Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

"Η γιαγιά μου" της Αφροδίτης Αλεξοπούλου



Στέκει εκεί κουλουριασμένη, καθισμένη στο χαλί και γελά με τα εγγόνια της που παίζουν με τα αυτοκινητάκια. Και αυτά χαίρονται μαζί της και τους αρέσει να την πειράζουν. Βλέπεις τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει και ξεχνά και επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες ερωτήσεις. Για τα παιδιά όμως αυτό είναι αστείο και δεν χάνουν ευκαιρία για πειράγματα. Εκείνη στωικά επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα.

Την παρατηρώ από μακριά. Παραδοσιακή γιαγιά, μαυροφορεμένη από τότε που έχασε τον άντρα της, τα μαλλιά της κάτασπρα σαν βαμβάκι πιασμένα πάντα κότσο και μια μαντήλα στο κεφάλι. Ταλαιπωρημένη από τη σκληρή ζωή στο χωριό, ζαρωμένο το δέρμα της από τα χρόνια αλλά πάντα λαμπερό το χαμόγελο της. Έχει την ευτυχία να έχει πολλά εγγόνια και όλως παραδόξως τα θυμάται όλα.


Αναπολώ τις δικές μου στιγμές μαζί της, τότε που ήταν νεώτερη και περνούσα τα καλοκαίρια μου στο χωριό. Ήταν πάντα η γιαγιά των παραμυθιών, που μαγειρεύει για τα εγγόνια της, τους λέει παραμύθια ξωτικά, τα συμβουλεύει για τη ζωή και αν είναι κορίτσια τους μαθαίνει και κέντημα. Ευλογία να μεγαλώνεις με τη γιαγιά σου. Ακόμα μου έρχονται μυρωδιές από το χωριό, η ρίγανη που μαζεύαμε στο βουνό, το κατσικίσιο γάλα, το έντονο άρωμα των ελάτων, ο καθαρός αέρας, το φρεσκοψημένο ψωμί και οι ζεστές αυγόφετες που μας περίμεναν μετά το παιχνίδι. Η γιαγιά πάντα με την ποδιά της είχε τα χέρια της λερωμένα από τα μαγειρέματα και την αγκαλιά της ανοιχτή για τα εγγόνια. Και πάντα υπήρχαν οι νεότεροι που πέρναν τη θέση μας όταν μεγαλώναμε. Βλέπεις όταν το μεγαλύτερο εγγόνη σου είναι τριάντα και το μικρότερο οχτώ, τα παιδικά γέλια ακολουθούν τη ζωή σου.

Θυμάμαι ακόμα τότε που ήμουν μικρούλα στο χωριό και δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ γιατί φοβόμουν τα φαντάσματα και εσύ γλυκειά μου γιαγιά ξάπλωνες μαζί μου, με κρατούσες στην αγκαλιά σου και ψιθύριζες προσευχές που θα έδιωχναν μακριά τα δαιμόνια. Τότε μόνο ηρεμούσα και με έπαιρνε ο ύπνος με την ασφάλεια της παρουσίας σου δίπλα μου. Και όταν σταμάτησα να έρχομαι τα καλοκαίρια επειδή μεγάλωσα, ένα κομμάτι μου ήταν εκεί μαζί σου.

Σε παρατηρώ τώρα που παίζεις με τα εγγόνια σου και νιώθω ευλογημένη που είσαι όπως σε θυμάμαι τότε, γλυκειά, τρυφερή και δοτική. Σκύβω και σε φιλώ στο μέτωπο, μου χαμογελάς και μου γνέφεις να καθίσω δίπλα σου. Και ύστερα αρχίζουν οι ερωτήσεις «Αλήθεια, εσύ γιατί δεν έρχεσαι στο χωριό, δε σε θυμάμαι εκεί...».

Συγγραφέας: Αφροδίτη Αλεξοπούλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου