Μία γυναίκα τρέκλιζε καθώς προσπαθούσε να συνεχίσει το
βηματισμό της. Το φόρεμα είχε βραχεί από τα λιωμένα χιονόνερα, είχε αρχίσει να
πιάνει πάγο σιγά-σιγά και να γίνεται ασήκωτο.
Ήταν αδύνατο να προχωρήσει. Μούδιασε το πρόσωπό της από το κρύο. Έτσουζαν τα μάτια της στην προσπάθεια να τα ανοιγοκλείσει. Έτρεχε, έτρεχε ούτε που ήξερε πόση ώρα. Ο παγωμένος αέρας έφερε στα αυτιά της σφυρίγματα και φωνές. Ήρθε το τέλος της σκέφτηκε ήταν μάταιο να προσπαθεί. Παραδόθηκε στην κούραση και το κρύο. Οι ελάχιστες δυνάμεις της, την πρόδωσαν, έπεσε κάτω.
Ήταν αδύνατο να προχωρήσει. Μούδιασε το πρόσωπό της από το κρύο. Έτσουζαν τα μάτια της στην προσπάθεια να τα ανοιγοκλείσει. Έτρεχε, έτρεχε ούτε που ήξερε πόση ώρα. Ο παγωμένος αέρας έφερε στα αυτιά της σφυρίγματα και φωνές. Ήρθε το τέλος της σκέφτηκε ήταν μάταιο να προσπαθεί. Παραδόθηκε στην κούραση και το κρύο. Οι ελάχιστες δυνάμεις της, την πρόδωσαν, έπεσε κάτω.
Ένα λάβαρο, με το κόκκινο πενταπέταλο Ρόδο φάνηκε στον
ολόλευκο ορίζοντα. Μια πομπή συνόδευε την άμαξα της οικογενείας Ρόζενμπεργκ. Η
κακοκαιρία είχε αφήσει την πραμάτεια της στο διάβα της. Πυκνό χιόνι που γυάλιζε
σα κρύσταλλο με το φως του ήλιου. Το μονοπάτι ήταν σχεδόν απροσπέλαστο. Γεμάτο
λακκούβες και λάσπες. Το λιωμένο χιόνι
είχε ολοκληρώσει την δουλειά που είχαν κάνει πριν οι βροχές. Δυο φορές
κινδύνεψαν να χάσουν την μπροστινή ρόδα της άμαξας.
Tο θέαμα που αντίκρισαν οι
άντρες της πομπής της άμαξας, δεξιά του δρόμου σήμανε μικρό συναγερμό. Μία
σκούρα φιγούρα ξαπλωμένη έσπαγε την αρμονία του λευκού. Σταμάτησαν τα άλογα.
Ένας άντρας έκανε νεύμα συγκατάβασης σε
έναν από αυτούς να πλησιάσει τη φιγούρα και έδωσε εντολή να ψάξουν οι υπόλοιποι
τριγύρω. Ο φόβος για ενέδρα ήταν πάντα μεγάλος. Αν και οι εχθροπραξίες με
τους Χουσίτες και τους υποστηρικτές του
στέμματος και της καθολικής εκκλησίας είχαν σταματήσει προσωρινά. Δεν έπαυε οι
φανατικοί και από τις δύο πλευρές να θέλουν να
εχουν τον τελευταίο λόγο. Ειδικά οταν ήταν μπλεγμένος ο Άρχοντας Ούλριχ Φον Ρόζενμπεργκ. Από τότε που ανέλαβε την αντιβασιλεία του Τσεσκύ Κρούμλοβ
χρησιμοποιούσε την εξυπνάδα του για να αυξήσει την δύναμή του. Δεν είχε την
φήμη του ανθρώπου που τον έκανες ότι ήθελες. Όπου το συμφέρον τον καλούσε
δήλωνε παρών πότε με την υποστήριξη των Χουσιτών ποτέ με τη στήριξη των καθολικών. Ο οίκος των Ρόζενμπεργκ και οι πολεμιστές
συμμετείχαν σε μάχες από τότε που ο
άρχοντας τους ανέλαβε την εξουσία του Κρούμλοβ, το κεντημένο κόκκινο
πενταπέταλο Ρόδο στο ρούχα ανακαλούσε μνήμες και αναταραχές με τη δυναμική παρουσία τους.
“Μια γυναίκα!” φώναξε
ο άντρας που πλησίασε το σκούρο όγκο στο χιόνι.
Ο Κάρολος Βελτσικ ξεπέζεψε
από το άλογο και παραξενεμένος για την αναπάντεχη διακοπή στο μονότονο ταξίδι
τους, πλησίασε τους άντρες που προσπαθούσαν να συνεφέρουν την γυναίκα που
βρέθηκε από το πουθενά πεσμένη στο χιόνι. Το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο από
τους μώλωπες το ξεραμένο αίμα. Το μαβί χρώμα του έδειχνε πως το ήταν πολύ ώρα
έξω στο κρύο.
Η Πέρτσα Φον Ρόζενμπεργκ ήταν τόσο ζαλισμένη από τις αναταραχές της άμαξας πάνω στον κακοτράχαλο
δρόμο, που άργησε να συνειδητοποιήσει πως η άμαξα είχε σταματήσει . Ήταν και οι
αναμνήσεις που είχαν εμφανιστεί σα το λάδι και μετρίαζαν την αρχική χαρά της
επιστροφής. Το γαντοφορεμένο της χέρι
έκανε στην άκρη το κουρτινάκι της πόρτας της άμαξας. Ο Κάρολος Βέλτσικ
εμφανίστηκε και της φώναξε πως είχαν βρει μία γυναίκα πεσμένη στο χιόνι στη
μέση του πουθενά είχε στείλει άντρες να ψάξουν τριγύρω δεν βρήκαν καμία ένδειξη
πως συνοδευόταν ή για το πως είχε βρεθεί σε αυτό το σημείο.
Η Πέρτσα χωρίς δεύτερη
σκέψη φόρεσε το βαρύ πανωφόρι της και κατέβηκε από την άμαξα. “Δείξε μου” είπε στον αρχηγό της πομπής. Η εικόνα που αντίκρισε ήταν χειρότερη
από αυτό που περίμενε. Ανατρίχιασε το κορμί της στη θέα της παραμορφωμένης
κοπέλας. Ένοιωσε το θυμό να ανηφορίζει σα καυτή λάβα στο κεφάλι της. Όλα όσα
είχε υπομείνει τα τελευταία 19 χρόνια φώναζαν. Κάθε πικρία, κάθε δάκρυ, κάθε φωνή που δεν ακουγόταν γιατί την
κρατούσε μέσα της. Η απόλυτη μοναξιά στα
μαρτυρικά χρόνια της συμβίωσης με το
δυνάστη σύζυγο της. Όλα της κουνούσαν το δάχτυλο. “Ως εδώ” τους είπε με την
σκέψη της. Πλησίασε την κοπέλα.
“Δε μπορούμε να την αφήσουμε εδώ” είπε με σιγουριά
στον Κάρολο Βέλτσικ, “Θα την πάρουμε
μαζί μας”. “ Είστε σίγουρη πως πρέπει;” την ρώτησε ο Κάρολος. “Αν το πρέπει που λες στοιχίσει μία ζωή τότε θα χάσουμε
το μέτρο του σωστού και του δίκαιου, Κάρολε. Στην άμαξα λοιπόν. Τώρα!”
“Όπως διατάξετε” το βλέμμα του έψαξε στον ποιο γεροδεμένο από όλους. “Γιάν θα την κουβαλήσεις εσύ” φώναξε. “Όχι, θα την βάλετε μαζί μου στην άμαξα” είπε η Πέρτσα διακόπτοντας την κίνηση του Γιάν που ετοιμάστηκε να κουβαλήσει την γυναίκα.
“Όπως διατάξετε” το βλέμμα του έψαξε στον ποιο γεροδεμένο από όλους. “Γιάν θα την κουβαλήσεις εσύ” φώναξε. “Όχι, θα την βάλετε μαζί μου στην άμαξα” είπε η Πέρτσα διακόπτοντας την κίνηση του Γιάν που ετοιμάστηκε να κουβαλήσει την γυναίκα.
Δε χρειάστηκε δεύτερη
κουβέντα και σε λίγο όλοι ήταν πάνω στα άλογα συνεχίζοντας το δρόμο για το σπίτι.
Άρχισε να σουρουπώνει όταν πέρασαν πάνω από
την πρώτη σκεπαστή ξύλινη γέφυρα. Κάτω της κυλούσε ο Μολδάβας που τύλιγε την γενέτειρά
της σα σαλίγκαρος. Το μονοπάτι έπαψε να δημιουργεί αναταράξεις στην άμαξα. Αυτή
ήταν η περίτρανη απόδειξη πως άλλη μία φορά ο άρχοντας του Κρούμλοφ ο
Ούλριχ Φον Ρόζενμπεργκ, ακολουθούσε κατά
γράμμα τον νόμο, που ανέφερε πως μέρος
των φόρων έπρεπε να πηγαίνει στη συντήρηση του μονοπατιού. Οι εργάτες, είχαν
κάνει το πέρασμα τους γεμίζοντας τις τεράστιες λακκούβες με χώμα και
ενισχύοντας με ξύλινες σανίδες. Η Πέρτσα
αναστέναξε. Λίγος δρόμος είχε μείνει . Ένα παράξενο σφίξιμο είχε κουρνιάσει
στην καρδιά της στη σκέψη της συνάντησης
με τον πατέρα της. Τόσες ικεσίες και παρακάλια ν α την απαλλάξει από τη
μαρτυρική ζωή που ζούσε διπλά στο Γιόχαν, είχαν πέσει στο κενό. Δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια στο όνομα του
καθήκοντος, ήταν φυλακισμένη στην χρυσή φυλακή του Λιχτενστάιν. Ένας λυγμός ανηφόρισε από τα
στήθη της και έγινε κόμπος στο λαιμό.
“Όχι στο Κρούμλοβ...Ποτέ στο Κρούμλοβ“ μια πρώτη και
τελευταία αναλαμπή από τα χείλη της
κοπέλας πριν ξαναχάσει τις αισθήσεις της.
“Ποια να ήταν αυτή η πονεμένη
ύπαρξη που βρέθηκε στο δρόμο της;” αναρωτήθηκε η Πέρτσα και αμέσως ένιωσε
μέσα στα βάθη της καρδιά της πως αυτό ήταν μήνυμα από το Θεό. Η αποστολή που
της ανατέθηκε ως αντάλλαγμα στην ευόδωση των προσευχών της. Θα γινόταν η
ασπίδα, η φωνή και η αγκαλιά για αυτή την κοπέλα. Η καμπάνα του μοναστηριού
ακούστηκε άχνα.
Συγγραφέας: Ελίνα Σταμπουλή - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου