Κάποτε
σε ένα μακρινό χωριό ζούσε σε ένα κοτέτσι ο Βασίλης. Ήταν ένας αγέρωχος
κόκορας, όμως λίγο τεμπελάκος. Κάθε πρωί ενώ όλοι οι κόκορες του χωριού
ξυπνούσαν και έβγαζαν μια εκπληκτική φωνή, ο Βασίλης συνέχιζε να χουζουρεύει
στα μαλακά του άχυρα. Οι κότες μάταια προσπαθούσαν να τον ξυπνήσουν. Του
έριχναν νερό στα μούτρα, τον τραβολογούσαν από τις πατούσες του, του πείραζαν
το ράμφος, αλλά τίποτα. Όταν επιτέλους κατάφερνε και άνοιγε το ένα μάτι, έβρισκε
ένα σωρό δικαιολογίες για να μη σηκωθεί.
«Όπου
λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει» έλεγε μέσα από το ράμφος του και το
πίστευε.
Θεωρούσε
πως αν λαλούν όλοι μαζί οι πετεινοί, ο ήλιος δε θα ανέτειλε γρήγορα. Όσο κι αν
η σοφή κότα, η Μαγδάλω, προσπαθούσε να τον συνετίσει, δεν γινόταν τίποτα. Ο
Βασίλης συνέχιζε να τα φορτώνει όλα στους άλλους κόκορες των διπλανών κοτετσιών
και συνέχιζε τον ύπνο του.
Μια
μέρα, τα αφεντικά του τον πήραν χαμπάρι. Από μέρες είχαν καταλάβει πως κάτι δεν
πήγαινε καλά, γιατί αργούσαν να ξυπνήσουν. Νόμιζαν πως απλώς δεν άκουγαν τον
πετεινό τους. Όμως, εκείνος δεν λαλούσε. Ο άντρας του σπιτιού όλο συζητούσε με
τη γυναίκα του αν θα έπρεπε να πάρουν άλλον. Η γυναίκα τον λυπόταν. Έτσι,
αποφάσισαν να πάρουν ένα δεύτερο πετεινό για να λαλεί εκείνος αντί για το
Βασίλη.

«Κικιρίκου»
κι ήταν το ομορφότερο άκουσμα του χωριού.
Έγιναν
οι καλύτεροι φίλοι, συντροφιά με το ξεξυπνητήρι τους και τα αφεντικά τους δεν
έδιωξαν κανέναν. Έτσι έζησαν οι κόκορες καλά και λαλούσαν δυνατά.
Συγγραφέας: Αθανασία Αλεξανδρίδη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου