Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

"Παράλληλη πραγματικότητα" της Άννας Λαΐτσα


Κατάκοπη από μία δύσκολη μέρα και εξαντλημένη απ’ τη δουλειά, μπήκα στο σπίτι. Πέταξα τα παπούτσια παραπέρα, κρέμασα το μπουφάν στον καλόγερο και άφησα την τσάντα στην πολυθρόνα. Ο Μεχόρ, το όμορφο σκυλάκι που είχα αγοράσει από ένα εκτροφείο για Γαλλικά Μπουλντόγκ, ήρθε στα πόδια μου, κουνώντας την ουρά του δεξιά κι αριστερά και κάνοντας άλματα να φτάσει ως το πρόσωπό μου. Τον χάιδεψα λιγάκι κι ύστερα θρονιάστηκα στον καναπέ. Εκείνος ακολούθησε και στάθηκε δίπλα από τα πόδια μου.

Δίκιο είχε ο καημένος. Μόνοι μας μέναμε τους τρεις τελευταίους μήνες, εμένα είχε μόνο για παρέα. Η αλήθεια ήταν πως εκείνη την εβδομάδα είχα πολλή δουλειά στο γραφείο και ανυπομονούσε να γυρίσω σπίτι. Πολλές φορές, μάλιστα, έκανε διάφορες σκανταλιές τις ώρες που έλειπα, δηλώνοντας πόσο του κόστιζε η πολύωρη απουσία μου. Εκείνη τη μέρα όμως δεν είχα κουράγιο για χάδια και παιχνίδια. Τα νεύρα μου είχαν σπάσει κι εκείνος δεν σταματούσε να γλύφει τα πόδια μου.
«Σταμάτα, Μεχόρ, δεν μπορώ τώρα. Σταμάτα γιατί θα σε βγάλω έξω»! είπα με θυμό, ύστερα από αμέτρητες φορές που τον έσπρωξα παραπέρα με το πέλμα μου για να σταματήσει.
Απ’ έξω ο άνεμος στροβίλιζε τα φύλλα και η βροχή έπλενε τους κορμούς των δέντρων. Μπουρίνι ήταν, μα πρόλαβε να πλημμυρίσει τους δρόμους.Ο κόσμος που κυκλοφορούσε λιγόστευε σαν βράδιαζε. Η βροχή μύριζε μέχρι το σαλόνι. Κοίταξα το ρολόι μου. Σε δύο λεπτά θα ήταν επτάμιση. Έκλεισα τα μάτια να τα ξεκουράσω και κόντεψε να με πάρει ο ύπνος,όταν ο Μεχόρ πλησίασε τη γυμνή πατούσα μου που κρεμιόταν από τον καναπέ και την έγλυψε στο πέλμα.
«Ε, δεν τρώγεσαι», είπα και τον τράβηξα ως το μπαλκόνι, ενώ εκείνος φρέναρε τη διαδρομή, βάζοντας τα δυνατά του και με τα τέσσερα πόδια του.
Το μπαλκόνι αυτό, σκέφτηκα, θα ήταν η τιμωρία του. Δε θα βρεχόταν, είχε στέγαστρο. Λιγάκι θα έμενε εκεί, μέχρι να καταλάβαινε το λάθος του. Κι αφού επέστρεψα στον καναπέ μου, του έριξα μια κλεφτή και λίγο θυμωμένη ματιά όλο υπονοούμενο  αφήνοντάς τον να με κοιτά από το τζάμι με την ελπίδα να του ανοίξω. Άπλωσα τα πόδια μου στον καναπέ και έκλεισα τα μάτια μου ξανά, μήπως καταφέρω αυτήν τη φορά να τα ξεκουράσω για τα καλά. Μόνο που με πήρε ο ύπνος…
Μεσ’ τον ύπνο μου ζούσα μια παράλληλη πραγματικότητα. Βρισκόμουν, λέει, στο σπίτι μου και κοιμόμουν στον καναπέ, όσο ο Μεχόρ βρισκόταν τιμωρημένος στο μπαλκόνι.  Η βροχή πύκνωσε και έπεφτε με φόρα, σχηματίζοντας λοξές μολύβδινες ράβδους. Τα μάτια του γέμισαν τρόμο και τα νύχια του έξυναν την πόρτα χωρίς σταματημό. Σαν είδε ότι δεν τον άκουγα, άρχισε να γαβγίζει δυνατά, αδιάκοπα, ακούραστα. Το στόμα του γέμισε σάλια που χύνονταν δεξιά αριστερά μα, μέσα σε τόσο τρόμο, αδιαφορούσε. Το μπαλκόνι άρχισε να μαζεύει βροχή. Στην αρχή ένα πόντο, ύστερα περισσότερο. Τα πόδια του δεν προλάβαιναν να στραγγίξουν ούτε μια σταγόνα και το δέρμα του ήταν νωπό. Εκείνος, όμως, δε σταμάτησε να ουρλιάζει, δε σταμάτησε να ξύνει το τζάμι κι ας έτρεμε ολόγρος. Ήταν σίγουρος ότι δε θα τον άφηνα έτσι. Ήταν σίγουρος ότι η αγάπη, η πίστη και η προσείλωση που του είχα, έμοιαζε απόλυτα με αυτή που είχε εκείνος σ’ εμένα.
Το μπαλκόνι γέμισε βροχή ως το κάγκελο. Ο Μεχόρ δεν μπορούσε πια να ξύσει το τζάμι, ούτε να γαβγίσει μπορούσε, μα κουνούσε τα πόδια του αδιάκοπα για να κρατήσει το κεφάλι του έξω από το νερό, διαψεύδοντας τις φήμες πως αυτή η ράτσα δεν κολυμπά. Κολυμπούσε και τα μάτια του συνέχιζαν να είναι καρφωμένα στο τζάμι να με κοιτούν, μήπως ξυπνήσω και τρέξω, σκεπτόμενος ίσως ότι έφτασε η στιγμή που έλειξε το χρονικό της τιμωρίας του και ήρθε η ώρα να μπει μέσα. Δεν τιμωρήθηκε αρκετά;
Η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει. Αστραπές και βροντές έριξαν το ρεύμα και σκοτείνιασε παντού. Όμως εκείνος συνέχισε να κολυμπά, συνέχισε να έχει το βλέμμα του καρφωμένο σ’ εμένα. Με τυφλή εμπιστοσύνη και υποταγή. Αδιαμαρτύρητα.
Ο χρόνος περνούσε κι εγώ βρισκόμουν σε βαθύ ύπνο. Μέσα σε τόση κούραση δεν άκουγα ούτε τον σκύλο, ούτε τις αστραπές. Γύριζα πλευρό και αγκάλιαζα το μαξιλάρι του καναπέ τρίβοντας τα πόδια μου μεταξύ τους, μια που είχαν πια ελευθερωθεί από τα σάλια του Μεχόρ. Ο Μεχόρ δεν κουνούσε τόσο γρήγορα τα πόδια του πια. Το πρόσωπό του βούλιαζε στο νερό, μονάχα τη μύτη του κατάφερνε να αφήσει απ’ έξω. Το βλέμμα του όμως πορεία δεν άλλαζε. Κι ήμουν σίγουρη πως αν ξυπνούσα εκείνη τη στιγμή και άνοιγα την πόρτα, βάζοντας όλα τα νερά στο σαλόνι και σώζοντας τον σκύλο μου, εκείνος θα με έγλυφε στα χέρια ευχαριστώντας τον σωτήρα του και τιμώντας με με ακόμα μεγαλύτερη υπακοή και προσείλωση μέχρι τα βαθιά γεράματά του.
Εγώ, όμως δεν ξύπνησα. Λίγα λεπτά αργότερα ο Μεχόρ κουράστηκε και εγκατέλειψε κάθε προσπάθειά του. Βυθίστηκε στο νερό, και έμεινε εκεί με τα πόδια του τεντωμένα, τα μάγουλα φουσκωμένα και το βλέμμα του καρφωμένο στο τζάμι.
Πάει ο Μεχόρ,έφυγε. Έφυγε και δεν πρόλαβα να τον χαιρετήσω. Να του πω πως έλειξε η τιμωρία του.Εκείνος μου έγλυφε τα πόδια κι εγώ τον τιμώρησα με αυτόν τον τρόπο. Τον σκύλο μου, τον δικό μου σκύλο. Τον πιστό και όμορφο Μεχοράκο μου. Δάκρυα κετέκλεισαν τα μάγουλά μου. Θρήνος μέσα στην καρδιά μου. Τα αναφιλητά μου μού σήκωναν τον θώρακα πάνω κάτω σε γοργούς ρυθμούς. Η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά, τόσο που έφτανε στ’ αφτιά μου. Το κεφάλι μου στριφογυρνούσε, τα χέρια μου κάρφωναν το μαξιλάρι και τα πόδια μου κλωτσούσαν τον αέρα μια από ‘δω και μια από ‘κει. Μέσ’ την απέραντη οδύνη ένα ουρλιαχτό απέδρασε απ΄τον λαιμό μου. Ένα ουρλιαχτό που έφτασε στον Θεό, μήπως με ακούσει, με λυπηθεί και με συγχωρέσει.
«Όχι», φώναξα και η φωνή μου έφτασε στ΄αφτιά μου. Πετάχτηκα με τόση φόρα από τον καναπέ, που όλα τα μαξιλάρια έπεσαν κάτω κι εγώ βρέθηκα να πατώ στα πόδια μου με μία κίνηση μόνο. Έτρεξα γρήγορα στο μπαλκόνι και τράβηξα βίαια την κουρτίνα.
Ο Μεχόρ στεκόταν απ’ έξω και με κοιτούσε με απορία. Το μπαλκόνι στεγνό. Ξαστεριά. Άνοιξα με φόρα την μπαλκονόπορτα και τράβηξα τον σκύλο μου μέσα. Ύστερα έκλεισα και κλείδωσα. Αλαφιασμένη και με τον σκύλο μου κλεισμένο σφιχτά στην αγκαλιά μου, σκούπισα όπως όπως τα δάκρυά μου και κοίταξα το ρολόι. Είχαν περάσει μόλις έξι λεπτά που κοιμόμουν.
Πήρα τον σκύλο μου αγκαλιά και τον έβαλα στον καναπέ μου. Ύστερα έφερα την κουβερτούλα του από τον διάδρομο και τον τύλιξα ολόγυρα.
Όχι, δεν έπρεπε να τιμωρηθεί, ήταν λάθος, σκέφτηκα. Ναι, ο Θεός με λυπήθηκε και με συγχώρεσε. Πώς έπεσα στην παγίδα να κάνω όσα κατηγορώ; Να μοιάσω σε αυτούς τους ανθρώπους που κάνουν λάθη που μπορούν να αποβούν μοιραία για την ζωή ενός ζώου, βασισμένοι στον ανθρώπινο εγωκεντρισμό και την ανευθυνότητα;   
«Έλα, Μεχόρ, λέω να κοιμηθείς στα πόδια μου, θα έχει άσχημο καιρό σήμερα», του ψιθύρισα. Κοίταξα το ήρεμο, όλο αγάπη βλέμμα του, έκανα τον σταυρό μου και έσβησα το φως. 


Συγγαρφέας: Άννα Λαΐτσα - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου