Ο
ήχος που έφθανε από το διπλανό διαμέρισμα θύμιζε κλάμα μωρού. Εκεί έμενε μία ηλικιωμένη κυρία που εκείνη
την ώρα ήταν εντελώς μόνη. Τα παιδιά της μόλις είχαν φύγει και είχε διπλοκλειδώσει
την πόρτα όπως συνήθιζε.
Ο
Σωτήρης άκουσε το κλάμα και σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν κάποια γάτα που γέννησε
στο μπαλκόνι της διπλανής πολυκατοικίας. Αστυνομικός χρόνια στην ίδια θέση υπηρετούσε
σε συνοικιακό αστυνομικό τμήμα και η μόνη αρμοδιότητα που είχε ήταν να
σφραγίζει εξουσιοδοτήσεις και να θεωρεί το «γνήσιο της υπογραφής». Η γυναίκα
του η Ξένια μόλις είχε ετοιμάσει το δείπνο όπως κάθε απόβραδο που γύριζαν από
τη δουλειά.
Παιδιά
δεν είχαν και αυτός ήταν ο μεγάλος τους καημός. Μόνο ένα αστυνομικό λυκόσκυλο εκπαιδευμένο,
την Ίρμα, που το είχαν σαν παιδί τους και εκείνη την ώρα ήταν ξαπλωμένο στο
χαλί κουνώντας αργά και νευρικά την ουρά του.
Ναι
ακούω! Γατάκια θα είναι από τη διπλανή
πολυκατοικία!
Το
κλάμα όμως δυνάμωνε και δεν υπήρχε πλέον καμιά αμφιβολία ότι ήταν κλάμα μωρού.
-Όχι
Σωτήρη σαν κλάμα νεογέννητου μοιάζει. Πάω Να δω!
Ο
Σωτήρης πετάχτηκε από την καρέκλα, την εμπόδισε να φθάσει προς την πόρτα ενώ
ταυτόχρονα της έκλεισε το στόμα.
-Όχι
δεν θα πας πουθενά και μη μιλήσεις μέχρι να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει. Που
είναι η Ίρμα;
Η
Ίρμα, στεκόταν προς τη πόρτα φανερά εκνευρισμένη, κουνώντας την ουρά της ακόμα
πιο νευρικά και μυρίζοντας το χώρο γύρω της.
Ο
Σωτήρης για πρώτη φορά φέρθηκε τόσο απότομα στη γυναίκα του αλλά δεν μπορούσε
να κάνει αλλιώς. Έπρεπε να αποφύγει
οποιαδήποτε απερίσκεπτη κίνηση της συζύγου του που θα έκανε πάνω στην παρόρμηση
και στη λαχτάρα της για ένα παιδί.
-Σιωπή
Ξένια να ακούσουμε.
Το
κλάμα τώρα ακουγόταν ξεκάθαρα και ήταν σπαρακτικό. Κλάμα μωρού που ήταν ώρες νηστικό και
λερωμένο.
Κι
όμως κανείς στην πολυκατοικία δεν είχε νεογέννητο μωρό. Στο διπλανό διαμέρισμα που
έμενε η ηλικιωμένη γυναίκα ο Σωτήρης
είχε ακούσει πριν από λίγο τον ήχο από το κλειδί στην πόρτα και μάλιστα είχε
συναντηθεί με τους επισκέπτες μπροστά από το ασανσέρ την ώρα που έφευγαν.
Ο
Σωτήρης και η Ξένια ήταν πέντε χρόνια παντρεμένοι και αγαπημένοι. Λαχταρούσαν
ένα παιδί που όμως που δεν θα αποκτούσαν ποτέ. Οι γιατροί ήταν ξεκάθαροι σε
αυτό. Είχαν κάνει εδώ και ένα χρόνο χαρτιά για υιοθεσία. Και τώρα αυτό το κλάμα
έκανε την καρδιά της Ξένιας να χοροπηδάει, επηρεασμένη καθώς ήταν από ταινίες
και μυθιστορήματα που αναφέρονται σε μωρά που βρίσκονται έξω από πόρτες με ένα
σημείωμα στην κουβέρτα. Πίστευε ότι το όνειρό θα γινόταν πραγματικότητα.
-Παράτα
με είπε στο Σωτήρη και προχώρησε προς την πόρτα.
Το
κλάμα του μωρού δυνάμωνε και γινόταν όλο
και πιο σπαρακτικό.
Ο
Σωτήρης πήγε στην πόρτα και κοίταξε από το μάτι. Έβλεπε καθαρά απέναντι την πόρτα του
γειτονικού διαμερίσματος. Εκεί στην πόρτα είδε ένα καλάθι από αυτά που βάζουν
μέσα τα νεογέννητα τις πρώτες μέρες της ζωής τους αλλά δεν μπορούσε να
διακρίνει αν πράγματι είχε μέσα μωρό, όπως ήταν καλυμμένο με κουβέρτα.
-Ξένια
πάρε αμέσως την αστυνομία κι εγώ ξέρω τι θα κάνω. Είπε αγριεμένα και επιτακτικά
στη γυναίκα του. Υποψιάζομαι ότι η κυρία
στο διπλανό διαμέρισμα κινδυνεύει. Θα είμαι εδώ και θα παρακολουθώ.
Το
κλάμα έγινε ουρλιαχτό. Όμως το κουβερτάκι στεκόταν ακίνητο πάνω στο καλάθι και
από κάτω δεν φαινόταν να υπάρχει σημείο ζωής. Αν υπήρχε μωρό να σπαράζει τότε θα
υπήρχε κάποιος κυματισμός στα σκεπάσματα. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν. Αλλά
περίμενε να δει αν τελικά θα άνοιγε η πόρτα του διπλανού διαμερίσματος.
-Ξένια! Eίπε όσο πιο σιγά μπορούσε. Έχεις το τηλέφωνο
της κυρίας που μένει δίπλα;
-Όχι!
Είναι μοναχική και δεν έχει κουβέντες με κανέναν.
Ο
Σωτήρης κρατούσε την Ίρμα από το λουρί και εκείνη ήταν έτοιμη με μια εντολή να
ορμήσει, όπως είχε εκπαιδευτεί.
Η γυναίκα από δίπλα άνοιξε την πόρτα. Άνοιξε ελαφρά την πόρτα και ο Σωτήρης. Δύο τύποι με κουκούλες ξεπρόβαλλαν από μία
εσοχή που χρησίμευε σαν αποθηκευτικός χώρος και κατευθύνθηκαν προς τη γυναίκα
που τους είδε και προσπάθησε να μπει στο διαμέρισμα. Την ώρα που έκλεινε την
πόρτα ο ένας από τους δύο έβαλε το πόδι του για να την εμποδίσει να κλείσει. Ο Σωτήρης με μια κίνηση αστραπή άνοιξε και το
σκυλί επιτέθηκε στους κουκουλοφόρους. Παγίδευσε το ένα στον τοίχο δείχνοντας τα
σουβλερά δόντια του μέχρι να έρθει η αστυνομία να τον συλλάβει, ενώ ο άλλος
έφυγε τρέχοντας από τις σκάλες
Την
άλλη μέρα όλοι μιλούσαν για την εξάρθρωση σπείρας κακοποιών που παρακολουθούσαν
μοναχικούς ηλικιωμένους, αφήνοντας έξω από την πόρτα τους μία βρεφική καλαθούνα
με μαγνητοφωνημένο κλάμα μωρού ως παγίδα με σκοπό να αναγκάσουν το υποψήφιο
θύμα, να ανοίξει την πόρτα και να το χτυπήσουν στο κεφάλι την ώρα που θα έσκυβε
να σηκώσει τα σκεπάσματα να δει το μωρό. Ο Σωτήρης έγινε ο ήρωας και ένοιωθε πολύ
ικανοποιημένος που είχε κάνει το καθήκον του όχι μόνο σαν αστυνομικός αλλά
κυρίως σαν άνθρωπος.
Συγγραφέας: Μαρία Κόνιαρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου