Είναι μερικές μνήμες χαραγμένες
στα μονοπάτια του μυαλού μας, που όταν ξένοιαστα σουλατσάρουμε σ΄ αυτά, τις αναμοχλεύουμε και τις
ξαναζούμε.
Ένα όμορφο κομμάτι του
παρελθόντος βγαίνει στην επιφάνεια με μορφή νοσταλγίας, γαλήνης, ηρεμίας,
αγάπης.
Πέτρα, ξύλο, πλάκες για
κεραμοσκεπή, μυρουδιές, χρώματα, γεύσεις, ήταν μερικά από τα στοιχεία που
πλαισίωναν το μπακάλικο της γειτονιάς.
Οι πέτρινες πλάκες για σκεπή σε
γκρίζες αποχρώσεις, που τεντώνοντας κανείς τα χέρια του πίστευε ότι θα τις
άγγιζε, τα μακρόστενα παράθυρα με κάγκελα για ασφάλεια και ίσως και για σχέδιο,
οι άσπροι τοίχοι πάντα φρεσκοβαμμένοι και μια βαριά ξύλινη πόρτα με τετράγωνα
σχήματα που στο εσωτερικό της σφάλιζε διαγώνια με ένα βαρύ σίδερο σαν γάντζος,
ήταν μερικά βασικά γνωρίσματα του μπακάλικου.
Το παλιό, χαμηλό, φτωχικό, αλλά
συμπαθέστατο και καταδεκτικό κατά άλλα μπακάλικο του μπάρμπα Θόδωρου, ήταν το
¨στέκι¨ των χωρικών. Ήταν αδιανόητο να βγεις από το σπίτι σου και να μην
περάσεις από το μπακάλικο-καφενείο.
Και εδώ που τα λέμε εάν το καλοσκεφτεί
κανείς δεν ήταν μόνο μπακάλικο το χαμηλόσπιτο. Ήταν παντοπωλείο γιατί μπορούσε
κανείς να βρει οτιδήποτε χρειαζόταν για το σπίτι, από φαγώσιμα - όλα χύμα
φυσικά- και σαπούνι για τα ρούχα, έως και βελόνες με κλωστή για την προίκα των
κοριτσιών.
Παντού ήταν κρεμασμένα τρόφιμα:
τσάι, χαμομήλι, ρίγανη, θυμάρι, σκόρδα, κρεμμύδια, σαλάμια και κάθε γωνιά είχε
τη θεματολογία της. Κάποιοι άδειοι τοίχοι μόνο, φιλοξενούσαν τις ασπρόμαυρες
φωτογραφίες των πατεράδων και παππούδων που πριν από τον μπάρμπα Θόδωρο
δούλεψαν στον καφενέ.
Οι ζυγαριές καμαρωτές συμπλήρωναν
την όλη εικόνα και ήταν αυτές που μετρούσαν την οκά και τα δράμια για να μην
αδικηθεί κανείς. Η ξύλινη βαριά σκάλα βοηθούσε τον ιδιοκτήτη να φτάνει από ψηλά
μικρά και μεγάλα κουτιά και το δεφτέρι καλά φυλαγμένο μετρούσε μία μικρή
περιουσία που σιγά σιγά ερχόταν στα χέρια του μπακάλη.
Ήταν και καφενείο το μικρό
μαγαζάκι, γιατί στην είσοδό του αριστερά και δεξιά είχε από δύο στρογγυλά
σιδερένια τραπεζάκια, ορφανά από τραπεζομάντιλα, που πλαισιώνονταν άλλοτε από
δύο και άλλοτε από τρεις ψάθινες καρέκλες το καθένα!
Ήταν επίσης και ταχυδρομείο γιατί
εκεί άφηνε μία φορά την εβδομάδα ο ταχυδρόμος τα γράμματα, τις επιστολές, τα
δέματα και μία φορά το μήνα τις συντάξεις των γερόντων.
Θα ήταν παράλειψη να μην πούμε
ότι το μικρό αυτό μπακάλικο, ήταν και τηλεπικοινωνιακός οργανισμός, γιατί στο
χωριό υπήρχε ΚΑΙ τηλέφωνο! Βέβαια θα μου πείτε μόνο ένα! Ναι, αλλά υπήρχε. Και
με τι περηφάνια φώναζε, δις παρακαλώ, ο μπάρμπα Θόδωρος : ¨Ο Τάδε έχει τηλέφωνο
από Γερμανία. Σε δέκα λεπτά να είναι εδώ παρακαλώ…¨
Ήταν βέβαια και το ειδησεογραφικό
πρακτορείο του χωριού το πολυκατάστημα του μπάρμπα Θόδωρου. Και αυτός πάντα με
καλοσύνη είχε έναν καλό λόγο για όλους. Καλός άνθρωπος. Ο Θεός να τον αναπαύσει...
Και η Θοδώραινα, το ίδιο καλή,
καταδεκτική και νοικοκυρεμένη ήταν κι αυτή. Στυλοβάτης στο σπίτι της και στα
παιδιά της - εφτά είχε η ευλογημένη να της ζήσουν - στυλοβάτης και στη δουλειά
του άνδρα της. Διπλωμάτισσα και με δύναμη το χαμόγελο στα χείλη, δε χαλούσε το
χατίρι κανενός.
Από το μαγαζί του μπάρμπα Θόδωρου
μάθαινε κανείς όλα τα νέα του χωριού και των γύρω περιοχών. Εκεί γινόταν και οι
επαγγελματικές διαπραγματεύσεις των ενδιαφερομένων και από τις δύο πλευρές,
εργάτη-εργοδότη. Εκεί τα μαντάτα κάθε είδους , εκεί και τα προξενιά.
Και έτρεχε η κυρά Θοδώραινα να
προλάβει να ετοιμάσει καφέδες για όλους και έτρεχε ο μπάρμπα Θόδωρος με την
κατάλευκη ποδιά να τους σερβίρει.
Και τι καφές! Μοσχοβολούσε όλη η
γειτονιά …και όταν ψήνονταν και στη χόβολη η απόλαυση ήταν διπλή. Διέθετε ΚΑΙ
αυτήν την πολυτέλεια το μαγαζάκι. Παράδεισος σωστός και για μεγάλους και για
μικρούς.
Η ξύλινη σόμπα στο κέντρο του
μαγαζιού με τους γκρίζους σωλήνες να το διασχίζουν, ζέσταινε όλο το μπακάλικο
το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι αποσύρονταν στην αποθήκη. Οι ζωηροί ήχοι από το
κάψιμο των ξύλων, πολλές φορές, συνόδευαν το γραμμόφωνο που με κόπο πάσχιζε να
μεταδώσει με κέφι τα παλιά τραγούδια! Τι ζεστό περιβάλλον!
Όταν μπαίναμε εμείς τα παιδιά
μέσα στο ¨πολυκατάστημα¨, μεθούσαμε από τα χρώματα και τις μυρουδιές που έκαναν γιορτή στον αέρα και προσγειωνόταν
μεθυστικά στις παιδικές μυτούλες μας. Τι να πρωτοδιαλέγαμε και να πάρουμε με τη
μισή δραχμούλα που μας έδιναν οι παππούδες μας: ραντεβουδάκια, ξερολούκουμο
καραμέλες με αρκετή δόση ζάχαρης, τρισδιάστατες ροζ-άσπρες πυραμίδες που
έλιωναν στο στόμα και άφηναν όλη τη ζάχαρη στα δόντια, βανίλια υποβρύχιο σε
μικρά μπολάκι, κοκοράκια γλειφιτζούρια …τι να διαλέγαμε; Απλά μεθούσαμε…!
Με μισή δραχμή, μπορούσαμε να
γεμίσουμε το σακουλάκι με γλυκίσματα και τη κοιλίτσα με ζάχαρη. Ευτυχισμένες
στιγμές! Ευτυχισμένα χρόνια, με ηρεμία, απαλλαγμένα από υπερβολές.
Και οι παππούδες… ήταν οι πιο
ξέγνοιαστοι παππούδες του κόσμου. Τα πρόσωπά τους δεν ήταν σκυθρωπά και
προβληματισμένα. Είχε φως η ματιά τους, ήταν καθαρή. Βέβαια ο χρόνος είχε
αυλακώσει το πρόσωπό τους, το χαμόγελό τους όμως έβγαινε αβίαστα.
Η τριμμένη από το χρόνο τράπουλα
ήταν η απογευματινής τους μέριμνα και συνοδεύονταν πάντα με καφέ ή τσιπουράκι
με τον κατάλληλο μεζέ βεβαίως βεβαίως... Και όλα αυτά στο μπακάλικο-καφενέ του
μπάρμπα Θόδωρου.
Μπρίκια, κατσαρολάκια, τηγάνια…
όλα επιστρατεύονταν στην υπηρεσία των πελατών. Ο μακρόστενος πάγκος της
κουζίνας γέμιζε πράγματα και ο νεροχύτης λερωμένα ποτήρια. Τα πόδια του μπάρμπα
Θόδωρου γεννούσαν φτερά και ο κουμπαράς του δραχμούλες.
Δεν ήταν λίγες οι φορές όπου
εμείς τα παιδιά όταν πηγαίναμε για τα γλυκίσματά μας, παρατηρούσαμε πάνω στα
τραπεζάκια τα τετράγωνα ή μακρόστενα κουτιά από τα τσιγάρα που κάπνιζαν οι
θαμώνες του μαγαζιού και έπειτα σχολιάζαμε τις εικόνες.
Υπερτερούσε το λευκό τετράγωνο
κουτί με το νούμερο ένα (γι΄ αυτό ήταν άλλωστε και πρώτο), ¨χωμένο¨ στο χρυσό
κύκλο και ακολουθούσε το κουτί με την καμήλα και την πόλη του Άραβα στο πίσω
μέρος. Κοιτώντας το αυτό μάλιστα ζητούσαμε να μας απαντήσουν σε ερωτήματα όπως,
που είναι ο Άραβας, από πού φαίνεται ότι κλαίει η πριγκίπισσα, που είναι το
δωμάτιο του Σεΐχη και όλα αυτά τα βρίσκαμε πάνω στο κουτί… Εκείνο όμως που
έκανε εντύπωση ήταν το κουτί με τη φωτογραφία μιας κοπέλας με ξανθά μαλλιά όλο
μπούκα και τα κόκκινα χείλη. Πώς μια τόσο όμορφη κοπέλα καταδεχόταν να
βρίσκεται πάνω σε ένα κουτί, που το περιεχόμενό του δεν έκανε καλό στην υγεία,
αναρωτιόμασταν!...
Αυτά και πολλά άλλα
διαδραματίζονταν καθημερινά στο μπακάλικο-καφενέ του κυρ Θόδωρου. Το
πολυκατάστημα που τα είχε όλα: αγαθά, διασκέδαση, απογοητεύσεις, εντάσεις,
γλυκές στιγμές …μα πάνω απ΄ όλα ένωνε το χωριό κάτω από τη σκέπη του.
Και τώρα το ίδιο το χαμηλόσπιτο,
κλειστό και μόνο, κρυμμένο στη γωνιά του, χωρίς να διεκδικεί τίποτα από το
παρόν, φυλάει καλά στο κόρφο του σαν θησαυρό, την ιστορία του και το παρελθόν
του…
Συγγραφέας: Ελένη Μπλιούμη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου