1449
H καρδιά της Πέρτσα πετάριζε από χαρά καθώς έβλεπε τον εαυτό της στον περίτεχνο γυάλινο καθρέφτη. Σήμερα ήταν η επίσημη εμφάνισή της στον κόσμο των μεγάλων. Μια δεξίωση προς τιμήν της.
Μέχρι πέρυσι κρυφοκοίταζε από τις ανοικτές πόρτες τα μεγάλα γεύματα που γινόντουσαν στο μεγάλο σαλόνι. Γυναίκες με χρωματιστά φορέματα, αστραφτερά κοσμήματα οι άντρες με τις επίσημες στολές με τα κρεμασμένα παράσημα. Φανταζόταν τους ευγενείς που θα έρχονταν από κάθε μεριά της χώρας , που είχαν αποδεχτεί την πρόσκληση σε αυτό κάλεσμα. Χαμήλωσε το βλέμμα της από τον καθρέφτη που μαρτυρούσε την κοκκινισμένη όψη της στη σκέψη των νεαρών. Η φήμη της Πέρτσα Βον Ράουσενμπεργκ είχε περάσει τα σύνορα. Όλοι μιλούσαν για μια νεραϊδένια ύπαρξη που μεγάλωνε στην καστροπολιτεία του Κρούμλοφ στο παλάτι του ξακουστού Ούλριχ Φον Ρόζενμπεργκ.
Ο Ούλριχ, άνθρωπος μεγάλης επιρροής από τότε που ανέλαβε την διοίκηση του Κρούμλοβ, ήταν πρωταγωνιστής στις πολιτικές εξελίξεις της Τσεχίας. Κανείς δεν ήθελε να τον έχει εχθρό του, μα και όσοι τον είχαν φίλο τους ποτέ δε μπορούσαν να είναι σίγουροι. Η τεράστια επιρροή που είχε γινόταν μερικές φορές άνεμος που μία φυσούσε από την μία μεριά και μία από την άλλη. Πολλά είχαν να πουν οι παλαιότεροι για αυτή την αδυναμία του να μη μένει πιστός παρά μόνο σε ότι και όποιον εδραίωνε την ισχύ του ίδιου και του Κρούμλοβ.
Ο χρόνος έτρεχε, έτρεχαν και οι υπηρέτριες. Ένα χαρούμενο μελίσσι την βοήθησαν να ντυθεί, να φτιάξει τα μαλλιά της.
“Αχ φτάνει, δεν αντέχω άλλο“ είπε ανυπόμονα στις υπηρέτριες.
Σηκώθηκε για να βγει από το δωμάτιο και έπεσε επάνω στον πατέρα της, τη στιγμή που άνοιγε την τεράστια ξύλινη πόρτα του υπνοδωματίου της. Πίσω του ακολουθούσε η μητέρα της. Ήταν σπάνιες οι επισκέψεις του πατέρα της στα διαμερίσματα της. Οι ασχολίες του τον κρατούσαν μακριά τους. Ήξερε πως ήταν το δεξί χέρι του αυτοκράτορα Σιγισμόνδος όσο ζούσε. Δεν καταλάβαινε και πάρα πολλά από τις πολιτικές ασχολίες του. Άκουγε συχνά την μητέρα της να λέει πως η μεγάλη αγάπη του πατέρα της ήταν η δύναμη που του έδινε η εξουσία. Η ίδια ζούσε στη σκιά των τριών αδερφών της, μα δε την πείραζε. Της έδινε μία μικρή ανάσα γιατί εκτός από τις ώρες της μελέτης είχε την ελευθερία της. Χανόταν μέσα στο παλάτι. Κρυβόταν μέσα στα τεράστια σαλόνια ξάπλωνε στο ξύλινο πάτωμα και ταξίδευε μέσα στις εικόνες και τις παραστάσεις που στόλιζαν τους τοίχους και τα ταβάνια. Απολάμβανε από τα ψηλά πετρόχτιστα παράθυρα, τις όχθες του ποταμού Μολδάβα που σα μαίανδρος τύλιγε την μικρή καστροπολιτεία του Κρούμλοβ. Πέρναγε ώρες ξεγνοιασιάς στους ανθοστόλιστους κήπους του παλατιού, με τις μικρές κυρίες των τιμών που την ακολουθούσαν κατά πόδας. Αντίθετα από τα αδέρφια της που εκτός από την μελέτη έπρεπε να συνεχίζουν τα μαθήματα τους ως αργά το απόγευμα. Ιππασία, ξιφασκία και αλλά που δε την ενδιέφερε να συγκρατήσει. Όσο μεγάλωναν, τα πράγματα για εκείνους είχαν γίνει πιο δύσκολα, ο πατέρας τους ετοίμαζε για την μελλοντική διαχείριση του Κρούμλοβ.
H καρδιά της Πέρτσα πετάριζε από χαρά καθώς έβλεπε τον εαυτό της στον περίτεχνο γυάλινο καθρέφτη. Σήμερα ήταν η επίσημη εμφάνισή της στον κόσμο των μεγάλων. Μια δεξίωση προς τιμήν της.
Μέχρι πέρυσι κρυφοκοίταζε από τις ανοικτές πόρτες τα μεγάλα γεύματα που γινόντουσαν στο μεγάλο σαλόνι. Γυναίκες με χρωματιστά φορέματα, αστραφτερά κοσμήματα οι άντρες με τις επίσημες στολές με τα κρεμασμένα παράσημα. Φανταζόταν τους ευγενείς που θα έρχονταν από κάθε μεριά της χώρας , που είχαν αποδεχτεί την πρόσκληση σε αυτό κάλεσμα. Χαμήλωσε το βλέμμα της από τον καθρέφτη που μαρτυρούσε την κοκκινισμένη όψη της στη σκέψη των νεαρών. Η φήμη της Πέρτσα Βον Ράουσενμπεργκ είχε περάσει τα σύνορα. Όλοι μιλούσαν για μια νεραϊδένια ύπαρξη που μεγάλωνε στην καστροπολιτεία του Κρούμλοφ στο παλάτι του ξακουστού Ούλριχ Φον Ρόζενμπεργκ.
Ο Ούλριχ, άνθρωπος μεγάλης επιρροής από τότε που ανέλαβε την διοίκηση του Κρούμλοβ, ήταν πρωταγωνιστής στις πολιτικές εξελίξεις της Τσεχίας. Κανείς δεν ήθελε να τον έχει εχθρό του, μα και όσοι τον είχαν φίλο τους ποτέ δε μπορούσαν να είναι σίγουροι. Η τεράστια επιρροή που είχε γινόταν μερικές φορές άνεμος που μία φυσούσε από την μία μεριά και μία από την άλλη. Πολλά είχαν να πουν οι παλαιότεροι για αυτή την αδυναμία του να μη μένει πιστός παρά μόνο σε ότι και όποιον εδραίωνε την ισχύ του ίδιου και του Κρούμλοβ.
Ο χρόνος έτρεχε, έτρεχαν και οι υπηρέτριες. Ένα χαρούμενο μελίσσι την βοήθησαν να ντυθεί, να φτιάξει τα μαλλιά της.
“Αχ φτάνει, δεν αντέχω άλλο“ είπε ανυπόμονα στις υπηρέτριες.
Σηκώθηκε για να βγει από το δωμάτιο και έπεσε επάνω στον πατέρα της, τη στιγμή που άνοιγε την τεράστια ξύλινη πόρτα του υπνοδωματίου της. Πίσω του ακολουθούσε η μητέρα της. Ήταν σπάνιες οι επισκέψεις του πατέρα της στα διαμερίσματα της. Οι ασχολίες του τον κρατούσαν μακριά τους. Ήξερε πως ήταν το δεξί χέρι του αυτοκράτορα Σιγισμόνδος όσο ζούσε. Δεν καταλάβαινε και πάρα πολλά από τις πολιτικές ασχολίες του. Άκουγε συχνά την μητέρα της να λέει πως η μεγάλη αγάπη του πατέρα της ήταν η δύναμη που του έδινε η εξουσία. Η ίδια ζούσε στη σκιά των τριών αδερφών της, μα δε την πείραζε. Της έδινε μία μικρή ανάσα γιατί εκτός από τις ώρες της μελέτης είχε την ελευθερία της. Χανόταν μέσα στο παλάτι. Κρυβόταν μέσα στα τεράστια σαλόνια ξάπλωνε στο ξύλινο πάτωμα και ταξίδευε μέσα στις εικόνες και τις παραστάσεις που στόλιζαν τους τοίχους και τα ταβάνια. Απολάμβανε από τα ψηλά πετρόχτιστα παράθυρα, τις όχθες του ποταμού Μολδάβα που σα μαίανδρος τύλιγε την μικρή καστροπολιτεία του Κρούμλοβ. Πέρναγε ώρες ξεγνοιασιάς στους ανθοστόλιστους κήπους του παλατιού, με τις μικρές κυρίες των τιμών που την ακολουθούσαν κατά πόδας. Αντίθετα από τα αδέρφια της που εκτός από την μελέτη έπρεπε να συνεχίζουν τα μαθήματα τους ως αργά το απόγευμα. Ιππασία, ξιφασκία και αλλά που δε την ενδιέφερε να συγκρατήσει. Όσο μεγάλωναν, τα πράγματα για εκείνους είχαν γίνει πιο δύσκολα, ο πατέρας τους ετοίμαζε για την μελλοντική διαχείριση του Κρούμλοβ.
Ο Ούλριχ Φον Ρόζενμπεργκ έκανε ένα
νεύμα στις υπηρέτριες να περάσουν έξω στον προθάλαμο. Η Πέρτσα χαμήλωσε τα μάτια και έκανε μία μικρή υπόκλιση
χαιρετισμού στους γονείς της.
“Λοιπόν Πέρτσα η μητέρα σου μου είπε πόσο χαρούμενη είσαι σήμερα. Ήρθα να σου ανακοινώσω πως η χαρά σου θα είναι διπλή. Θα γνωρίσεις τον μελλοντικό σύζυγό σου”. Το χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπο της πάγωσε, δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που άκουσε. Τόλμησε να σηκώσει λίγο το απορημένο βλέμμα της. Αντίκρισε την αυστηρή του έκφραση που συνοδευόταν από μία ικανοποίηση. Πήγαινε και ερχόταν στο δωμάτιο με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του. Κάθε τόσο τα χτύπαγε για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά του. Λεγόμενα που η Πέρτσα δεν άκουγε . Ένα σύννεφο αδράνειας την είχε κρατήσει ακίνητη και αμίλητη. Μόνο ο κρότος της πόρτας που έκλεισε πίσω του, την έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Βούτηξε αποκαρδιωμένη στο κρεββάτι και άρχισε να κλαίει. Είχαν τελειώσει όλα. Η μητέρα της, την πλησίασε.
“Πέρτσα κορίτσι μου, σε παρακαλώ. Ήταν ξαφνικό και αναπάντεχο καλή μου. Από όσο γνωρίζω ο μελλοντικός σου σύζυγος είναι ένας ισχυρός άρχοντας με μεγάλη δύναμη” σώπασε για λίγο και συνέχισε σταθερά “Έχει κάνει τα αδύνατα τις τελευταίες εβδομάδες για να κερδίσει την συγκατάθεση του πατέρα σου. Θα ζήσεις καλά μαζί του”. “Δε με ρώτησε κανείς αν θέλω να παντρευτώ” ακούστηκε η φωνή της παραμορφωμένη από το κλάμα. “Πέρτσα γνωρίζεις πολύ καλά πως η θέση μας και το όνομά μας δεν επιτρέπει τη λέξη “θέλω”. Ο πατέρας σου είμαι σίγουρη πως έχει εξασφαλίσει ένα πολύ καλό γάμο για σένα”. “Μία καλή συμφωνία θέλετε να πείτε μητέρα” φώναξε και πετάχτηκε όρθια σαν ελαφίνα. Στάθηκε μπροστά στην μητέρα της και άρχισε να λύνει τον περίτεχνο κότσο που πριν από λίγο καμάρωνε στον καθρέφτη. Τραβούσε τα ρούχα της, υψώνοντας την φωνή της “Δεν πρόκειται να παντρευτώ κανένα ισχυρό άρχοντα. Δεν θέλω να μου πείτε ούτε ποιος είναι ούτε να τον δω μπροστά μου”. “Πέρτσα δε σου επιτρέπω” της φώναξε αυστηρά η μητέρα της “Δεν θέλω να πω στον πατέρα σου, για αυτή την σκηνή. Έχεις λίγο χρόνο μέχρι να διορθώσεις ότι χάλασες και να κατέβεις κάτω”. Άνοιξε την πόρτα κάλεσε τις υπηρέτριες και έφυγε αποφασιστικά.
Οι κοπέλες που ήταν στην υπηρεσία της Πέρτσα κοιτούσαν η μία την άλλη με απορία όταν αντίκρισαν την κυρία τους. Η Πέρτσα που πριν ξεχείλιζε από τον ενθουσιασμό, τώρα στεκόταν σαν άγαλμα με το κεφάλι χαμηλωμένο και τα χεριά πεσμένα στο πλάι σα μαραμένα φύλλα. Τα μαλλιά της, αναστατωμένα, σαν να είχε μπει ένας άνεμος στο δωμάτιο που τα σήκωσε όλα και έφυγε. Δε τόλμησαν να ρωτήσουν τίποτα. Αμίλητες και άρχισαν διορθώνουν την εμφάνιση της Πέρτσα.
Ο εκλεκτός που είχε διαλέξει ο πατέρας της για σύζυγο ήταν ο Γιόχαν Βον Λιχνεσταϊν, ονομαστός άρχοντας του Λιχτενστάιν. Πρόσφατα είχε χάσει την γυναίκα του. Το Λιχτενστάιν ήταν μια μέρα ταξίδι με την άμαξα. Όταν χειμώνιαζε και άρχιζαν οι βροχές οι δρόμοι, γινόντουσαν απροσπέλαστοι και το ταξίδι κρατούσε δύο και τρεις μέρες.
Όταν κατέβηκε στο μεγάλο σαλόνι ο πατέρας της την παρέλαβε δίνοντας της το μπράτσο του και την οδήγησε στην τραπεζαρία. Το μελλοντικό της σύζυγο τόλμησε να τον κοιτάξει, για μία φευγαλέα στιγμή μέσα από τις χαμηλωμένες βλεφαρίδες της την ώρα των συστάσεων. Τα μαύρα του μαλλιά ερχόντουσαν σε αντίθεση με την ολόλευκη επιδερμίδα του. Τα μάτια του σα μαύρες κουμπότρυπες, ήταν καρφωμένα επάνω της, ανέκφραστα. Η όψη του της προκάλεσε ανατριχίλα. Κάθισε απέναντι της και δίπλα από τον πατέρα της. Δε σήκωσε τα μάτια της ξανά μα είχε μπροστά της τις παλάμες του, τα δάχτυλα του ήταν κοντά και τα νύχια τετράγωνα. Δεν της άρεσαν. Ο λακές με την κανάτα στο χέρι, δε προλάβαινε να γεμίζει το ποτήρι του ζεστό κρασί. Είχε χάσει το μέτρημα. Τίποτα δε της άρεσε ούτε το τρανταχτό του γέλιο που όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και ποιο δυνατό. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν τον έκαναν να γελάει τα χωρατά του πατέρα της ή το ζεστό κρασί που άδειαζε.
Τη στιγμή της ανακοίνωσης του γάμου της την είχε διαγράψει από την μνήμη της. Το ήξερε πως η γνώμη της δεν είχε καμία σημασία, είχε εκπαιδευτεί για αυτή την μεγάλη στιγμή της, είχε πει η μητέρα της. Την πραγματικότητα όμως, ήταν δύσκολο να την αποδεχθεί. Θύμωσε τόσο που από εκείνη τη νύχτα σταμάτησε να τρώει και να μιλάει. Μόνο αυτό είχε την δύναμη να κάνει. Δεν άλλαξε τίποτα. Τα νέα έτρεξαν γρήγορα παντού. Ο ενθουσιασμός για αυτό τον γάμο ήταν διάχυτος. Πανηγύριζαν όλοι, μυστικά και φανερά, για αυτό το ζευγάρωμα που έδινε μεγάλη δύναμη και στις δύο περιοχές της Βοημίας.
Ένας μήνας μόνο χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί ή θανατική της καταδίκη γιατί αυτό ένιωθε και αυτό ήταν για εκείνη αυτός ο γάμος.
Διαβάστε τη συνέχεια στο Μέρος Β...
“Λοιπόν Πέρτσα η μητέρα σου μου είπε πόσο χαρούμενη είσαι σήμερα. Ήρθα να σου ανακοινώσω πως η χαρά σου θα είναι διπλή. Θα γνωρίσεις τον μελλοντικό σύζυγό σου”. Το χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπο της πάγωσε, δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που άκουσε. Τόλμησε να σηκώσει λίγο το απορημένο βλέμμα της. Αντίκρισε την αυστηρή του έκφραση που συνοδευόταν από μία ικανοποίηση. Πήγαινε και ερχόταν στο δωμάτιο με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του. Κάθε τόσο τα χτύπαγε για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά του. Λεγόμενα που η Πέρτσα δεν άκουγε . Ένα σύννεφο αδράνειας την είχε κρατήσει ακίνητη και αμίλητη. Μόνο ο κρότος της πόρτας που έκλεισε πίσω του, την έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Βούτηξε αποκαρδιωμένη στο κρεββάτι και άρχισε να κλαίει. Είχαν τελειώσει όλα. Η μητέρα της, την πλησίασε.
“Πέρτσα κορίτσι μου, σε παρακαλώ. Ήταν ξαφνικό και αναπάντεχο καλή μου. Από όσο γνωρίζω ο μελλοντικός σου σύζυγος είναι ένας ισχυρός άρχοντας με μεγάλη δύναμη” σώπασε για λίγο και συνέχισε σταθερά “Έχει κάνει τα αδύνατα τις τελευταίες εβδομάδες για να κερδίσει την συγκατάθεση του πατέρα σου. Θα ζήσεις καλά μαζί του”. “Δε με ρώτησε κανείς αν θέλω να παντρευτώ” ακούστηκε η φωνή της παραμορφωμένη από το κλάμα. “Πέρτσα γνωρίζεις πολύ καλά πως η θέση μας και το όνομά μας δεν επιτρέπει τη λέξη “θέλω”. Ο πατέρας σου είμαι σίγουρη πως έχει εξασφαλίσει ένα πολύ καλό γάμο για σένα”. “Μία καλή συμφωνία θέλετε να πείτε μητέρα” φώναξε και πετάχτηκε όρθια σαν ελαφίνα. Στάθηκε μπροστά στην μητέρα της και άρχισε να λύνει τον περίτεχνο κότσο που πριν από λίγο καμάρωνε στον καθρέφτη. Τραβούσε τα ρούχα της, υψώνοντας την φωνή της “Δεν πρόκειται να παντρευτώ κανένα ισχυρό άρχοντα. Δεν θέλω να μου πείτε ούτε ποιος είναι ούτε να τον δω μπροστά μου”. “Πέρτσα δε σου επιτρέπω” της φώναξε αυστηρά η μητέρα της “Δεν θέλω να πω στον πατέρα σου, για αυτή την σκηνή. Έχεις λίγο χρόνο μέχρι να διορθώσεις ότι χάλασες και να κατέβεις κάτω”. Άνοιξε την πόρτα κάλεσε τις υπηρέτριες και έφυγε αποφασιστικά.
Οι κοπέλες που ήταν στην υπηρεσία της Πέρτσα κοιτούσαν η μία την άλλη με απορία όταν αντίκρισαν την κυρία τους. Η Πέρτσα που πριν ξεχείλιζε από τον ενθουσιασμό, τώρα στεκόταν σαν άγαλμα με το κεφάλι χαμηλωμένο και τα χεριά πεσμένα στο πλάι σα μαραμένα φύλλα. Τα μαλλιά της, αναστατωμένα, σαν να είχε μπει ένας άνεμος στο δωμάτιο που τα σήκωσε όλα και έφυγε. Δε τόλμησαν να ρωτήσουν τίποτα. Αμίλητες και άρχισαν διορθώνουν την εμφάνιση της Πέρτσα.
Ο εκλεκτός που είχε διαλέξει ο πατέρας της για σύζυγο ήταν ο Γιόχαν Βον Λιχνεσταϊν, ονομαστός άρχοντας του Λιχτενστάιν. Πρόσφατα είχε χάσει την γυναίκα του. Το Λιχτενστάιν ήταν μια μέρα ταξίδι με την άμαξα. Όταν χειμώνιαζε και άρχιζαν οι βροχές οι δρόμοι, γινόντουσαν απροσπέλαστοι και το ταξίδι κρατούσε δύο και τρεις μέρες.
Όταν κατέβηκε στο μεγάλο σαλόνι ο πατέρας της την παρέλαβε δίνοντας της το μπράτσο του και την οδήγησε στην τραπεζαρία. Το μελλοντικό της σύζυγο τόλμησε να τον κοιτάξει, για μία φευγαλέα στιγμή μέσα από τις χαμηλωμένες βλεφαρίδες της την ώρα των συστάσεων. Τα μαύρα του μαλλιά ερχόντουσαν σε αντίθεση με την ολόλευκη επιδερμίδα του. Τα μάτια του σα μαύρες κουμπότρυπες, ήταν καρφωμένα επάνω της, ανέκφραστα. Η όψη του της προκάλεσε ανατριχίλα. Κάθισε απέναντι της και δίπλα από τον πατέρα της. Δε σήκωσε τα μάτια της ξανά μα είχε μπροστά της τις παλάμες του, τα δάχτυλα του ήταν κοντά και τα νύχια τετράγωνα. Δεν της άρεσαν. Ο λακές με την κανάτα στο χέρι, δε προλάβαινε να γεμίζει το ποτήρι του ζεστό κρασί. Είχε χάσει το μέτρημα. Τίποτα δε της άρεσε ούτε το τρανταχτό του γέλιο που όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και ποιο δυνατό. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν τον έκαναν να γελάει τα χωρατά του πατέρα της ή το ζεστό κρασί που άδειαζε.
Τη στιγμή της ανακοίνωσης του γάμου της την είχε διαγράψει από την μνήμη της. Το ήξερε πως η γνώμη της δεν είχε καμία σημασία, είχε εκπαιδευτεί για αυτή την μεγάλη στιγμή της, είχε πει η μητέρα της. Την πραγματικότητα όμως, ήταν δύσκολο να την αποδεχθεί. Θύμωσε τόσο που από εκείνη τη νύχτα σταμάτησε να τρώει και να μιλάει. Μόνο αυτό είχε την δύναμη να κάνει. Δεν άλλαξε τίποτα. Τα νέα έτρεξαν γρήγορα παντού. Ο ενθουσιασμός για αυτό τον γάμο ήταν διάχυτος. Πανηγύριζαν όλοι, μυστικά και φανερά, για αυτό το ζευγάρωμα που έδινε μεγάλη δύναμη και στις δύο περιοχές της Βοημίας.
Ένας μήνας μόνο χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί ή θανατική της καταδίκη γιατί αυτό ένιωθε και αυτό ήταν για εκείνη αυτός ο γάμος.
Διαβάστε τη συνέχεια στο Μέρος Β...
Συγγραφέας: Ελίνα Σταμπουλή - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου