«Ευτυχία ξύπνα. Είναι η
μέρα σου σήμερα. Σημαιοφόρος και πάλι. Πρόσεχε όμως, είναι βαριά η σημαία για
ένα κοριτσάκι 11 χρονών, θυμάσαι την προηγούμενη φορά, δυσκολεύτηκες» είπε
γλυκά η μαμά.
«Καλημέρα μαμά, ξύπνια
είμαι. Τα γάντια μου, πού είναι τα άσπρα γάντια;»
«Γιαγιά, γιαγιούλα
ξύπνα, θα αργήσουμε για το αεροδρόμιο»
«Εντάξει Ναταλί έχουμε
χρόνο. Αλήθεια ανυπομονείς για το ταξίδι στο Κάιρο;» «Ναι, ναι γιαγιά τη βόλτα
με τις καμήλες στις Πυραμίδες σκέπτομαι, όπως τη φωτογραφία στο άλμπουμ σου. Σε
κοιτάζω με τον παιδικό σου φίλο πάνω στις καμήλες, ξεκαρδισμένους στα γέλια.
Δεν άλλαξες και πολύ γιαγιά μόνο που τώρα είσαι πιο όμορφη».
«Άσε την πλάκα Ναταλί, λίγο
σεβασμό στη γιαγιά Ευτυχία, άντε πάμε ήρθε το ταξί».
Τι όμορφο όνειρο απόψε!
Τι μνήμες θεέ μου, τόσες πολλές που στριμώχνονται στο μυαλό μου. Άλλες μελαγχολικές άλλες χαρούμενες κι ο
Χάλεντ πρωταγωνιστής. Ευτυχώς είναι πολύ μακρύ το ταξίδι για το Κάιρο και θα
αναπολήσω….
Ο Χάλεντ ήταν ένα όμορφο
μελαχρινό αγόρι με πράσινα μάτια. Κάναμε στενή παρέα στο Γαλλικό νηπιαγωγείο
που πηγαίναμε. Πολλές φορές παρηγορούσαμε τα άλλα παιδάκια που έκλαιγαν και
αναζητούσαν τη μαμά τους. Αυτό μας παραξένευε γιατί εμείς περνούσαμε τόσο ωραία
στο νηπιαγωγείο. Ο Χάλεντ λάτρευε το σχολείο και είχε μεγάλη ευχέρεια στις
ξένες γλώσσες. Ήδη μιλούσε Ελληνικά με μεγάλη άνεση. Τα Γαλλικά ήταν η αδυναμία
του και στα Γαλλικά τραγουδάκια έκανε τον μαέστρο. Οι γονείς του, αν και
μουσουλμάνοι, ήθελαν ο γιός τους να πάρει ευρωπαϊκή μόρφωση γι’ αυτό και τον
έστειλαν σε ξένο σχολείο. Μετά το νηπιαγωγείο οι
δρόμοι μας χώρισαν. Εγώ πήγα στο Ελληνικό δημοτικό και ο Χάλεντ συνέχισε στο
Γαλλικό.
Στα δύσκολα που
ακολούθησαν στην προσωπική μου ζωή ο Χάλεντ ήταν πάντα κοντά μου.
Γύρω στα 9 μου, έφυγε
ξαφνικά ο μπαμπάς. Τεράστια απώλεια για ένα κοριτσάκι πού λάτρευε τον πατέρα
του. Πρώτη φορά αντιμέτωπη με το θάνατο, τον πόνο, τη θλίψη το κενό, την αγωνία
για το αύριο στα ύψη. Τις επόμενες νύχτες κοιμόμουνα με την καφέ δερμάτινη
σχολική τσάντα που μου είχες φέρει ο μπαμπάς από τη Γερμανία πριν λίγες μέρες. Ταξίδευε
πολύ ο μπαμπάς και πάντα κάτι ιδιαίτερο μας έφερνε.
Τα απογεύματα, μόλις
τελείωνε το διάβασμα, ο Χάλεντ ερχόταν στο σπίτι μου και πάντα κάτι έφερνε από
τα αγαπημένα μου, παγωμένα φραγκόσυκα, μαύρους χουρμάδες, χυμό από ζαχαροκάλαμο.
«Τι θα κάνουμε» έλεγα, «πως θα το αντέξουμε, πως θα είναι η ζωή χωρίς το
στήριγμά μας». «Θα το αντέξεις, έχεις πείσμα, είσαι δυνατή», έλεγε και ξανάλεγε
ο Χάλεντ. «Είσαι η πρώτη μαθήτρια, είσαι σημαιοφόρος, μη λυγίζεις, μπορείς να
παλέψεις, είμαι σίγουρος».
Αυτές οι κουβέντες, εκείνα
τα μελαγχολικά απογεύματα στο σπίτι μου, ηχούσαν σαν τύμπανα τις φορές που
πήγαινα να λυγίσω. Τότε όρθωνα το κορμί, φανταζόμουν ότι κρατάω τη σημαία και
με σταθερά βήματα και αυτοπεποίθηση προχωρούσα μπροστά για να αντιμετωπίσω τη
νέα πρόκληση της ζωής.
Στις εξόδους μας, στο
σινεμά, στα πάρτι, τις εκδρομές ο Χάλεντ πάντα παρών, φύλακας άγγελος. Ήταν μια
ζεστή τρυφερή σχέση που παράπαιε μεταξύ φιλίας και πλατωνικού έρωτα. Δύσκολο να
βάλεις τίτλο σε μια τέτοια σχέση.
Τελειώσαμε το σχολείο
και έφθασε η δύσκολη στιγμή του αποχαιρετισμού. Εγώ έφυγα για την Ελλάδα να ακολουθήσω
σπουδές δημοσιογραφίας κι ο Χάλεντ ξεκίνησε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Κάιρου.
«Δεν θα χαθούμε, θα αλληλογραφούμε, η Ελλάδα δεν είναι μακριά. Θα έρθω να σε βρω
στις διακοπές, να με ξεναγήσεις στα όμορφα νησιά σας. Καλό ταξίδι, θα μου
λείψεις « ήταν οι τελευταίες κουβέντες του Χάλεντ στο αεροδρόμιο.
Στην αρχή η αλληλογραφία
μας ήταν πολύ πυκνή, ύστερα αραίωσε κι αργότερα περιορίστηκε στις Χριστουγεννιάτικες
κάρτες. Κρίμα, γιατί να αλλάζουμε, να αλλάξω είναι το σωστό. Σε ένα ταξίδι μου
στη Γαλλία συνάντησα τον Ντάν Γαλλο-Καναδό από το Κεμπέκ. Ήταν κεραυνοβόλος
έρωτας που κράτησε πολύ. Φύγαμε μαζί για τον Καναδά και δημιουργήσαμε
οικογένεια, τη Ναντίν και τη Νικόλ. Αργότερα ήρθε η μικρή Ναταλί και τότε
ένιωσα τη γλύκα να είσαι γιαγιά. Τι περίεργο όμως, τότε άρχισε και το ταξίδι
και η αναπόληση των παιδικών μου χρόνων στην Αίγυπτο.
Κι ο Χάλεντ;
Ο Χάλεντ πόνεσε πολύ
όταν έχασε την Ευτυχία από τη ζωή του. Τον πρώτο καιρό ήταν απαρηγόρητος, δεν
ήθελε να βλέπει κανένα από τους κοινούς φίλους. Είχε πάντα την κρυφή ελπίδα και
πόθο ότι η σχέση του με την Ευτυχία θα εξελισσόταν διαφορετικά. Η ζωή του
άλλαξε όταν κέρδισε την υποτροφία για ερευνητής στο Παρίσι. Ύστερα προσελήφθη
σε μεγάλο ερευνητικό Κέντρο και έχτισε μια ενδιαφέρουσα καριέρα. Εκεί γνώρισε
την Κλωντίν, παντρεύτηκαν κι έκαναν ένα γιο τον Μάρκ. Όμως δεν μπορούσε να
βγάλει από το μυαλό του την Ευτυχία. Τώρα πια η επικοινωνία τους είχε
περιοριστεί στις Χριστουγεννιάτικες ευχές και κάποια μηνύματα. Όμως το γλυκό
φτερούγισμα στο στομάχι υπήρχε κάθε φορά που λάμβανε μήνυμα της. Πολλά βράδια
αναπολούσε τις παιδικές συναντήσεις τους και μελαγχολικά μονολογούσε: γιατί
δεν της μίλησα τότε, γιατί δεν την παρότρυνα να μη φύγει, να μείνουμε μαζί, να
παλέψουμε μαζί για τα όνειρά μας. Τι να έκανα όμως, εγώ μουσουλμάνος, εκείνη
χριστιανή, δύσκολο ταίριασμα για εκείνη την εποχή.
Ξαναβρεθήκαμε μετά
τριάντα πέντε χρόνια στη Ντωβίλ. Εγώ σε δημοσιογραφική αποστολή για τα 70
χρόνια από την απόβαση στη Νορμανδία κι ο Χάλεντ για ένα παγκόσμιο ιατρικό
συνέδριο. Εκείνο το αντάμωμα είχε πολλή συγκίνηση και νοσταλγία. Πέσαμε ο ένας
στην αγκαλιά του άλλου και κλαίγαμε από χαρά. Ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα
από τότε, εκεί γύρω στα 15 μας με τα ποδήλατα. Πόσο όμορφα και άβολα είχα
νιώσει τότε, είπε ο Χάλεντ, εκείνη τη φορά στο πάρκο όταν έπεσες από το
ποδήλατο κι έτρεξα να σε σηκώσω. Ήρθαμε πολύ κοντά, ένιωσα την ανάσα σου κι
εκείνο το γλυκό βλέμμα που έλεγε ευχαριστώ. Τραβήχτηκα απότομα αλλά ήμουν πολύ
ταραγμένος. Μετά, δύο φορές κόντεψα να πέσω από το ποδήλατο κι εσύ φώναξες
«πρόσεχε Χάλεντ, πρόσεχε». Πόσο το χάρηκα το «πρόσεχε» κάτι σαν βάλσαμο στην
ψυχή μου το ένιωσα.
Ύστερα θυμηθήκαμε την
όμορφη εκδρομή μας στο Φαγιούμ, στο σπίτι της θείας μου ΄Ελσας. Είχε μεγάλο σπίτι
και χαιρόταν να φιλοξενεί παιδάκια. Δεν είχε δικά της και οι παιδικές φωνούλες
της λείπανε. Ήταν η τελευταία Κυριακή της αποκριάς κι όλο το Φαγιούμ είχε βάλει
τα γιορτινά του. Τα μπαλκόνια ήταν στολισμένα με μπαλόνια και σερπαντίνες. Κύμα
ευθυμίας παντού. Από τα παράθυρα ξεχύνονταν γέλια και μουσικές. Μασκαράδες
κυκλοφορούσαν στους δρόμους και πείραζαν τους περαστικούς. Εγώ είχα ντυθεί πριγκίπισσα
της άνοιξης. Φορούσα ένα λουλουδένιο στεφάνι στο κεφάλι και περπατούσα καμαρωτά.
Ο Χάλεντ είχε ντυθεί ναυτάκι. Ξεχυθήκαμε στους δρόμους, πετάγαμε σερπαντίνες
και χορεύαμε στους ρυθμούς της μπάντας. Τι γέλια κάναμε όταν έπεφτε το στεφάνι
από το κεφάλι μου και το μαζεύαμε από το δρόμο, ταλαιπωρημένο από τα πατήματα
των περαστικών. Αξέχαστη εκδρομή!
Οι όμορφες εικόνες από
τα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια ζωντάνεψαν ξανά. Τρέχαμε πίσω στις αναμνήσεις
της εφηβείας που χάθηκε και ένα κύμα χαράς και γλυκιάς νοσταλγίας μας
πλημμύριζε. Είχαμε ξαναγίνει παιδιά και ξαναζούσαμε νοερά όλα τα όμορφα αλλά
και τα δύσκολα. Ο χρόνος είχε σταματήσει στη Ντωβίλ. Οι τρείς ημέρες που ζήσαμε
μαζί σε αυτή τη πόλη ήταν από τις ωραιότερες της ζωής μας.
Κι ήρθε το τελευταίο
βράδυ. Φύγαμε από το ξενοδοχείο τα μεσάνυχτα για μια βόλτα στην παραλία. Ήταν
τόσο όμορφα με το ολόγιομο φεγγάρι. Το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιά στην αμμουδιά
σιωπηλούς και μελαγχολικούς. «Θα ξαναβρεθούμε;» ρώτησε ο Χάλεντ. «Μήπως είναι
αργά;» απάντησα. «Ποτέ δεν είναι αργά να κυνηγήσεις το παιδικό σου όνειρο»
σχολίασε τρυφερά ο Χάλεντ «και δεν έχουμε πολύ καιρό». Είναι οι στιγμές που η
καρδιά αποστρέφεται την πραγματικότητα και η λογική παραμερίζεται. Απέναντι σου
στέκονται η μοίρα, οι κοινωνικοί νόμοι, το άδικο, ο δισταγμός. Σκέφτεσαι αν θα
αντέξεις την ανατροπή και η ταραχή είναι μεγάλη. Όμως τίποτα δεν θα σε παρηγορεί
για το χαμένο όνειρο…
«Γιαγιά ξύπνα, προσγειωνόμαστε».
«Ναι ναι Ναταλί, ξύπνια είμαι». «Για πες μου γιαγιά θα πάμε κατευθείαν στις
Πυραμίδες; Τι λέει ο Χάλεντ;» «Πάμε, πάμε τώρα και βλέπουμε…»
Συγγραφέας: Ευτυχία Χαλκιά - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου