Ήταν
Δευτέρα πρωί και ο Μάρκος πετάχτηκε από το κρεβάτι του από τον ήχο του
ξυπνητηριού. Κάθε χρόνο έλεγε να το αλλάξει αυτό το ξυπνητήρι κι όλο το
ξεχνούσε. «Τελευταία χρονιά φέτος στο σχολείο και μετά θα σε καταχωνιάσω σε
κάποιο ντουλάπι», είπε δυνατά ο Μάρκος και παρατήρησε τη μαμά του στην πόρτα να
στέκεται απορημένη.
-
Δηλαδή, αν περάσεις σε κάποιο πανεπιστήμιο δε θα ‘χεις κάποιο ξυπνητήρι; Δε θα
πηγαίνεις στη σχολή σου;
-
Κάτσε να περάσει αυτή η χρονιά και θα δω τι θα κάνω, είπε ο Μάρκος και πήρε μια
βαθιά ανάσα. Ώρα να ετοιμαστώ! Δε πρέπει να αργήσω την πρώτη μέρα στο σχολείο.
Έβαλε
τα ρούχα του βιαστικά, άρπαξε μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα από το τραπέζι της
κουζίνας και έφυγε σα σίφουνας. Ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να σπάσει από την
αγωνία. Σήμερα θα έβλεπε και πάλι την αγαπημένη του φίλη, τη Μικαέλα. Η μητέρα
της ήταν Γαλλίδα και ο μπαμπάς της Έλληνας και κάθε καλοκαίρι πήγαιναν στη
Γαλλία για διακοπές. Είχε επιθυμήσει να την δει, να της μιλήσει. Μιλούσαν που
και που με γράμματα, όμως αυτό που του έλειπε πιο πολύ ήταν το χαμόγελό της.
Αυτό το χαμόγελο που τον έκανε να ξεχνάει τις έγνοιες του. Πολλές φορές
αναρωτιόταν μήπως ήταν ερωτευμένος μαζί της, όμως οι σκέψεις αυτές γρήγορα του
έφευγαν από το μυαλό. Του αρκούσε να την έχει δίπλα του.
Όταν
έφτασε στο σχολείο είδε όλους τους συμμαθητές του να έχουν περικυκλώσει τη
Μικαέλα, να την αγκαλιάζουν, να τη φιλάνε και να κλαίνε. Πλησίασε με γρήγορα
βήματα προς τους συμμαθητές του και ξεχώρισε κάποιες φωνές που έλεγαν: «Μη
φύγεις», «Θα μας λείψεις». Ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του.
-
Μα που πας; Γιατί;, είπε ταραγμένος με φωνή που σχεδόν φοβήθηκε πως δεν
ακούστηκε.
- Θα πάω στη Γαλλία. Οι
γονείς μου αποφάσισαν πως πρέπει να μετακομίσουμε γιατί τα πράγματα εκεί είναι
καλύτερα. Μου βρήκαν και ένα γαλλόφωνο σχολείο για να κάνω την τελευταία τάξη
και μετά να σπουδάσω εκεί.
Ο
Μάρκος τα είχε χάσει. Δεν ήξερε τι να πει. Οι μέρες που ακολούθησαν πέρασαν
τόσο γρήγορα που το μόνο που θυμόταν πια ήταν τα δάκρυα που κυλούσαν στα
μάγουλα του καθώς την αποχαιρετούσε και το τελευταίο χαμόγελο της φίλης του
πριν χαθεί μέσα στο πλήθος των επιβατών του αεροδρομίου. Κάθισε για λίγες ώρες
και χάζευε τους ανθρώπους που περνούσαν μπροστά του. Άλλοι έτρεχαν βιαστικά με
τις βαλίτσες τους να προλάβουν τις πτήσεις τους, άλλοι έκαναν βόλτες από δω κι
από κει περιμένοντας κάποιον δικό τους. Κι εκείνος ακίνητος στο ίδιο σημείο.
Ήλπιζε μέχρι τελευταία στιγμή ότι κάτι θα αλλάξει και θα δει τη Μικαέλα να
τρέχει πίσω στην αγκαλιά του. Όταν πια είδε μέσα από τα θολά του μάτια το
αεροπλάνο της Airfrance
να
απογειώνεται, κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει.
Η
επικοινωνία τους δε σταμάτησε όμως. Είχαν περάσει κιόλας εφτά μήνες και κάθε
δεύτερη βδομάδα ερχόταν στο σπίτι του γράμμα από εκείνη. Μόλις έβλεπε κάποιο
φάκελο με το όνομα της φίλης του, τον άρπαζε στα χέρια του και έτρεχε στο
δωμάτιο του. Πριν καν φτάσει είχε σκίσει το φάκελο και είχε αρχίσει να διαβάζει
με λαχτάρα τα νέα της. Άλλοτε χαμογελούσε, άλλοτε έκλαιγε και άλλοτε κοιτούσε
το γράμμα με μάτια γεμάτα ζήλια. Είχε γνωρίσει καινούριους φίλους, στο σχολείο
διέπρεπε και ήταν πολύ ευτυχισμένη. Σε ένα γράμμα της του έγραφε:
«Οι
γονείς μου σήμερα μου έφεραν ένα γάτο για δώρο γενεθλίων. Θυμάσαι τον γάτο που
είχαμε στη γειτονιά πέρσι το χειμώνα; Τον Ζόζεφ; Έτσι τον ονόμασα και τον δικό
μου. Θα μου θυμίζει εσένα και το πόσο ωραία περνούσαμε μαζί. Ξέρεις, μου
λείπεις πολύ... μου λείπετε... όλοι μου λείπετε δηλαδή. Οι γονείς μου λένε πως
είναι για καλό. Μου βρήκανε και ένα πανεπιστήμιο για να σπουδάσω ζαχαροπλαστική
που τόσο ήθελα. Όλα τα όνειρα μου γίνονται πραγματικότητα. Και τι δε θα έδινα
να ήμουν στην Αθήνα όμως».
Όταν
ο Μάρκος το διάβασε ένιωσε τα μάγουλά του να σφίγγονται από τη χαρά του. «Της
λείπω!», σκέφτηκε και αποφάσισε να της εξομολογηθεί το ερωτά του γι’ αυτήν. Ναι
πλέον ήταν σίγουρος πως αυτό που ένιωθε ήταν κάτι πιο δυνατό από μια απλή
φιλία. Ήταν κάτι σαν αυτό που περιγράφουν όλοι με τις πεταλούδες στο στομάχι,
με το κόμπο στην καρδιά.
«Ζηλεύω
το γάτο σου, Μικαέλα. Θα ήθελα να ήμουν εγώ στη θέση του και να ήμουν εκεί
κοντά σου. Συνειδητοποίησα πως δε μπορώ άλλο μακριά σου. Μας έχει μείνει ένας
μήνας για να δώσουμε εξετάσεις. Είμαι λίγο απογοητευμένος γιατί δε τα πάω καλά
στο σχολείο και δε ξέρω αν θα καταφέρω να περάσω στη νομική. Όμως το μόνο
σίγουρο είναι πως θα έρθω για διακοπές στη Γαλλία μόλις τελειώσω για να σε δω.
Να με περιμένεις».
Ο
επόμενος μήνας πέρασε βασανιστικά αργά. Και οι δύο διάβαζαν πυρετωδώς μέχρι τα
μεσάνυχτα για να καταφέρουν τους στόχους τους. Η Μικαέλα τα πήγαινε καλά, όπως
μάθαινε από τα γράμματα της. Εκείνος, ωστόσο, όσο και να διάβαζε έβλεπε τους
κόπους του να πηγαίνουν χαμένοι. Δε θα γινόταν δικηγόρος. Δε θα τα κατάφερνε να
βγάλει τόσα μόρια. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε από τους βαθμούς του. Ήταν
απογοητευμένος που δε τα κατάφερε και ήταν κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο του για
μέρες. Ούτε στη Μικαέλα δεν είχε γράψει γράμμα. Δεν είχε το κουράγιο να της πει
πως απέτυχε.
Ξαφνικά
χτύπησε η πόρτα του και μπήκε η μαμά του χαμογελαστή. Τον κοίταξε και σήκωσε
ανακουφισμένη τους ώμους της.
-
Συζήτησα με το μπαμπά σου, Μάρκο, και αποφασίσαμε κάτι με το οποίο νομίζω πως
θα χαρείς. Κι όταν λέω ότι θα χαρείς εννοώ πως θα πετάξεις από τη χαρά σου.
-
Μαμά, δεν έχω όρεξη να…
Πήγε
να μιλήσει ο Μάρκος και τον διέκοψε βιαστικά η μαμά του
-
Θα σπουδάσεις στο εξωτερικό. Το σκεφτόμαστε μέρες με το μπαμπά σου και
δεδομένου ότι έχουμε κάποια λεφτά στην άκρη αποφασίσαμε να σε βοηθήσουμε να πας
έξω. Και σου έχουμε βρει και την τέλεια σχολή. Πως θα σου φαινόταν να
ταξιδέψεις μέχρι το Παρίσι;
Ο
Μάρκος γούρλωσε τα μάτια του, πετάχτηκε στην αγκαλιά της μάνας του και την
έσφιξε με δύναμη πάνω του. Ύστερα έπιασε ένα χαρτί και άρχισε να γράφει.
«Αγαπημένη
μου Μικαέλα,
Έρχομαι
στο Παρίσι. Όχι για διακοπές. Θα σπουδάσω εκεί. Μπορεί να σε ξαφνιάζω αλλά θα
στα εξηγήσω όλα από κοντά! Ανυπομονώ να σε δω! Φιλιά!»
Μια
βδομάδα μετά, ο Μάρκος βρέθηκε στο αεροδρόμιο. Έμοιαζε σαν αυτούς τους τύπους
που παρατηρούσε τη μέρα της αναχώρησης της φίλης του. Έτρεχε γρήγορα με τη
βαλίτσα του να προλάβει τη πτήση. Χαιρέτησε τους γονείς του και επιβιβάστηκε
και κείνος στο αεροπλάνο της Αirfrance
που
κάποτε κοιτούσε με θλίψη που του έπαιρνε την αγαπημένη του. Όταν έφτασε στο
αεροδρόμιο του Παρισιού, αντίκρισε απέξω τη Μικαέλα να τον περιμένει. Παράτησε
τα πράγματά του και έτρεξε με φόρα στην αγκαλιά της. Την σήκωσε ψηλά και άρχισε
να την στριφογυρνάει από τη χαρά του. Εκείνη του ψιθύρισε στο αυτί του «Σ’
αγαπώ». Τα μάτια του θόλωσαν όπως τότε. Όχι όμως από στεναχώρια, αλλά από χαρά.
Τη φίλησε τρυφερά στα χείλη της και ένιωσε αυτό το κόμπο στη καρδιά του να
λύνεται. Τον περίμενε μια νέα ζωή. Μια νέα ζωή μαζί της. Θα πραγματοποιούσαν
μαζί τα όνειρά τους και θα ήταν ευτυχισμένοι. Δε του έλειπε τίποτα πια.
Συγγραφέας: Αθανασία Αλεξανδρίδη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου