Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

"Ο Αχόρταγος και ο Μουστάκιας" της Φώφης Ζαχαριουδάκη



Κάποτε σε μία τρύπα κάτω από τη Γη, ζούσαν δύο κουμπάροι ποντικοί.΄Ηταν πολύ φτωχοί και δεν έβρισκαν τίποτα για να φάνε. Μόνο καμιά φορά, όταν ήταν πολύ τυχεροί, κάποιο ψιχουλάκι από ψωμί, ίσα για να μη πεθάνουν.

Μιά ημέρα ο Αχόρταγος είπε στον κουμπάρο του:

- Η κατάσταση δεν πάει άλλο! Εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το μυρωδάτο τυρί, μόνο με τα ταπεινά ψίχουλα.

- Και πού θα βρεις το τυράκι Αχόρταγε; ρώτησε ο Μουστάκιας με απορία.

- Έννοια σου κάπου θα βρω, αρκεί να ψάξω. Εσύ όμως τι θα απογίνεις; Θα μείνεις ολομόναχος και πεινασμένος;

- Γιατί κουμπάρε, τι έχει το ψωμάκι; Μακάρι να έχω κάθε μέρα!

Οι δύο κουμπάροι αποχαιρετίστηκαν με δάκρυα στα μάτια γιατί εδώ που τα λέμε ήταν πολύ αγαπημένοι. Από μωρά ποντικάκια ήταν μαζί.


Ο καιρός περνούσε και ο Μουστάκιας δεν είχε νέα από τον άμυαλο αλλά τολμηρό κουμπάρο του.

- Πού να βρίσκεται ο δυστυχής; αναρωτιόταν. Μην του συνέβη κανένα κακό; Βλέπετε τον αγαπούσε πολύ και αλήθεια του έλειπε.

Μια καλοκαιρινή βραδιά ενώ απολάμβανε το καφεδάκι του, άκουσε την πόρτα να χτυπά δυνατά.

- Μπα, ποιος με θυμηθήκε τέτοια ώρα;

Σηκώθηκε παρεξενεμένος κι άνοιξε περίεργος την πόρτα να δει ποιος τον είχε θυμηθεί νυχτιάτικα. Όταν άνοιξε τη μικρή ξύλινη πορτούλα, κόντεψε να τρελλαθεί από τη χαρά του. Μπροστά του στεκόταν ο Αχόρταγος, ο κουμπάρος του μα και ο μοναδικός φίλος του. Με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάστηκαν και για αρκετή ώρα φιλούσαν ο ένας τον άλλον. Ο Αχόρταγος ήταν παχουλός με ροδοκόκκινα μάγουλα.

-Τί έγινες κουμπάρε μου τόσο καιρό; Χάθηκες και ούτε ένα γράμμα δεν μου έστειλες, έστω ένα μήνυμα στο κινητό. Νόμιζα ότι σε έφαγε κανένας παχουλός γάτος, και ο Μουστάκιας τραντάχτηκε στα γέλια.

- Δεν επικοινώνησα μαζί σου γιατί ήθελα πρώτα να τακτοποιηθώ. Και τώρα που τα καταφερα ήρθα να σου πω τα νέα και να σε πάρω μαζί μου. Ο Μουστάκιας τινάχτηκε από την καρέκλα του.

- Δεν πάω πουθενά, μην επιμένεις!

- Μα, κουμπάρ...

- Μη λες τίποτα, τον διέκοψε αγαναχτισμένος ο Μουστάκιας! Δεν αφήνω το σπιτάκι μου να τρέχω σε άγνωστα μέρη για να ψάχνω για τυριά!

- Πάντα ήσουν πεισματάρης! Τουλάχιστον έλα μαζί μου να δεις που μένω. Εάν καμιά φορά βρεθείς σε ανάγκη, να ξέρεις που μπορείς να με βρεις.

Περπάτησαν ώρα πολύ και κάποια στιγμή βρέθηκαν μπροστά σε μία στάνη.

- Φτάσαμε είπε ο Αχόρταγος. Εδώ μένω, φώναξε  με καμάρι.

Μπήκαν μέσα και ο Μουστάκιας κόντεψε να χάσει τα μουστάκια του από την έκπληξη του. Παντού υπήρχαν τυράκια! Πολλά τυράκια! Λαχταριστά τυράκια, άλλα με τρύπες, άλλα κίτρινα, άλλα λευκά, αλλά όλα μυρωδάτα.

- Κάθισε κουμπάρε μου αναπαυτικά να φας όσο τυράκι λαχταρά το άδειο στομάχι σου. Υπάρχει αρκετό και για τους δυό μας για όλη τη ζωή μας .

Ο Μουστάκιας έπεσε με λαιμαργία πάνω σε ένα κάτασπρο τυράκι και σε λίγη ώρα δεν είχε μείνει ούτε ψιχουλάκι! Έφαγε τόσο πολύ που δεν μπορούσε εκείνο το βράδυ να επιστρέψει στην κατοικία του. Έτσι αναγκάστηκε να κοιμηθεί στη στάνη, αγκαλιά με τα τυράκια και ένιωθε σαν να βρισκόταν στον τυροπαράδεισο.

Την επόμενη το πρωί, μόλις ο ήλιος χάραξε την καινούρια ημέρα, ξεκίνησε για το σπιτάκι του. Μάταια προσπαθούσε ο Αχόρταγος να πείσει τον κουμπάρο του να μείνει μαζί του.

- Μην προσπαθείς άδικα, είπε ο Μουστάκιας. Το τυράκι που με κέρασες, θα μου φτάσει για πολύ-πολύ καιρό. Μην είμαι και αχάριστος. Αποχαιρετίστηκαν και ο Μουστάκιας κίνησε για την φτωχική τρύπα του.

Ο καιρός περνούσε και πάλι ο Μουστάκιας δεν είχε νέα από τον Αχόρταγο. Πέρασε γρήγορα ένας ολόκληρος χρόνος και αποφάσισε να πάρει το βαλιτσάκι του και να  πάει να τον βρει. Μετά από αρκετή ώρα έφτασε στη στάνη με τα πολλά τυράκια που ζούσε ο Αχόρταγος. Μπήκε μέσα και άρχισε να φωνάζει δυνατά:

- Κουμπάρε; Κουμπάρε; Αχόρταγε; Πού είσαι; Πήγαινε από εδώ πήγαινε από εκεί αλλά  ούτε ίχνος από τον άμυαλο κουμπάρο του.

Άρχισε να σκέφτεται ότι πράγματι κάτι σοβαρό έχει συμβεί. Δάκρυα κυλούσαν από τα ποντικίσια μάτια του όταν ξαφνικά είδε ένα τυράκι με μια ποντικοουρά πνα τρέμει σαν φυλλαράκι στον άνεμο. Με καρδιά που χτυπούσε σαν τρελλή από την αγωνία, πλησίασε την ουρά και με τα κοφτερά δοντάκια του άνοιξε το τυράκι στη μέση.

Το θέαμα ήταν αντριχιαστικό! Ο πονηρός βοσκός, που είδε τα τυράκια του να εξαφανιζονται ένα-ένα μυστηριωδώς, έβαλε μέσα σε ένα τυράκι μία φάκα. Ο Αχόρταγος πήγε να φάει το τυράκι και η τρομερή φάκα έπεσε με δύναμη επάνω του. Ο Μουστάκιας με γρήγορες κινήσεις ελευθέρωσε τον κουμπάρο του και κουβαλώντας τον στην πλάτη του τον έφερε στην τρύπα του.

- Αχ! άμυαλε κουμπάρε! Δεν ήθελες ψωμάκι αλλά ήθελες τυράκι!  Να τώρα η φάκα η τρομερή που κόντεψε να σου πάρει την ζωή.

- Αχ! Αχ! Αλοίμονο κουμπάρε τι ατυχία ήταν αυτή; Να χάσω την τεράστια ουρά μου για ένα τόσο δα τυρί; 
Από εκείνη την ημέρα ο Αχόρταγος έβαλε μυαλό και δεν ξανάφυγε ποτέ από την σκοτεινή τρύπα του. Κι αν καμια φορά συναντούσε καμιά στάνη με τυριά, κοίταζε την κομμένη ουρά του και έφευγε πολύ μακριά!

Συγγραφέας: Φώφη Ζαχαριουδάκη - Σπουδάστρια Tabula Rasa 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου