Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

"Θαλασσοπόροι" της Ελένης Μπλιούμη



Ακόμη ένα χάραμα βρήκε τον καπετάν Ανδρέα στη βεράντα του σπιτιού του. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο ρόδινο φως του ήλιου που σε λίγο ξεπρόβαλλε. Ένα ξεχωριστό φως, διστακτικό στην αρχή εντονότερο καθώς περνούσε η ώρα, έβλεπε καθαρά στο βάθος της κοφτής γραμμής που ένωνε και χώριζε τον ουρανό με τη θάλασσα. Μία συμφωνία κίτρινου, κυανού και κοραλλί στον πυρωμένο δίσκο, ένα φως που συνοδευόταν με μηνύματα αισιοδοξίας και υπόσχεσης για τη νέα μέρα που ακολουθούσε.
Το πρωινό αεράκι χάιδευε το πρόσωπό του και οι σκέψεις του έτρεχαν στην μεγάλη του αγάπη που δεν ήταν άλλη από τη θάλασσα. Την έβλεπε να απλώνεται μπροστά του παιχνιδιάρα και γοητευτική σαν ένας υγρός γαλάζιος καθρέφτης. Προσπαθούσε να την αφουγκραστεί. Ήταν μία ανάγκη που έφτανε στα όρια της λαχτάρας, όπου το μυαλό, η ψυχή, το κορμί του σύσσωμα την αναζητούσαν. Η γυάλινη επιφάνειά της άλλοτε φιλόξενη και άλλοτε όχι, προκαλούσε τον καθένα να πάει κοντά της. 

«Πηγή ζωής για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στο νησί, η θάλασσα» σκέφτηκε ο καπετάνιος. Άλλος ψαράς, άλλος καραβοκύρης, άλλος έμπορος… Η πλανεύτρα έδινε τους πόρους που απαιτούνταν για την επιβίωσή τους. Έτσι και ο ίδιος, από μικρός την ακολούθησε και την είχε πάντα στην  καρδιά του. Ήταν ένα κομμάτι από εκείνον, η οικογένειά του…
«Σα να έχει λίγη ψύχρα το σημερινό πρωινό. Καλύτερα να πάω μέσα. Άλλωστε πρέπει να ετοιμαστώ σιγά σιγά…» μονολόγησε.
Από τα μισόκλειστα παράθυρα εισέβαλλε στο δωμάτιο, αέρας του φθινοπώρου και άρχισε να χορεύει με την κουρτίνα.
«Έφτασε και το φθινόπωρο…» σκέφτηκε κλείνοντας τα παράθυρα «πώς θα βρει κι αυτός ο χειμώνας… εδώ… στο νησί… μακριά από την πλανεύτρα;»
Σε λίγο, κατάλληλα ντυμένος για το λόφο του Αϊ-Νικόλα, κατέβαινε ένα ένα τα τσιμεντένια σκαλιά του διώροφου πέτρινου σπιτιού του. Ήταν κληρονομιά του θείου του, του καπετάν Διαμαντή.
Στάθηκε στην αυλή για να καλημερίσει και να δροσίσει τις πολυάριθμες γλάστρες με λουλούδια, τη συντροφιά του όπως συνήθιζε να λέει και σιγουρεύτηκε ότι ασφάλισε καλά το καπάκι του πηγαδιού. Τις ώρες απουσίας του ήθελε να ήταν σίγουρος ότι δε θα συνέβαινε το οτιδήποτε…
«Πρέπει να μαζέψω και τα σταφύλια μου από την κληματαριά» είπε στον εαυτό του κοιτάζοντας ελαφρά προς τα πάνω. «Πού ακούστηκε καραβοκύρης να κάνει τούτες τις δουλειές; Ας είναι! Η μοίρα αποφασίζει!» είπε και προχώρησε στο πλακόστρωτο δρομάκι ασφαλίζοντας την ξύλινη αυλόπορτα…
«Κυρ Ανδρέα, κυρ Ανδρέα είσ’ μέσα;» ακούστηκε σε λίγο η φωνή του Βαγγέλη καθώς έμπαινε στην αυλή του  ¨Θαλασσόλυκου¨, όπως συνήθιζαν να λένε τον καπετάν Ανδρέα στο νησί.
Ο καπετάνιος παρόλο που ήταν πολύ αγαπητός σε όλους, απέφευγε να βγαίνει στη μεγάλη πλατεία. Ζούσε μόνος του στο «Αρχοντικό» του χωριού, αφού ποτέ του δεν είχε κάνει οικογένεια. Άσπρισαν τα μαλλιά του και γέμισε το πρόσωπό του με αυλακιές που η κάθε μία είχε και κάτι να διηγηθεί, αλλά σε ποιον;. Ένα πρόσωπο που ποτέ δεν είχε καταφέρει να νιώσει την ηρεμία και τη γαλήνη. Θα μου πείτε ναυτικός, γαλήνη, ηρεμία… συμβαδίζουν; Αταίριαστος συνδυασμός.
Κανείς, ποτέ δεν μπόρεσε να κατανοήσει τον μοναχικό τρόπο ζωής του. «Ίσως να κλείστηκε στον εαυτό του μετά το ατύχημα» θα σκέφτηκαν πολλοί.
Ο Βαγγέλης ήταν ένα γυμνασιόπαιδο του διπλανού σπιτιού που συχνά έφερνε ¨πεσκέσια¨ στον καπετάν Αντώνη από τη μητέρα του. Η κυρά Δημήτραινα θεωρούσε χρέος της να προσφέρει σε ένα μοναχικό συνάνθρωπό της, ό,τι μπορούσε. Ήταν άγια γυναίκα και έδινε τη βοήθειά της όπως μπορούσε και σε όποιον την είχε ανάγκη.
Ο Βαγγέλης άφησε προσεκτικά τα πράγματα πάνω στο τσίγκινο τραπεζάκι της αυλής, δρόσισε τα χέρια και το πρόσωπό του στο νιπτήρα που κρεμόταν από το δέντρο και ξεκίνησε για το λόφο. Ήταν σίγουρος ότι εκεί θα συναντούσε τον μέντορά του.
Καθώς ανηφόριζε προς το λόφο σκεφτόταν πως ίσως αυτή τη φορά θα κατάφερνε τον καπετάνιο να του εκμυστηρευτεί περισσότερες μοναδικές ιστορίες από εκείνες που μόνον εκείνος να διηγηθεί  ήξερε.
Πλησιάζοντας στο λόφο, το ονομαστό ¨Αγνάντι¨ με το εκκλησάκι του Αϊ -Νικόλα, ξεχώρισε από μακριά τον καπετάνιο. Αγνάντευε το πέλαγο και ήταν εκεί, χωρίς να είναι. Ταξίδευε μακριά, σε θάλασσες φουρτουνιασμένες, σε μπουνάτσες και λεβάντες, σε γρέγους και μαϊστράλια, σε λιμάνια άγνωστα. Έτσι συνέβαινε πάντα. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες στο λόφο του Αϊ -Νικόλα πάνω στο βράχο του θα τον συναντούσες. Εκεί που κόρες και γυναίκες, αδερφές και μάνες αποχαιρετούσαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τους κουνώντας το λευκό τους μαντήλι, τους εύχονταν καλό ταξίδι και έπειτα άναβαν ένα κερί και προσεύχονταν στην Παναγιά, γρήγορα όλοι να γυρίσουν καλά και πάλι κοντά τους. Εκεί που πάλι μετά από καιρό, τόσο που και οι ίδιοι δε θυμόνταν, καρτερούσαν από μακριά μήπως και δουν την κουκκίδα του καραβιού στο βάθος του ορίζοντα.
«Αγναντεύς καπετάν Ανδρέα;» ρώτησε λαχανιασμένα ο Βαγγέλης καθώς τον πλησίαζε.
«Καλώς τον Βαγγέλη, αναπολώ! Πώς από εδώ;»
«Μ΄ έστειλε η μάνα μ’ να σ’ φέρω λίγο ζεστό ψωμί και φαϊ. Ζύμωσ΄ απ΄ τη χαραή και το έψησ΄ στο φούρνο, στην αυλή».
«Ευχαριστώ μα δεν ήταν ανάγκη. Είπα στη μαμά σου να μην κάνει τέτοιες χειρονομίες. Πώς θα της το ανταποδώσω εγώ τώρα;».
«Ξέρω ιγώ...!!! » είπε με ενθουσιασμό ο Βαγγέλης. «…θα΄ μ  πεις για σένα για τα ταξίδια΄ σ, για τς περιπέτειες και τς δυσκολίες στς άγνωστς ωκεανούς κι΄τ λιμάνια που αντίκρισς, για τη ζωή στ΄ θάλσσα. Μακάρι να μπορέσ ΄κι ιγώ μια μέρα να τα δω ούλα δαύτα από κοντά! Μακάρ…!».
Ο καπετάν Ανδρέας χαμογέλασε με μία πικρία σχηματισμένη στην άκρη του ματιού του, έκανε ένα μορφασμό λύπης και γύρισε πάλι προς την μοναδική και παντοτινή του αγάπη. Έμεινε για λίγη ώρα απορροφημένος στις σκέψεις του...
Ο Βαγγέλης του έδωσε όσο χρόνο εκείνος ήθελε για να ταξιδέψει και να μπαρκάρει έπειτα και πάλι στην ¨εδώ¨ πραγματικότητα.
Εντελώς ξαφνικά και χωρίς καθόλου να γυρίσει, άρχισε να λέει χαμηλόφωνα κάποιες κουβέντες.
«Ως τα οχτώ χρόνια, Βαγγέλη μου, τη θάλασσα δεν ήθελα να την βλέπω. Τη φοβόμουν. Μου προκαλούσε τρόμο. Άκουγα τα βράδια την αγριεμένη φωνή της, την απειλητική μανία της να σκαρφαλώνει στους βράχους και να σκάει με κρότο, την άκουγα να αγριεύει, να δείχνει τη δύναμή της, να θεριεύει και πάλι από την αρχή και έτρεχα κάτω από σκεπάσματά μου με τρόμο στην ψυχή…
Έδερνε το ακρογιάλι με θυμό και τα κύματα κατάπιναν την αμμουδιά που την ημέρα ήταν γεμάτη με κάστρα και πύργους.
Άλλαζε πρόσωπο την ημέρα και τα καλοκαίρια. Σα να μην ήταν αυτή. Με φλερτάριζε, μου έκλεινε το μάτι, απλωνόταν ολογάλανη στα πόδια μου, με προκαλούσε, ράντιζε με τον αφρό της τα μάγουλά μου, χάιδευε το κορμί μου, μου μιλούσε γλυκά σχεδόν μου ψιθύριζε, με προσκαλούσε στην απλωμένη και πολλά υποσχόμενη αγκαλιά της…
Τι τα θες όμως παιδί μου! Τι λέει ο σοφός λαός μας; ¨Πυρ, γυνή και θάλασσα¨. Θηλυκά και τα τρία παιδί μου. Άτιμα θηλυκά, μονολόγησε κατεβάζοντας τον τόνο της φωνής του.
Απρόβλεπτα, περίεργα, απαιτητικά. Μπορείς να τα έχεις εμπιστοσύνη τα θηλυκά;
Μην την κοιτάς που σε χαμογελά και σου τάζει μύριους θησαυρούς και περιπέτειες. Δε λέω, μπορεί να σου τα δίνει κι αυτά, αλλά το αντάλλαγμα που σου ζητά είναι πολλαπλάσιο από αυτό που είναι διατεθειμένη να σου δώσει…».
Σταμάτησε για λίγο ο καπετάν Ανδρέας, ήπιε μια γουλιά νερό από το χειροποίητο σκαλιστό παγούρι του – δώρο ενός φίλου από την Ταϊβάν – κοίταξε μακριά και συνέχισε με νέα διάθεση.
«Εγώ παιδί μου τους γονείς μου τους έχασα πολύ νωρίς και την ευθύνη μου, για να με μεγαλώσει σωστά, την ανέλαβε ο αδελφός του πατέρα μου, ο καπετάνιος Διαμαντής.
Καλός άνθρωπος ο θείος δε λέω, έμπειρος ναυτικός, άφηνε για μήνες την οικογένειά του στο νησί και πάλευε με τα κύματα για να ταΐσει εφτά στόματα. Γονείς, γυναίκα και παιδιά. Τα παιδιά του τα έβλεπε πολύ λίγο και ώσπου να τα πλησιάσει, ερχόταν και πάλι η ώρα να σαλπάρει. Κανένα όμως από τα τέσσερα αγόρια του, μικρό και μεγάλα, δεν ήθελε να ακολουθήσει το επάγγελμα του μπαμπά.
Είδε και απόειδε ο θείος και πήρε εμένα μαζί του. Ήμουν και ανιψιός και ψυχοπαίδι μαζί. Καλά πέρασα μαζί του και καλά μου φερόταν. Παράπονο δεν έχω κανένα. Ο Θεός να τον έχει καλά στις θάλασσες του ουρανού!».
«Ακγόταν στ χώρα ότι ο καπετάν Διαμαντής ήτανε αυστρός άνθρωπς. Αλήθευε;» ρώτησε με μάτια ορθάνοιχτα ο Βαγγέλης.
«Για να μπορέσεις να επιβιώσεις παιδί μου, εσύ, το πλήρωμά σου και η βρατσέρα σου, σε δύσκολες συνθήκες και αυστηρός θα γίνεις και αυταρχικός και απότομος. Έχεις απέναντί σου το θεριό, πώς θα το τιθασεύσεις; Θα το χαϊδέψεις για να μη σε βουλιάξει ή θα ανδρειωθείς με σθένος;
Η περιπέτεια στη θάλασσα σε σκληραίνει, σε αλλάζει, σε ολοκληρώνει σαν άνθρωπο, σου χαρίζει εμπειρίες, γνώσεις, πρωτοβουλίες…
Σκληρή η δουλειά του ναυτικού, η βιοπάλη απαιτητική και άγρια. Γίνεσαι απόμακρος από μοναξιά και νοσταλγία για τον τόπο σου, τους δικούς ανθρώπους. Είσαι ξένος εκεί που πας και  μουσαφίρης στο σπίτι σου. Τι τα θες Βαγγέλη παιδί μου! Μια ζωή, μια ιστορία…».
Η σειρήνα του εμπορικού που πλησίαζε στο λιμάνι, διέκοψε τη συζήτηση και ο καπετάν Ανδρέας σηκώθηκε από το βράχο και έκανε ένα βήμα μπροστά σα να ήθελε να προϋπαντήσει το πλοίο, να ακούσει τις βαριές μηχανές του να βογκούν προσπαθώντας να γυρίσουν ανάποδα και να σταματήσουν, να νιώσει τις αγωνίες των ναυτικών που πήραν τέλος, να χαρεί το καλωσόρισμα, να νιώσει και πάλι δικός τους…
Ο Βαγγέλης τον πλησίασε, άπλωσε το χέρι του στον ώμο και τον παρότρυνε να φύγουν.
«Θέλς καπετάν Ανδρέα να κατηφορίσμ σιγά σιγά προς τ΄  χώρα;». Ο καπετάνιος σαν μην άκουσε καθόλου τα λεγόμενα του Βαγγέλη κάθισε και πάλι στο ίδιο μέρος και σα να μην τους είχε διακόψει κανείς συνέχισε την ιστορία του.
Σε κανέναν μέχρι τώρα δεν είχε ανοιχτεί και κανείς δεν ήξερε τις αγωνίες του, τις περιπέτειές του. Με κανένα δεν είχε μοιραστεί αυτά τα πολύτιμα κομμάτια της ζωής του.
Άλλωστε αυτή η κατάθεση ψυχής σε έναν νέο, ο οποίος του έδειχνε τόσο σεβασμό και αγάπη, θα έκανε καλό και στον ίδιο. Είχαν κάτι κοινό οι δυο τους. Είχαν την ίδια λαχτάρα, την ίδια αγάπη για το ίδιο θηλυκό. Στο πρόσωπο του Βαγγέλη ο καπετάν Ανδρέας έβλεπε τη ζωή του από την αρχή, τα νιάτα του…
«Η αγάπη μου για τη θάλασσα ήρθε πολύ αργότερα, συνέχισε. Όταν την ένιωσα στο πετσί μου, όταν ζυμώθηκα μαζί της, όταν κινδύνεψα, όταν έμαθα να τη σέβομαι και να ζητώ να κάνει κι αυτή το ίδιο για μένα.
Περίμενα με αγωνία κάθε φορά πότε θα ακούσω τη σειρήνα του καραβιού, που αμετάκλητα φώναζε την αναχώρηση, να τρέξω και να βρεθώ επιτέλους στην κουβέρτα, να ακούσω το θείο να φωνάζει:
«Πάρε μέσα την πρυμάτσα και βίρα την άγκυρα να σαλπάρουμε….lasca τα σκοινιά… να είστε αλέστα… δούλευέ τα… γρήγορα γρήγορα μην καθυστερούμε …φρεσκάρει.
Παίρναμε το δρόμο της περιπλάνησης, των στεναγμών, της πίκρας, της αγωνίας για το άγνωστο, αλλά και της προσμονής για επιστροφή. Ένα γαλάζιο απέραντο δρόμο με βωβούς και όλο μυστήριο ωκεανούς, με νέα λιμάνια και νέες συγκινήσεις».
Ο Βαγγέλης ρουφούσε κάθε λέξη, κάθε φράση και κάθε αναστεναγμό του καπετάνιου και όλο και πιο πολύ σκεφτόταν θετικά να δεχτεί την πρόταση που του είχε γίνει για το παρθενικό του ταξίδι με το υπερσύγχρονο καράβι ¨ΠΟΣΕΙΔΩΝ¨, που για την ώρα είχε αράξει στο λιμάνι. Δεν έκρυψε την επιθυμία του αυτή στο καπετάνιο και δέχτηκε από εκείνον με μεγάλη θέρμη, τις συμβουλές του.
«Όταν με το καλό Βαγγέλη μου πιάσεις το πρώτο λιμάνι, η χαρά σου θα είναι μεγάλη και θα νιώσεις υπερήφανος για τον εαυτό σου. Ένα πλατύ χαμόγελο θα απλωθεί στο πρόσωπό σου και με μεγάλες δρασκελιές δε θα καταλάβεις πότε, θα κατέβεις στο λιμάνι. Θα δεχτείς τα καλωσορίσματα των ντόπιων, θα δείχνουν το θαυμασμό τους και την προσδοκία τους να ακούσουν νέες περιπέτειες από τους μακρινούς ορίζοντες. Σε κάθε λιμάνι όμως μην αφεθείς, μη δίνεις εύκολα την εμπιστοσύνη σου. Στη γωνία πάντα καραδοκεί ο κίνδυνος. Αφού το πήρες απόφαση θα πρέπει και να προσέχεις και καλή σου σταδιοδρομία σε ένα επάγγελμα καθόλου εύκολο ».
«Στ υπόσχομ ΄ να προσέχω καπτάνιο΄ μ. Για πεσμ όμως, ισύ γιατί  έμνες τόσα χρόνια στ θάλασσα μόνς; Δεν ήθελς οικογένεια;» ρώτησε με περιέργεια ο Βαγγέλης.
«Αχ! Βαγγέλη μου, η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια! Μετά…μετά από εκείνη την κακιά στιγμή… το πήρα απόφαση. Σπίτι μου πλέον θα ήταν η θάλασσα και συγγενείς μου το πλήρωμά μου».
«Είναι αλήθκεια καπτάνιο΄ μ; Γίγκε αυτό με την…ξερς. Σι γλύτος απ΄ τ΄ σίδερο που θα σε΄πεφκ στο κεφάλς και σκοτώθκ αυτή;».
«Έλα, πάμε παιδί μου, είναι ώρα να πηγαίνουμε. Η μητέρα σου θα ανησυχεί!» Και λέγοντας αυτά, άρχισαν σιγά σιγά να κατηφορίζουν προς τη χώρα, χωρίς να αντιληφθεί ο νέος τα θολωμένα μάτια του καπετάν Ανδρέα… Ο γέρος τίναξε το κεφάλι του σα να ήθελε να διώξει το παρελθόν και άλλαξε ¨ρότα¨.
 «Τα δειλινά που λες Βαγγέλη, όταν τελείωνε η δουλειά και βγαίναμε στο κατάστρωμα αντικρίζαμε τον μπογιατισμένο ορίζοντα με τα χρώματα της ίριδας, ακούγαμε τις μελωδίες των κυμάτων, μυρίζαμε τις ευωδιές που μας πρόσφερε πότε ο Πουνέντες και ο Λεβάντες και πότε ο Γαρμπής και ο Σιρόκος.
Το σούρουπο μας πλησίαζε με τις ασημένιες του σκιές, το ολόγιομο φεγγάρι μας κρατούσε συντροφιά και το χάραμα με τον πολλά υποσχόμενο ήλιο μας έβρισκε να ακούμε το αγαπημένο μας τραγούδι:  …Θάλασσα  πλατιά ….σ΄ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις…. Θάλασσα  πλατιά…
Πολλές συγκινήσεις! Συγκινήσεις που είναι δύσκολο να τις απαρνηθείς. Γίνεσαι ένα με αυτές. Τις περιμένεις, τις αναζητάς, σου λείπουν, θέλεις να τις ζεις ξανά και ξανά….
Αυτά οι άνθρωποι της στεριάς δεν μπορούν να τα ζήσουν και ίσως να μην μπορούν να τα καταλάβουν κιόλας. Όμως δεν τους αδικώ. Όπως εμείς οι ναυτικοί είμαστε ποτισμένοι με την αλμύρα της, έτσι και στεριανοί είναι δεμένοι με τον τόπο τους, με τα χώματά τους, με δεσμούς ισχυρούς ».
Ο Βαγγέλης είχε μαγευτεί από όλα όσα είχε ακούσει. Η φαντασία του τον ταξίδευε. Πώς ένας άνθρωπος αντέχει τόσες συγκινήσεις, εμπειρίες, πώς μπορεί να ζήσει μία τόσο έντονη ζωή και πώς τελικά μπορεί να συμβιβάζεται στο τέλος με αυτά  τα λιγοστά που έχει για αυτόν η ζωή!
Κόντευαν στη χώρα, όταν ο καπετάνιος με περίσσια αγάπη και φροντίδα είπε στο νέο:
«Χρειάζεσαι φίλους στο καράβι για να μπορέσεις να αντέξεις. Με το πλοίο που θα μπαρκάρεις, θα μπαρκάρει και ο γιος ενός φίλου που μαζί στα νιάτα μας γαζώναμε τους ωκεανούς. Θα σας γνωρίσω και θα είστε  στήριγμα ο ένας για τον άλλο στις δύσκολες ώρες». 
Ο Βαγγέλης δεν περπατούσε, πετούσε. Χρόνια περίμενε να ακούσει τον ¨καπετάνιο του¨ να του εκμυστηρεύεται τη ζωή του και να του δίνει χέρι βοηθείας. Έπρεπε να του ανταποδώσει το καλό. Στράφηκε προς το μέρος του και με περίσσια χαρά του λέει:
«Καπετάνιε, το ερχόμενο Σάββατο στο Μεγάλο Λιμάνι θα γίνει η καθέλκυση του ¨ΤΡΙΑΙΝΑ¨. Θα έρθω οπωσδήποτε να σε πάρω και δε θέλω αντιρρήσεις» είπε ο Βαγγέλης που από τη χαρά και τον ενθουσιασμό του ο λόγος του έγινε γρήγορος, απαλλαγμένος από τη ντοπιολαλιά.
Κάτι πήγε να πει ο καπετάν Ανδρέας, όμως σταμάτησε γιατί δεν μπορούσε να χαλάσει την ευτυχία του νεαρού φίλου του. «Έχει την ψυχή του ταξιδευτή αυτό το παιδί» σκέφτηκε ο καπετάν Ανδρέας και μέσα από τη δική του ψυχή ευχόταν να τα καταφέρει.
Έφταναν στο τέλος της διαδρομής τους και από το βάθος του δρόμου κοντά στο αραγμένο καράβι ¨ΠΟΣΕΙΔΩΝ¨, ακούγονταν γνώριμες μελωδίες:
…Θάλασσα  πλατιά ….σ΄ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις…. Θάλασσα  πλατιά…
Όλα είχαν πάρει το δρόμο τους για μία νέα ζωή με νέες συγκινήσεις!

Συγγραφέας: Ελένη Μπλιούμη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου