«Γιατί
είναι τόσο σκοτεινά;» αναρωτήθηκε η Άννα μόλις ξύπνησε. Κοίταξε γύρω της. «Μα
τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι;». Δεν βρισκόταν στο δωμάτιο της και αυτό την
τάραξε. Νόμιζε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ήθελε να σηκωθεί όρθια. Τότε
μόνο κατάλαβε πως ήταν μέσα σε ένα κουτί. Τρομοκρατήθηκε. Με τα χέρια της
προσπάθησε να απελευθερωθεί. Μόλις δραπέτευσε από το κουτί μία ακόμα δυσάρεστη
έκπληξη την περίμενε.
Δεξιά-αριστερά της υπήρχαν πτώματα. Άντρες,
γυναίκες, νέοι, γέροι. «Τι είναι εδώ; Νεκροτομείο; Θεέ μου, πώς θα φύγω;»,
σκέφτηκε την ώρα που έψαχνε για την έξοδο. Το δωμάτιο είχε μόνο μία πόρτα αλλά
ήταν κλειδωμένη. «Πού είναι το κλειδί;» μονολόγησε, όταν πάνω στη πόρτα
χαράχτηκε με κόκκινα γράμματα η πρόταση «Ψάξε στους νεκρούς φίλους σου».
Η
Άννα απομακρύνθηκε από την πόρτα τρομοκρατημένη. Πώς θα έψαχνε το κλειδί
ανάμεσα στα πτώματα; Φοβόταν να πλησιάσει κοντά, αλλά ήταν η μόνη λύση που
είχε. Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα του δωματίου, πίστευε πως ο εφιάλτης της θα
τέλειωνε. Αλλά έκανε λάθος. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, είδε μια τεράστια
πινακίδα κρεμασμένη στο ταβάνι. Η πινακίδα έγραφε: Έχεις μόνο 60 λεπτά για να
βγεις από εδώ. Μη ακουμπάς τους τοίχους».
Η
Άννα έτρεξε στο διάδρομο. Στο τέλος του, υπήρχαν δύο πόρτες. Η μία ήταν στη
δεξιά πλευρά. Ήταν μπλε και είχε χρυσό
πόμολο. Η άλλη ήταν στη αριστερή πλευρά. Ήταν πιο μεγάλη από την μπλε. Αυτή
ήταν μαύρη και το πόμολο της ήταν καφέ. Στο τοίχο ανάμεσα στις δύο πόρτες,
υπήρχε μία μικρή επιγραφή: «Διάλεξε την σωστή πόρτα».«Το μπλε είναι το
αγαπημένο μου χρώμα. Ίσως αυτό να με οδηγήσει και στη έξοδο». Η Άννα προσπάθησε
να σκεφτεί θετικά και με τρεμάμενα χέρια άγγιξε το πόμολο της πόρτας.
Η
πόρτα άνοιξε εύκολα και μέσα στο δωμάτιο εμφανίστηκε ο μεγαλύτερος της φόβος:
οι κλόουν. Στους τοίχους υπήρχαν πίνακες με τεράστιους κλόουν. Το ελάχιστο φως
φώτιζε τους κλόουν και τους έκανε ακόμα πιο τρομακτικούς. Στο πάτωμα υπήρχαν
περούκες κλόουν και κόκκινες ψεύτικες μύτες. Στο βάθος του δωματίου υπήρχε μία
μακριά μαύρη κουρτίνα. «Δεν φοβάμαι. Είναι μόνο ζωγραφιές. Δεν πρόκειται να μου
κάνουν κακό», η Άννα ενθάρρυνε τον εαυτό της. «Θα πλησιάσω την κουρτίνα και
τότε θα βρω την έξοδο» είπε και μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Οι δυνατοί χτύποι της
καρδιάς της, φανέρωναν το φόβο που ένοιωθε η νεαρή γυναίκα για τους κλόουν. Δεν
ήταν όμως ικανοί να την αποτρέψουν να κοιτάξει πίσω από την κουρτίνα. Έπρεπε να
φύγει σύντομα από εκεί μέσα.
Το
άνοιγμα της κουρτίνας, έκανε την Άννα να χάσει το χρώμα της και να πέσει στο
πάτωμα.
Μπροστά της εμφανίστηκε ένας τεράστιος κλόουν που έμοιαζε τόσο
αληθινός. Παράλληλα, ακουγόταν δυνατά ένα ανατριχιαστικό γέλιο. Πέρασε αρκετή
ώρα και πολλά δάκρυα μέχρι να καταλάβει η Άννα πως ήταν απλά μία κούκλα.
Σηκώθηκε από το πάτωμα και βγήκε από το δωμάτιο. Θα έμπαινε στο δωμάτιο της
αριστερής πλευράς. Ένα σμήνος μέλισσες βγήκε αμέσως μόλις άνοιξε την μαύρη
πόρτα η Άννα. «Ψύχραιμα» μονολόγησε. Το φως του δωματίου ήταν τόσο έντονο που
δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ ώρα ανοιχτά τα μάτια της. Εκεί υπήρχε μόνο
ένας καναπές και ένα τραπέζι.. «Νομίζεις πως ξέφυγες; Δεν βρήκες ακόμα την
έξοδο και η ώρα τελειώνει», άκουσε μία φωνή που την τρόμαξε για ακόμα μία φορά.
Πλησίασε
στο τραπέζι. Πάνω σε αυτό ήταν δύο σοκολάτες. Πιο πέρα υπήρχαν άλλες δύο
πόρτες. Η μία πόρτα ήταν κόκκινη ή άλλη άσπρη. Πλησίασε στις σοκολάτες.
Φαινόντουσαν λαχταριστές. Σε ένα μικρό χαρτάκι έγραφε: «Φάε». Με προσοχή τις
πήρε. Δάγκωσε την μία και μέσα της βρήκε ένα λευκό κλειδί. Δάγκωσε και τη άλλη
και πήρε ένα πράσινο κλειδί. Στο περιτύλιγμα της δεύτερης σοκολάτας διάβασε: «Η
πράσινη ή η λευκή πόρτα οδηγεί στη έξοδο; Εσύ αποφασίζεις». «Όχι
πάλι τα ίδια. Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Άσε με σε παρακαλώ να βγω. Σε παρακαλώ,
μη μου κάνεις κακό», παρακάλεσε η Άννα και ξέσπασε σε λυγμούς. Όταν ηρέμησε
κάπως, αποφάσισε να ξεκλειδώσει την λευκή πόρτα.
Ούρλιαξε μπαίνοντας στο
δωμάτιο. Υπήρχε παντού αίμα. Στους τοίχους, στο ταβάνι, στο πάτωμα. Κραυγές
πόνου ακουγόντουσαν από τα μεγάφωνα. Ένα αναπηρικό αμαξίδιο υπήρχε στο κέντρο
του δωματίου. Πάνω σε αυτό ένα ματωμένο σεντόνι. Η Άννα έπρεπε να προχωρήσει
για να ανοίξει και την δεύτερη πόρτα που υπήρχε εκεί, αλλά εκείνη δίσταζε. Από
μικρή έτρεμε στη θέα του αίματος.
Ξαφνικά
οι κραυγές σταμάτησαν και ακούστηκε μία φωνή να λέει: «Σχεδόν τα κατάφερες.
Άνοιξε την πόρτα, χωρίς να περπατήσεις».
Η
Άννα κατάλαβε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Έφτασε στο αναπηρικό αμαξίδιο και
πέταξε στο πάτωμα το σεντόνι για να κάτσει. Νόμιζε πως θα λιποθυμούσε, αλλά
έπρεπε να παραμείνει ψύχραιμη. Διέσχισε
με το καροτσάκι το δωμάτιο μέχρι που έφτασε στη δεύτερη πόρτα. Ο ιδρώτας έσταζε
στο πρόσωπο της.
Άνοιξε
την πόρτα και βρέθηκε σε ένα άλλο δωμάτιο. Ήταν όμορφο. Στο ένα τοίχο ήταν
σχεδιασμένος ένας μεγάλος ήλιος. Στον άλλο τοίχο ήταν ζωγραφισμένο ένα υπέροχο
ουράνιο τόξο. Μία γυναικεία γλυκιά φωνή της είπε: «Φτάσατε στη έξοδο. Χρόνια
σας πολλά. Ευτυχισμένα 30α γενέθλια!».
Προτού προλάβει η κοπέλα να σκεφτεί
οτιδήποτε, ο σύντροφος της μπήκε στο δωμάτιο και την αγκάλιασε σφιχτά.
«Χρόνια
πολλά αγάπη μου. Πώς σου φάνηκε η έκπληξη μου για τα γενέθλια σου; Δεν ήταν ωραία
ιδέα να σε φέρω σε αυτό το χώρο απόδρασης;» της είπε.
Συγγραφέας: Μαίρη Κάντα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου