Μια φορά και ένα καιρό σε μια χώρα μακρινή ζούσε ένα παλικάρι με την μητέρα του.
Ήταν πολύ φτωχοί. Το παλικάρι όμως ήταν πολύ εργατικό και δούλευε όπου μπορούσε για να καταφέρει να ζήσουν αυτός και η μητέρα του.
Μια μέρα εκεί που δούλευε στα χωράφια ενός πλούσιου μεγαλοκτηματία, ακούει το ντελάλη να διαλαλεί.
Ο βασιλιάς θέλει να παντρέψει την μοναχοκόρη του. Όποιο παλληκάρι καταφέρει να περάσει τις δοκιμασίες, θα πάρει την πριγκίπισσα για γυναίκα του.
Η πριγκίπισσα ήταν πολύ όμορφη και στο παλικάρι άρεσε πάρα πολύ, όμως δεν τολμούσε να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να την παντρευτεί, γιατί ήταν πολύ φτωχός.
Όταν το βράδυ γύρισε στο σπίτι του, του είπε η μητέρα του ότι άκουσε τον ντελάλη να διαλαλεί, ότι ο βασιλιάς θέλει να παντρέψει την κόρη του. "Να πας γιέ μου είσαι όμορφος, εργατικός, καλό παιδί και απ’ ότι έχω καταλάβει αγαπάς πολύ την πριγκίπισσα".
- Δεν γίνεται να πάω μάνα. Εκεί θα πάνε πλούσια αρχοντόπουλα, εμένα ούτε που θα μου δώσουν σημασία.
Η μάνα του όμως επέμενε. Σήκω πλύσου, βάλε τα καλά σου ρούχα και ξεκίνα. Για να μην της χαλάσει το χατίρι αποφάσισε να πάει. Η μάνα του έδωσε ένα καρβέλι ψωμί να τρώει στο δρόμο γιατί ήταν το παλάτι μακριά ηθελε δυο μέρες να περπατάει για να φτάσει.
Στο δρόμο που πήγαινε βρίσκει ένα ζευγάρι περιστέρια, κόβει ένα κομμάτι ψωμί από το καρβέλι που είχε και τα τάισε.
Μετά συνάντησε ένα γαϊδουράκι που ήταν πεινασμένο και κόβει ένα κομμάτι ψωμί από το καρβέλι που είχε και το τάισε. Κόνευε να φτάσει στο παλάτι όταν είδε ένα γεράκι πληγωμένο. Από το λίγο καρβέλι που του είχε απομείνει το τάισε του έδεσε τη φτερούγα του που ήταν πληγωμένη με το μαντήλι του και μετά έφτασε στο παλάτι.
Πολλά αρχοντόπουλα είχαν καταφθάσει εκεί χωρίς να έχουν καταφέρει να περάσουν τις δοκιμασίες. Μόλις τον είδαν άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. "Κοιτάξτε έναν κακομοίρη με τέτοια παλιόρουχα που θέλει να παντρευτεί την πριγκίπισσα".
Τον βλέπει και ο βασιλιάς και του λέει: Αν θέλεις την κόρη μου για γυναίκα σου, πρέπει να καθαρίσεις την μεγάλη αποθήκη, που είναι γεμάτη με χαλίκια και στάρι. Να ξεχωρίσεις το στάρι από τα χαλίκια .
Ήταν πολύ δύσκολο αυτό που του ζητούσε ο βασιλιάς, απελπισμένος σκεφτόταν πώς θα τα
καταφέρει.
Τότε έρχονται τα περιστέρια και του λένε πήγαινε να κοιμηθείς και θα καθαρίσουμε εμείς την αποθήκη. Έτσι την άλλη ημέρα το πρωί η αποθήκη ήταν έτοιμη.
-Τώρα πρέπει να καθαρίσεις το χωράφι από τα χόρτα και να το οργώσεις του είπε ο βασιλιάς. Στενοχωρημένο το παλικάρι σκεφτόταν πώς να τα κάνει όλα αυτά χωρίς εργαλεία. Τότε εμφανίστηκε το γαϊδουράκι και του λέει, πήγαινε να κοιμηθείς και το πρωί θα είναι όλα έτοιμα.
Πράγματι το πρωί ήταν όλα έτοιμα. Τα είδε βασιλιάς και αναρωτήθηκε πως τα κατάφερε.
"Tώρα έχεις μια τελευταία δοκιμασία" του είπε. "Πρέπει να πας στην κορυφή του βουνού και να βρεις την μηλιά που κάνει το χρυσό μήλο και να μου το φέρεις. Τη μηλιά τη φυλάει ένας δράκος που βγάζει φωτιές και καίει όποιον την πλησιάζει. Αυτή η δοκιμασία είναι η δυσκολότερη". Το παλικάρι κάθισε σε μια πέτρα και είχε πιάσει το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Συλλογιζόταν πως θα αντιμετωπίσει την τελευταία δοκιμασία.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή να του λέει. Μη στενοχωριέσαι εγώ θα σε βοηθήσω. Ήταν το γεράκι που είχε γίνει καλά και μπορούσε πάλι να πετάξει.
-Πως θα με βοηθήσεις;
-Το μήλο είναι στην κορυφή του δένδρου. Εγώ θα πετάξω και θα το πάρω, γιατί εκεί δεν φτάνει ο δράκος. Εξάλλου θα πετάξω πολύ γρήγορα και δεν θα προλάβει ο δράκος να μου κάνει κακό.
Έτσι και έγινε λοιπόν. Το γεράκι έφερε το χρυσό μήλο στο παλληκάρι και εκείνος το πήγε στο παλάτι. Όταν τον είδαν τα αρχοντόπουλα ζήλεψαν πολύ και σκέφτηκαν να του το πάρουν.
Όμως τον είδε και ο βασιλιάς και θαύμασε το παλικάρι.
-Αυτός είναι άξιος για άντρας της κόρης μου. Μπράβο παλικάρι μου.
Δίνει διαταγή στον υπηρέτη του να του δώσει βασιλικά ρούχα για να ντυθεί. Το παλικάρι ντύθηκε στολίστηκε και ήταν ακόμη πιο όμορφος, γιατί ήταν χαρούμενος και ευτυχισμένος.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή που θα συναντούσε την πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα καθόταν δίπλα στον βασιλιά και το παλικάρι έκανε μια βαθιά υπόκλιση και έδωσε το χρυσό μήλο στην πριγκίπισσα. Εκείνη μόλις τον αντίκρισε θαμπώθηκε από την ομορφιά του και είπε στον πατέρα της:
-Αυτό το παλληκάρι μου αρέσει πάρα πολύ και δεν θέλω κανένα άλλο για άντρα μου.
Άρχισαν οι προετοιμασίες για το γάμο αμέσως.
Ο βασιλιάς έστειλε την βασιλική άμαξα να πάρει τη μητέρα του παλικαριού και να την φέρει
στο παλάτι.Το γλέντι κράτησε τρείς μέρες και τρείς νύχτες. Έφαγαν, ήπιαν και χόρεψαν.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ήταν πολύ φτωχοί. Το παλικάρι όμως ήταν πολύ εργατικό και δούλευε όπου μπορούσε για να καταφέρει να ζήσουν αυτός και η μητέρα του.
Μια μέρα εκεί που δούλευε στα χωράφια ενός πλούσιου μεγαλοκτηματία, ακούει το ντελάλη να διαλαλεί.
Ο βασιλιάς θέλει να παντρέψει την μοναχοκόρη του. Όποιο παλληκάρι καταφέρει να περάσει τις δοκιμασίες, θα πάρει την πριγκίπισσα για γυναίκα του.
Η πριγκίπισσα ήταν πολύ όμορφη και στο παλικάρι άρεσε πάρα πολύ, όμως δεν τολμούσε να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να την παντρευτεί, γιατί ήταν πολύ φτωχός.
Όταν το βράδυ γύρισε στο σπίτι του, του είπε η μητέρα του ότι άκουσε τον ντελάλη να διαλαλεί, ότι ο βασιλιάς θέλει να παντρέψει την κόρη του. "Να πας γιέ μου είσαι όμορφος, εργατικός, καλό παιδί και απ’ ότι έχω καταλάβει αγαπάς πολύ την πριγκίπισσα".
- Δεν γίνεται να πάω μάνα. Εκεί θα πάνε πλούσια αρχοντόπουλα, εμένα ούτε που θα μου δώσουν σημασία.
Η μάνα του όμως επέμενε. Σήκω πλύσου, βάλε τα καλά σου ρούχα και ξεκίνα. Για να μην της χαλάσει το χατίρι αποφάσισε να πάει. Η μάνα του έδωσε ένα καρβέλι ψωμί να τρώει στο δρόμο γιατί ήταν το παλάτι μακριά ηθελε δυο μέρες να περπατάει για να φτάσει.
Στο δρόμο που πήγαινε βρίσκει ένα ζευγάρι περιστέρια, κόβει ένα κομμάτι ψωμί από το καρβέλι που είχε και τα τάισε.
Μετά συνάντησε ένα γαϊδουράκι που ήταν πεινασμένο και κόβει ένα κομμάτι ψωμί από το καρβέλι που είχε και το τάισε. Κόνευε να φτάσει στο παλάτι όταν είδε ένα γεράκι πληγωμένο. Από το λίγο καρβέλι που του είχε απομείνει το τάισε του έδεσε τη φτερούγα του που ήταν πληγωμένη με το μαντήλι του και μετά έφτασε στο παλάτι.
Πολλά αρχοντόπουλα είχαν καταφθάσει εκεί χωρίς να έχουν καταφέρει να περάσουν τις δοκιμασίες. Μόλις τον είδαν άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. "Κοιτάξτε έναν κακομοίρη με τέτοια παλιόρουχα που θέλει να παντρευτεί την πριγκίπισσα".
Τον βλέπει και ο βασιλιάς και του λέει: Αν θέλεις την κόρη μου για γυναίκα σου, πρέπει να καθαρίσεις την μεγάλη αποθήκη, που είναι γεμάτη με χαλίκια και στάρι. Να ξεχωρίσεις το στάρι από τα χαλίκια .
Ήταν πολύ δύσκολο αυτό που του ζητούσε ο βασιλιάς, απελπισμένος σκεφτόταν πώς θα τα
καταφέρει.
Τότε έρχονται τα περιστέρια και του λένε πήγαινε να κοιμηθείς και θα καθαρίσουμε εμείς την αποθήκη. Έτσι την άλλη ημέρα το πρωί η αποθήκη ήταν έτοιμη.
-Τώρα πρέπει να καθαρίσεις το χωράφι από τα χόρτα και να το οργώσεις του είπε ο βασιλιάς. Στενοχωρημένο το παλικάρι σκεφτόταν πώς να τα κάνει όλα αυτά χωρίς εργαλεία. Τότε εμφανίστηκε το γαϊδουράκι και του λέει, πήγαινε να κοιμηθείς και το πρωί θα είναι όλα έτοιμα.
Πράγματι το πρωί ήταν όλα έτοιμα. Τα είδε βασιλιάς και αναρωτήθηκε πως τα κατάφερε.
"Tώρα έχεις μια τελευταία δοκιμασία" του είπε. "Πρέπει να πας στην κορυφή του βουνού και να βρεις την μηλιά που κάνει το χρυσό μήλο και να μου το φέρεις. Τη μηλιά τη φυλάει ένας δράκος που βγάζει φωτιές και καίει όποιον την πλησιάζει. Αυτή η δοκιμασία είναι η δυσκολότερη". Το παλικάρι κάθισε σε μια πέτρα και είχε πιάσει το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Συλλογιζόταν πως θα αντιμετωπίσει την τελευταία δοκιμασία.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή να του λέει. Μη στενοχωριέσαι εγώ θα σε βοηθήσω. Ήταν το γεράκι που είχε γίνει καλά και μπορούσε πάλι να πετάξει.
-Πως θα με βοηθήσεις;
-Το μήλο είναι στην κορυφή του δένδρου. Εγώ θα πετάξω και θα το πάρω, γιατί εκεί δεν φτάνει ο δράκος. Εξάλλου θα πετάξω πολύ γρήγορα και δεν θα προλάβει ο δράκος να μου κάνει κακό.
Έτσι και έγινε λοιπόν. Το γεράκι έφερε το χρυσό μήλο στο παλληκάρι και εκείνος το πήγε στο παλάτι. Όταν τον είδαν τα αρχοντόπουλα ζήλεψαν πολύ και σκέφτηκαν να του το πάρουν.
Όμως τον είδε και ο βασιλιάς και θαύμασε το παλικάρι.
-Αυτός είναι άξιος για άντρας της κόρης μου. Μπράβο παλικάρι μου.
Δίνει διαταγή στον υπηρέτη του να του δώσει βασιλικά ρούχα για να ντυθεί. Το παλικάρι ντύθηκε στολίστηκε και ήταν ακόμη πιο όμορφος, γιατί ήταν χαρούμενος και ευτυχισμένος.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή που θα συναντούσε την πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα καθόταν δίπλα στον βασιλιά και το παλικάρι έκανε μια βαθιά υπόκλιση και έδωσε το χρυσό μήλο στην πριγκίπισσα. Εκείνη μόλις τον αντίκρισε θαμπώθηκε από την ομορφιά του και είπε στον πατέρα της:
-Αυτό το παλληκάρι μου αρέσει πάρα πολύ και δεν θέλω κανένα άλλο για άντρα μου.
Άρχισαν οι προετοιμασίες για το γάμο αμέσως.
Ο βασιλιάς έστειλε την βασιλική άμαξα να πάρει τη μητέρα του παλικαριού και να την φέρει
στο παλάτι.Το γλέντι κράτησε τρείς μέρες και τρείς νύχτες. Έφαγαν, ήπιαν και χόρεψαν.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Συγγραφέας: Μαριέττα Μαρκοπούλου - Σπουδάστρια Tabula Tasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου