Μια φορά και ένα καιρό, μια
νεαρή κοπέλα που την έλεγαν σταχτοπούτα ζούσε με την μητριά της και τις δυο
κόρες της στο σπίτι του μπαμπά της, ο οποίος είχε πεθάνει. Την έλεγαν έτσι για
πλακά η μητριά με τις κόρες της γιατί μάζευε τις στάχτες από το τζάκι. Ήταν
πολύ κακές μαζί της, την ήθελαν για υπηρέτρια. Ζούσε στην αποθήκη του σπιτιού,
σε άθλιες συνθήκες, δεν είχε κρεβάτι πάρα μόνο ένα στρώμα τρύπιο, ελάχιστα ρούχα
που και αυτά ήταν τρύπια. Όταν πέθανε ο πατέρας της και ανέλαβε η μητριά, επειδή δεν την ήθελε την σταχτοπούτα
πάρα μόνο την περιουσία της, της συμπεριφερόταν με αυτόν τον άθλιο
τρόπο. Κάθε μέρα, όλη μέρα δούλευε μέσα στο σπίτι, για να ναι η μητριά και
οι κόρες της ευχαριστημένες.
Η ζωή της ήταν ένα μαρτύριο ώσπου μια μέρα ο
ταχυδρόμος έφερε ένα γράμμα από το
παλάτι όπου ήταν μια πρόσκληση από τον βασιλιά και την βασίλισσά που είχε ως
θέμα τον χορό του παλατιού και την αναζήτηση γυναίκας για τον γιο τους, τον
πρίγκηπα. Όταν το διάβασε η μητριά και οι κόρες της, ξεκίνησαν τις
προετοιμασίες αμέσως μιας και ήλπιζαν μήπως μπορέσουν να κλέψουν την καρδιά του
πρίγκηπα και να γίνουν πριγκίπισσές.
Παρόλο που ο χορός θα γινόταν σε 3 μέρες,
δεν έχασαν λεπτό και ξεκίνησαν να κάνουν πρόβες
τι θα φορέσουν, τι μαλλιά θα κάνουν, πως θα βαφτούν και ότι άλλο θα
χρειαστεί. Φυσικά πίσω από όλα ήταν η σταχτοπούτα η οποία έτρεχε και δεν έφτανε.
Είχε να ράψει τρία ολόκληρα φορέματα,
και για ότι άλλο χρειαζόντουσαν έπρεπε να ήταν εκεί. Εννοείτε πως από την πρώτη
στιγμή, πριν καν το σκεφτεί η σταχτοπούτα, η μητριά της της απαγορεύεσαι να
έρθει στον χορό. Η Σταχτοπούτα λαχταρούσε να πάει στον χορό, είχε να βγει πολύ
καιρό και το είχε ανάγκη. Είχε πάρει, όμως, απόφαση ότι δεν θα πήγαινε, γιατί
δεν μπορούσε να παρακούσει τη μητριά της.
Η μέρα του χορού έφτασε και η Σταχτοπούτα βοήθησε να ετοιμαστούν οι κόρες της
μητριάς της και μετά έπεσε κατάκοπή να ξαπλώσει στο στρώμα της να ξεκουραστεί.
Τότε μέσα στα σκοτάδια κάτι έλαμψε, κάτι εμφανίστηκε. Ήταν η νονά της! Μόλις
την είδε η σταχτοπούτα χάρηκε τόσο πολύ που η κούραση και η στεναχώρια της έφυγε αμέσως. Η νονά της, της είπε πως θα
πάει στον χορό γιατί το αξίζει και πως για αυτό θα την βοηθήσει η ιδιά με τις
μαγικές της ικανότητες. Έτσι της ζήτησε να της φέρει μια κολοκύθα από το κήπο
και μερικά ποντικάκια από την φάκα, και με την μαγεία της έφτιαξε μια αμαξά με
αλόγα και ύστερα με λίγη μαγική σκόνη έφτιαξε της ένα φόρεμα και γοβάκια
γυάλινα και εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε.
Μόλις πήγε να τα βάλει η
σταχτοπούτα κατάλαβε πως δεν της κάνουν, ήταν τουλάχιστον τρία νούμερα
μεγαλύτερα και το φόρεμα και τα γοβάκια, δεν ήξερε τι να κάνει. Τελικά
αποφάσισε να τα βάλει και να πάει όπως ήταν. Όταν έφτασε στο παλάτι, μπήκε στην
αίθουσα του χορού και όλοι γυρίσαν και την κοίταξαν και άρχισαν να γελάνε με
την εικόνα της και εκείνη μέσα στην ντροπή της έφυγε τρέχοντας και τα γοβάκια
της έφυγαν και τα δύο μιας και ήταν τρία νούμερα μεγαλύτερα. Ξυπόλητη με ένα
τεράστιο φόρεμα έφτασε στο σπίτι της, και
μέσα στα κλάματα και την στεναχώρια αποκοιμήθηκε.
Την άλλη μέρα όμως
αυτό που την περίμενε δεν μπορούσε να το φανταστεί ούτε στα πιο τρελά της
όνειρα. Βγήκε ο Πρίγκιπας με τα γοβάκια για να τα δοκιμάσει στις κοπέλες και να
δει σε ποια κοπέλα κάνουν και πέρασε και από το σπίτι της Σταχτοπούτας. Τα
γοβάκια όμως δεν της έκαναν, ευτυχώς. Η Σταχτοπούτα αναστέναξε ευτυχισμένη.
Ήταν τόσο άσχημος ο πρίγκιπας που δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει. Αισθάνθηκε τόσο
τυχερή που από το λάθος της νονάς της την γλύτωσε από τον πρίγκηπα. Έζησε αυτή
καλά και εμείς καλύτερα.
Συγγραφέας: Αγγελική Σαραφίδου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου