Το σώμα της παλλόταν απ΄την έξαψη στη σκέψη και μόνο πως σε λίγες ώρες θα τον συναντούσε.
Οι θηλές της σκλήρυναν και μια ευχάριστη αίσθηση άρχισε να απλώνεται χαμηλά, στο σημείο που φώλιαζε η γυναικεία της φύση. Άπλωσε τα χέρια της και χάιδεψε τα εσώρουχα που ήταν απλωμένα πάνω στο κρεβάτι. Μετάξι και δαντέλα. Πρώτη φορά θα φορούσε κάτι τόσο φίνο και ακριβό. Ένας ήχος ερωτικής απόλαυσης βγήκε από τα χείλη της τη στιγμή που τα ένιωσε να γλιστρούν πάνω στο κορμί της.
Οι θηλές της σκλήρυναν και μια ευχάριστη αίσθηση άρχισε να απλώνεται χαμηλά, στο σημείο που φώλιαζε η γυναικεία της φύση. Άπλωσε τα χέρια της και χάιδεψε τα εσώρουχα που ήταν απλωμένα πάνω στο κρεβάτι. Μετάξι και δαντέλα. Πρώτη φορά θα φορούσε κάτι τόσο φίνο και ακριβό. Ένας ήχος ερωτικής απόλαυσης βγήκε από τα χείλη της τη στιγμή που τα ένιωσε να γλιστρούν πάνω στο κορμί της.
Για μια στιγμή μόνο, για μια καταραμένη στιγμή, έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε πώς θα ήταν να βρίσκονταν εκείνος εκεί. Πώς θα ήταν να την έβλεπε να φοράει το ''δώρο'' που της είχε αφήσει πριν λίγες μέρες στην είσοδο του σπιτιού της. Πώς θα ήταν να την πλησίαζε. Να την άγγιζε. Να ένιωθε την καυτή ανάσα του στο λαιμό της την ώρα που τα δάχτυλά του θα άγγιζαν το γυμνό της στήθος και θα συνέχιζαν το ταξίδι τους αργά και νωχελικά όλο και πιο χαμηλά ενώ η ίδια παραδομένη στο παιχνίδι της αποπλάνησης δε θα έβλεπε τη λάμψη της λεπίδας την ώρα που...
«Μπάσταρδε!»
«Μπάσταρδε!»

Αγνοώντας τον πόνο στο μηρό της κατευθύνθηκε προς τη στενή ντουλάπα που βρίσκονταν δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο. Έσκυψε και τράβηξε έξω το λευκό κουτί με το τριαντάφυλλο ακόμα δεμένο στην σμαραγδί κορδέλα του. Ένα ελαφρύ τρέμουλο τη διαπέρασε τη στιγμή που το άνοιξε και από μέσα έβγαλε το μαύρο σατέν φόρεμα με το αβυσσαλέο ντεκολτέ και τα υπόλοιπα ρούχα που το συνόδευαν.

«Δεν γίνεται! Δεν μπορώ!» ψιθύρισε στον εαυτό της.
Μέσα της ένιωθε ένα στρόβιλο συναισθημάτων που κόντευαν να την πνίξουν. Η έξαψη έγινε πανικός και η περιέργεια ανάγκη. Η θλίψη κρύφτηκε πίσω από το θυμό και το μίσος έδινε μάχη με το απαγορευμένο πάθος που αναδύονταν αργά αργά. Πάθος για κάτι άρρωστο. Για κάτι που ξεπερνούσε τα όρια του διεστραμμένου. Για κάτι που είχε τη μυρωδιά του θανάτου. Ποιο από όλα αυτά τελικά θα κατάφερνε να επικρατήσει;
Το ρολόι του πύργου σήμανε την ώρα. Οι πρώτοι φανοστάτες στο δρόμο άρχισαν να ανάβουν, σηματοδοτώντας τον ερχομό της νύχτας. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έτσι για να νιώσει μέσα της τον παγωμένο αέρα του δωματίου να της καίει το λαιμό και σηκώθηκε. Το βλέμμα της πλανήθηκε από το κουτί που κρατούσε στο σημείωμα που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Δε χρειάζονταν να το ξαναδιαβάσει. Το θυμόταν απ΄έξω σαν προσευχή.
Μπορούσε να το αγνοήσει;
Φυσικά.
Θα το έκανε;
Όχι.
Ένα χαμόγελο, στα όρια της θυμηδίας σχηματίστηκε στα χείλη της. Η απόφαση είχε παρθεί.

(Η συνέχεια, «Ο Σκανταλιάρης Τζακ», στο βιβλίο ''24 Συγγραφείς γράφουν ιστορίες Τρόμου - Μυστηρίου'', που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δυάς)
Συγγραφέας: Ευαγγελία Θεοδωρίδου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου