Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

"Η πριγκιποπούλα με την καλή καρδιά" της Ορτανσίας Πέτρογλου


Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα κάστρο μια πριγκιποπούλα με την γιαγιά της. Η γιαγιά της ήταν ο μόνος συγγενής που της είχε απομείνει ύστερα από την τραγική νύχτα όπου έχασε τους γονείς της στο μαγικό δάσος όταν επέστρεφαν από μία εκδρομή. Έτσι, από τότε μέχρι σήμερα δίπλα της είχε την γλυκιά φατσούλα, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί.
Μια μέρα, η γιαγιά της αρρώστησε και η πριγκιποπούλα ήταν νυχθημερόν στο προσκέφαλο της χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ώσπου, ένα πρωί η γιαγιά έπεσε σε βαθύ ύπνο. Εκείνη τη στιγμή, πανικοβλημένη η πριγκιποπούλα φωνάζει το σύμβουλο του κάστρου, τον Καταχθόνιο, για να της πει τι μπορεί να κάνει για να γίνει καλά η γιαγιά της.

«Κύριε Καταχθόνιε, πείτε μου πως μπορώ να σώσω την γιαγιά μου. Κάποιος τρόπος θα υπάρχει, ας είναι και δύσκολος! Θα κινήσω γη και ουρανό για να την σώσω!» τον ικέτευσε η πριγκιποπούλα.


«Πριγκίπισσα μου, το μόνο που μπορείς είναι να μου φέρεις τρίχες από ουρά λευκής αλεπούς και τα δάκρυα ενός δράκου που ζουν στο μαγικό δάσος. Αλλά πριγκίπισσα μου το μαγικό δάσος είναι επικίνδυνο. Ούτε οι πιο έμπειροι στρατιώτες δε βγήκαν ζωντανοί από εκεί».

«Δεν με νοιάζει. Θα φύγω αμέσως. Ετοιμάστε μου το άλογο μου» πρόσταξε και η πριγκιποπούλα ανέβηκε στο λευκό άλογο της και ξεκίνησε το ταξίδι της για το μαγικό δάσος.  Δεν ήξερε, όμως, ότι ο κύριος Καταχθόνιος είχε κανονίσει με ειδικά μάγια να αρρωστήσει η γιαγιά της και συγχρόνως να διώξει την πριγκίπισσα από το Κάστρο για να αναλάβει αυτός την διακυβέρνηση του.

Μετά από τρείς μέρες ταξίδι η πριγκιποπούλα μπαίνει στο μαγικό δάσος.  Μεμιάς νιώθει πόσο αφιλόξενο και παγωμένο είναι.  Ξαφνικά εκεί που προχωρούσε ένας δυνατός άνεμος την ρίχνει κάτω από το άλογο της και αυτό εξαφανίζεται τρομαγμένο στο δάσος.  Αν και στην αρχή τρομοκρατήθηκε, δεν το έβαλε κάτω.  «Μην τρομάζεις, έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου. Ο κύριος Καταχθόνιος είπε ότι πρέπει να πας στην καρδιά του δάσους για να βρεις αυτά που γυρεύεις» σκέφτηκε και συνέχισε το ταξίδι της.

Λίγο πριν φτάσει στην καρδιά του μαγικού δάσους, η πριγκιποπούλα σκοντάφτει στο κορμό μιας πελώριας βελανιδιάς. «Συγνώμη, δεν ήθελα να ταράξω την ησυχία σας» είπε στη βελανιδιά και σηκώθηκε.

«Νομίζεις ότι με ένα συγνώμη αναπληρώνεις τον ύπνο μου; Πρέπει να κάνεις κάποια πράγματα για να σε συγχωρέσω αλλά και για να προχωρήσεις στο δάσος».

«Πείτε μου, τι θέλετε από εμένα;»

«Όπως βλέπεις έχω πάρα πολλά κλαδιά και κάποια έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο μου και δεν μπορώ να ρίξω τα ξερά φυλλώματα που βρίσκονται στα πολύ ψηλά κλαδιά μου. Πρέπει, λοιπόν, να ανέβεις στο τελευταίο κλαδί μου χωρίς να με γαργαλίσεις με τα πόδια σου ή τα χέρια σου και να πετάξεις τα ξερά κλαδιά».

Η πριγκιποπούλα κοντοστάθηκε για λίγο για να σκεφτεί

«Τι θα πάθω αν σε γαργαλίσω;»

«Δεν θα σε αφήσω να κατέβεις και θα επιτρέψω στους γύπες να σε φάνε».

Η πριγκιποπούλα ξανασκέφτηκε και τότε ξαναρώτησε

«Κι αν πετύχω αυτό που θέλεις τι θα κερδίσω;»

«Να προχωρήσεις στο δάσος».

Κι έτσι η πριγκιποπούλα έβγαλε τα παπούτσια της, φόρεσε τα γάντια που της είχε πλέξει η γιαγιά της και άρχισε απαλά-απαλά να σκαρφαλώνει στη βελανιδιά ώσπου έφτασε στο τελευταίο κλαδί και απάλλαξε την βελανιδιά από τα ξερά φυλλώματα. Τότε για μία στιγμή κοίταξε τον ορίζοντα και είδε πόσο τεράστιο και όμορφο είναι το μαγικό δάσος. Μόλις κατέβηκε από την βελανιδιά, γυρνάει και την ρωτάει

«Πώς αισθάνεσαι τώρα που σου καθάρισα τα κλαδιά;»

«Πολύ καλύτερα! Όμως, τώρα ήρθε η σειρά μου να σε ανταμείψω για την πράξη σου. Το δώρο μου δεν είναι μόνο να σου επιτρέψω να μπεις πιο βαθιά στο δάσος, αλλά και κάτι πιο σημαντικό. Όταν ανέβαινες, μου μίλησε η καρδιά σου και είδα την απέραντη καλοσύνη και αγάπη που κουβαλάς. Να ξέρεις ότι αυτό είναι και καλό και κακό, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που θα θελήσουν να το εκμεταλλευτούν και δεν θα μπορέσεις να προστατευτείς. Έτσι και εγώ σου προσφέρω την ικανότητα της διορατικότητας, δηλαδή να μπορείς να δεις την καρδιά και το μυαλό του άλλου, και με αυτό τον τρόπο να ενεργείς ανάλογα».

Συγκινημένη η πριγκιποπούλα με τη ζεστασιά που της έδειξε η βελανιδιά, την αγκάλιασε και πήρε το δρόμο προς το δάσος χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στα λόγια της. Φτάνοντας, λοιπόν, στην καρδιά του δάσους, η πριγκιποπούλα συναντά έναν δράκο και μία λευκή αλεπού να παίζουν κρυφτό σαν δύο μικρά παιδιά. Μόλις την βλέπουν ο δράκος και η αλεπού τρομάζουν και τρέχουν να κρυφτούν. Αμέσως η πριγκιποπούλα έτρεξε να τους ηρεμήσει και να τους πει να μην την φοβούνται. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι δεν τους φοβόταν αφού άκουγε την καλοσύνη που έκρυβαν οι καρδούλες τους. Έτσι τους πλησίασε και αφού κατάφερε να τους ηρεμήσει, εξιστόρησε σε αυτά τι είχε ζήσει τις τελευταίες μέρες. Τότε της λέει η αλεπού: «Πριγκίπισσα μου, αυτός ο κύριος που είπες, ο κύριος Καταχθόνιος δεν είναι καλός. Με τα υλικά που σου ζήτησε δεν θα σώσεις τη γιαγιά σου αλλά θα χάσεις τα πάντα, τους γονείς σου, τη γιαγιά σου, το κάστρο σου και εσένα την ίδια. Θα κάνει τέτοια μάγια για να εξαφανιστείτε από την πλάση, σαν να μην είχατε υπάρξει ποτέ».

«Μα οι γονείς μου έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια και μάλιστα χάθηκαν εδώ στο μαγικό δάσος».

«Όχι, οι γονείς σου έφυγαν μια χαρά από εδώ γιατί είχαν καλή καρδιά. Ο κύριος Καταχθόνιος τους έχει σε ένα μπουντρούμι στο κάστρο».

«Τότε πρέπει να γυρίσω πίσω να τους σώσω όλους αλλά θα χρειαστώ πάλι πολλές μέρες ώσπου να πάω».

«Μην ανησυχείς, θα σε πάω εγώ γιατί όπως βλέπεις είμαι ιπτάμενος δράκος. Επίσης, θέλω να δω με τα μάτια μου να καταστρέφεται ο κύριος Καταχθόνιος και το έργο του».

Έτσι και έγινε. Πήρε στην πλάτη του ο Δράκος την Πριγκιποπούλα και την Αλεπού και έφτασαν στο κάστρο. Ο Δράκος και η Αλεπού είχαν κρυφτεί και παρακολουθούσαν για να μπορέσουν να επέμβουν αν χρειαζόταν. Η πριγκιποπούλα, με τη φωτισμένη πλέον καρδιά, καταλαβαίνει την μαύρη ψυχή του Καταχθόνιου με το που τον αντικρίζει. Μόλις βλέπει ο κύριος Καταχθόνιος την πριγκιποπούλα, της λέει: «Γυρίσατε πριγκίπισσα; Μου φέρατε αυτά που σας ζήτησα; Μην καθυστερούμε για να σώσουμε την κυρία του κάστρου».            

Δεν άντεξε άλλο η πριγκιποπούλα και έβγαλε μια φωνή και του είπε: «Νομίζετε ότι μπορείτε πια να με κοροϊδέψετε; Ξέρω πολύ καλά ποιος είστε και τι θέλατε να μου κάνετε! Έμαθα και για τους γονείς μου! Δεν έχετε πια δύναμη πάνω μας, γιατί ξέρω τι είναι αυτό που θα ξυπνήσει την γιαγιά μου και θα ελευθερώσει τους γονείς μου! Φύγετε από αυτή τη γη και από αυτή τη χώρα γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να σας συμβεί!»

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο κύριος Καταχθόνιος έφυγε τρέχοντας να σωθεί γιατί ήξερε ότι δεν μπορεί να τα βάλει με μια καλή ψυχή που διψάει για τη δικαιοσύνη.

Με το που έφυγε ο κύριος Καταχθόνιος, λύθηκαν και όλα τα μάγια που είχε κάνει. Η πριγκιποπούλα έτρεξε τότε στη γιαγιά της και την αγκάλιασε λέγοντας της: «Φάτσα μου, μην με αφήσεις ξανά!». Η γιαγιά της της υπόσχεται ότι δεν θα ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται και οι γονείς της.  Αγκαλιάστηκαν και οι τέσσερις και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. 

Συγγραφέας: Ορτανσία Πέτρογλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου