματα θα έκαναν μαζί. Πόσο περήφανη θα ήταν η Βασιλική για εκείνον,
τον άντρα της που θα μπορούσε πλέον να της παρέχει ένα όμορφο διαμέρισμα
και αργότερα, γιατί όχι, κι ένα δικό της σπίτι; Το σπίτι που θα
μεγάλωναν τα παιδιά τους, που θα γερνούσαν οι δυο τους αγαπημένοι μέχρι
το τέλος.
Μία μέρα πριν ταξιδέψει, είπε να πάει στο σπίτι της θειάς του, να
χαιρετήσει τους συγγενείς και να τους ρωτήσει αν χρειάζονταν κάτι να
τους φέρει από το νησί, όταν θα γυρνούσε. Φτάνοντας εκεί, πέταξε από τη
χαρά του, γιατί βρήκε τον φίλο και συμμαθητή του, τον Κώστα που είχε
έρθει κι εκείνος να βρει την τύχη του «στη Γη της Επαγγελίας», όπως
συνήθιζαν να αποκαλούν την Αμερική μεταξύ τους.
Αγκαλιάστηκαν, θυμήθηκαν τα παλιά, θυμήθηκαν το σχολείο, τις πλάκες,
τα παιχνίδια. Ηθελε να τον ρωτήσει και για την Βασιλική κι όλο δίσταζε,
γιατί κάθε φορά που πήγαινε να πει το όνομά της, πνιγόταν από τη λαχτάρα
να μάθει.
Οταν πια ρώτησε, τάχα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, «η Βασιλική της
κυρά Μαρίκας τι κάνει;» το πρόσωπο του Κώστα σκοτείνιασε. «Δεν τα
’μαθες;» τον ρώτησε απορημένος, «Βούιξε όλο το νησί».
Ενιωσε το αίμα του να παγώνει. Τι ήταν αυτό που το ήξεραν όλοι, εκτός
από εκείνον; Δεν μπορούσε να μιλήσει, μόνο κοιτούσε τον φίλο του και
περίμενε να ακούσει τη συνέχεια.
«Πέθανε η Βασιλική. Κοντεύουν δύο μήνες. Το βράδυ της Πρωτομαγιάς
πέθανε. Επεσε να κοιμηθεί και το πρωί τη βρήκε η μάνα της νεκρή. Από
καρδιά, είπανε».
Δεν κατάλαβε για πότε έφυγε, για πότε βρέθηκε στο Coney Island. Αφησε
τα δάκριά του να τού ξεπλύνουν τον πόνο, που ξεχύνονταν από κάθε πόρο
του κορμιού του και τον παρέλυε. Εσκισε το εισιτήριο σε χίλια κομμάτια
και το πέταξε στο νερό. Εμεινε για ώρες εκεί, κοιτάζοντας τη θάλασσα όσο
μακριά έφτανε το μάτι του, φωνάζοντας το όνομά της. Μέχρι που ξημέρωσε.
Εφυγε και πήγε κατευθείαν στη δουλειά.
Οταν μετά από πολλά χρόνια επισκέφτηκε το νησί του, όταν ο πόνος είχε
καταλαγιάσει πια, κάποια στιγμή τόλμησε να ρωτήσει την Αννα, την αδερφή
του για την Βασιλική. «Αδερφέ μου, ξέρεις τι με τρώει τόσα χρόνια;
Ημουν άρρωστη εκείνη την Πρωτομαγιά, έτρεμα από τον πυρετό, και δεν της
πήγα το τριαντάφυλλό της. Πού να το φανταζόμουν ότι θα ήταν το τελευταίο
της τριαντάφυλλο. Κανείς δεν ξέρει πώς πέθανε το κορίτσι».
Πάγωσε, μόλις το άκουσε. Προσπάθησε να μη δείξει τίποτα, για να μην
στεναχωρήσει την αδερφή του. Πού να ’ξερε η καημένη τι σήμαινε το
τριαντάφυλλο για εκείνον και την Βασιλική. Εκείνος όμως γνώριζε. Και
κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Από αγάπη πέθανε η Βασιλική. Δεν βρήκε
το λουλούδι της και τρόμαξε, φοβήθηκε πως την ξέχασε. Και δεν το άντεξε.
«Αχ, Βασιλική μου, πώς μπόρεσες έστω και μια στιγμή να αμφισβητήσεις
την αγάπη μου», σκέφτηκε και βούρκωσε.
Από τότε δεν ξαναπήγε ποτέ στο νησί του. Ούτε παντρεύτηκε ποτέ. Δεν
μπόρεσε ποτέ να αγαπήσει καμία γυναίκα, όσο εκείνο το κορίτσι των
δεκαπέντε του χρόνων και κάθε φορά που έφτανε κοντά στο γάμο, κάτι
πήγαινε στραβά και την τελευταία στιγμή έκανε πίσω. Και δεν το μετάνιωσε
ποτέ. Από εκεί και πέρα η ζωή του ήταν μόνο η δουλειά.
Εδωσε όλον του τον εαυτό, πρόκοψε, πλούτισε τόσο που ούτε στα πιο
τολμηρά του όνειρα δεν μπορούσε να φανταστεί. Ταξίδεψε σε όλον τον
Κόσμο, γέμισε εμπειρίες και γνώσεις, ικανοποίησε επιθυμίες που για τους
περισσότερους ανθρώπους είναι άπιαστα όνειρα. Προσπαθούσε να ζει καλά
την κάθε μέρα του, να τη χαίρεται, να την απολαμβάνει. Και ήταν
ικανοποιημένος από τη ζωή του.
Οσο περνούσαν τα χρόνια είχε ακόμη ένα λόγο να νιώθει ευγνώμων.
Γερνούσε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας κι αυτό ήταν μεγάλο δώρο.
Ο ηλικιωμένος άντρας τέλειωσε τον καφέ του, αναστέναξε κι άρχισε να
ετοιμάζεται να φύγει. Εκλεισε το παράθυρο, πήρε την τσάντα του και βγήκε
από τη βαριά πόρτα του σπιτιού του. Κατέβηκε στον δρόμο και άρχισε να
προχωράει με αργά βήματα, φορτωμένος ακόμη από τις αναμνήσεις.
Μπροστά του ένα αγόρι και ένα κορίτσι γύρω στα δεκαπέντε, περπατούσαν
αγκαλιασμένα, γελούσαν και μιλούσαν. Κάποια στιγμή ο νεαρός σταμάτησε,
έβγαλε από την τσάντα του ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και το πρόσφερε στο
κορίτσι. «Happy anniversary» της ευχήθηκε και την αγκάλιασε με πάθος.
Ο ηλικιωμένος άντρας χαμογέλασε μουδιασμένα. Πόσο εύκολη είναι η
αγάπη σήμερα. Οι νέοι κυκλοφορούν ελεύθερα μαζί έξω, υπάρχουν ένα σωρό
τρόποι επικοινωνίας, δεν υπάρχει πλέον η έννοια της απόστασης.
Υπολογιστές, κινητά, μηνύματα, βιντεοκλήσεις, αεροπλάνα πόσο κοντά
φέρνουν τους ανθρώπους.
«Πόσο άδικο, για τη δική μου γενιά», σκέφτηκε. «’Η μήπως όχι; Πόσο
μεγάλες είναι οι αγάπες σήμερα;» αναρωτήθηκε στη συνέχεια. Ασυναίσθητα
έφερε το χέρι στο λαιμό του και αναζήτησε τον χρυσό σταυρό του, το
σταυρουδάκι της Βασιλικής. «Οχι και τόσο μεγάλες» απάντησε στον εαυτό
του και συνέχισε τον δρόμο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου