Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

"Αυτό που βλέπω στον καθρέπτη…" της Ευαγγελίας Πέτρογλου



Κοιτάζομαι στον καθρέπτη για πολλοστή φορά. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Το νιώθω από κάθε πόρο του σώματος μου. Είμαι τα μαύρα μου τα χάλια. Χοντρά μπούτια, άτριχο σώμα, μικρό πέος.  Όλα χάλια πάνω μου. Δεν είμαι άντρας φυσιολογικός. Η υπόφυση μου δεν λειτούργησε ποτέ φυσιολογικά, γι’ αυτό και δεν ανέπτυξα ποτέ τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά για να προσελκύσω μια κοπέλα. Ένα μπάζο είμαι. Ακόμα και στις πόρνες που πάω, ντρέπομαι. Αλλά τι να κάνω… Τουλάχιστον αυτές πληρώνονται και δεν μπορούν να με προσβάλλουν. Τώρα το τι σκέφτονται, είναι άλλο θέμα. ΕΜΕΝΑ να μην μου το δείχνουν. Και σε αυτές που πήγα, άργησα να πάω. Πόσα χρόνια ψυχοθεραπείας και πόσα λεφτά πεταμένα για να καταλήξω να μπορώ να πηγαίνω στις πόρνες! Που ακούστηκε. 

Και τώρα να έχω φτάσει τα τριάντα τρία, τα χρόνια του Χριστού και να βιώνω μια συνεχή Σταύρωση, γνωρίζοντας μέσα μου ότι δεν θα αναστηθώ ποτέ. Δεν έχω ζήσει τίποτα. Δεν έχω χαρεί τίποτα. Ζω σε ένα συνεχή φόβο ότι θα λιποθυμήσω μπροστά σε κόσμο, ότι θα πεθάνω, ότι θα γίνω ρεζίλι. Παρακολουθώ συνέχεια τους σφυγμούς μου, τρέχω σε γιατρούς για εξετάσεις, νιώθω αδύναμος. Αχ τι θα συμβεί όταν βρεθώ με την κοπέλα; Ειδικά αν είναι ψυχρή και μαζεμένη, εγώ δεν θα το αντέξω. ΘΑ ΦΥΓΩ! Θα πρέπει να με φροντίσει η κοπέλα. Όπως κάνει πάντα και η μαμά. Πάντα με νοιαζόταν και ενδιαφερόταν για το πώς ένιωθα. Βέβαια με τρέλαινε με τις δικές της φοβίες. Και μια ζωή την άκουγα να λέει «Να’ μαστε καλά, να’ μαστε καλά!». Και με τρόμαζε. Κι όταν έπαθε καρκίνο, εγώ τρελάθηκα. Ο πατέρας έλειπε στα καράβια κι έτσι εγώ γινόμουν ο αποδέκτης όλων των συναισθημάτων της. Είχε κρεμαστεί πάνω μου. 
Θυμάμαι να κλαίει, έχοντας αγκαλιά τη φωτογραφία του μπαμπά κι εγώ να κάθομαι στα πόδια της και να την παρηγορώ. Είχα γίνει κάτι σαν σύντροφος της. Ήμουν ο έμπιστός της.  Κάθε λίγο και λιγάκι, με φώναζε: «Μανώλη, Μανώλη βοήθησε με. Πήγαινε ως το σούπερ μάρκετ. Κάνε μου μια αγκαλιά.  Πότε πια θα έρθει ο πατέρας σου; Νιώθω τόσο μόνη». Αχ βρε μάνα με έπρηζες. Φορούσες κάποιες φορές ένα ψεύτικο χαμόγελο αισιοδοξίας, αλλά μέσα σου υπέφερες. Κι εγώ εισέπραττα τον πόνο σου σε όλο του το μεγαλείο. Κι όταν ερχόταν ο πατέρας, με άφηνες! Και ήσουν συνέχεια μαζί του κι εγώ να νιώθω μόνος και εγκαταλελειμμένος. Και πάλι παιδί. 
Αλλά και ο πατέρας απέτυχε να μου δείξει τι σημαίνει να είμαι άντρας. Πάντα ψυχρός κι απόμακρος, πάντα των υποχρεώσεων και ποτέ της χαράς. Έτσι έγινα κι εγώ λιγομίλητος. Και στρυφνός. Και μοναχικός. Και φοβισμένος. Ειδικά το τελευταίο. Κι αυτή η ρημαδοδουλειά μου με τους υπολογιστές να με κάνει ακόμα πιο απορροφημένο σε ένα κόσμο δίχως μέλλον και δίχως χαμόγελα. Ασφαλής μέσα στον μικρόκοσμο μου, διαλυμένος από τον Φόβο μόλις βγαίνω από το κατώφλι του σπιτιού μου. 
Και τώρα είμαι μπροστά από τον καθρέπτη μου, νιώθοντας τρόμο. Πώς την είπαμε την κοπέλα; Ελένη μου φαίνεται. Ή μήπως Αθηνά; Θα στείλω μήνυμα στο φίλο μου να μου θυμίσει το όνομα της. Λεφτά στο πορτοφόλι έβαλα, αρωματίστηκα και ο Θεός βοηθός! Το πολύ-πολύ να πάω μετά και σε μια πουτάνα να χαλαρώσω λίγο…

Συγγραφέας: Ευαγγελία Πέτρογλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου