Χώρος: Υπνοδωμάτιο γιού
Χαρακτήρες: Μάνα (η κλασική μικροαστική μάνα)
Γιός
(ο κλασικός μαυροντυμένος μαλλιάς αναρχοροκάς γιός)
ΜΑΝΑ: Ξύπνα! Ξύπνα αχαΐρευτε!
Ποιος ξέρει που γύριζες πάλι όλο το βράδυ. Πρωί μου μαζεύτηκες πάλι. Χαράματα!
Και με τα κοντομάνικα! Μια ζακέτα δεν πήρες να ‘μαι κι εγώ ήσυχη. Να
αρρωστήσεις, να τρέχω εγώ πάλι. Ξύπνα!
Και βγάλε κι αυτές τις αηδίες που φοράς. Θέλω να πλύνω σκούρα. Δε μπορώ να
καταλάβω τι τα φοράς συνέχεια αυτά τα μαύρα. Χήρος είσαι; Κι έχουν κι όλο κάτι
διαβόλους. Αχ, τα βλέπω κι αγριεύομαι. Σατανιστής είσαι βρε; Αχ Παναγία μου όξω
κι από ‘δω!
ΓΙΟΣ: Τι θες ρε μάνα
πρωί-πρωί; Άσε με να κοιμηθώ που είμαι και ξενυχτισμένος.
ΜΑΝΑ: Μαμάκια βρε! Λες και
είσαι ποτέ κι αλλιώς; Όλο χαράματα γυρνάς! Σου ‘φτιαξα και πρωινό. Που ένα μαγκάλι κάρβουνα έπρεπε να σε ταΐσω, Παναγία μου!
Τι έκανες βρε στον τοίχο της αυλής εχθές;
ΓΙΟΣ: Τι έκανα;
ΜΑΝΑ: Τι έκανες; Τον
μουτζούρωσες! Έξαλλος ο πατέρας σου! Τι αηδίες έκατσες κι έγραψες, ε;
ΓΙΟΣ: Δεν έγραψα.
ΜΑΝΑ: Αλλά τι έκανες;
ΓΙΟΣ: Να, μωρέ, δε μ’ άρεσε ο
τοίχος κι είπα να τον βάψω κόκκινο, αλλά δεν είχε αρκετές κότες η γειτονιά!
ΜΑΝΑ: Φτου σου να χαθείς
αντίχριστε. Που ακούστηκε βρε, γιος αστυνομικού να γράφει «ΜΠΑΤΣΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ
ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ» έξω απ’ το σπίτι του.
ΓΙΟΣ: Καλά την άλλη φορά θα το
γράψω στου γείτονα. Καληνύχτα.
ΜΑΝΑ: Μέρα είναι! Μέρα!
Μεσημέρι. Εσύ έχεις βρικολακιάσει κι όλο
γυρίζεις μέσα στη νύχτα. Χωρίς μια
ζακέτα! Ποιος ξέρει και το θα σε ποτίσανε και θα σε ταΐσανε. Αν σε ταΐσανε. Θα
πάθεις τίποτα βρε παιδάκι μου!
ΓΙΟΣ: Δε βαριέσαι ρε μάνα.
Εκτός απ’ τον καρκίνο όλα τα άλλα περνάνε και με τηγανιτές πατάτες.
ΜΑΝΑ: Τι να σου πω βρε; Τι να
σου πω;
ΓΙΟΣ: Όνειρα γλυκά! Και κλείσε
και την πόρτα!
ΜΑΝΑ: Τι να σου πω πια;
Άχρηστε! Αχαΐρευτε! Χώρισες και με εκείνο
το καλό κορίτσι, τη Μαρία.
ΓΙΟΣ: Αφού δε ταιριάζαμε ρε μάνα. Αυτή το πρωί έτρωγε βρόμη κι εγώ βρώμικο.
ΜΑΝΑ: Είναι καλό κορίτσι και
σοβαρό.
ΓΙΟΣ: Κέρνα τη μια πάστα!
ΜΑΝΑ: Είναι έξυπνη!
ΓΙΟΣ: IQ πιάτου φάβας!
ΜΑΝΑ: Είναι θρησκευόμενη
κοπέλα!
ΓΙΟΣ: Κοίτα, ξέρω ότι δύσκολα
θα με καταλάβεις, αλλά στην περίπτωση μας… μεγααάλο μειονέκτημα!
ΜΑΝΑ: Είναι από σπίτι! Γιατρός
ο πατέρας της!
ΓΙΟΣ: Σιγά το γιατρό! Αν ο
γιατρός έχει στον τοίχο πιο πολλές εικόνες απ’ ότι πτυχία, κλάφ’ τα, μάνα!
ΜΑΝΑ: Αχ, βρε άχρηστε! Όλο
εξυπνάδες είσαι και τίποτα άλλο. Τι θα απογίνεις βρε άμα φύγουμε εμείς, ε;
Χαμένος θα πας!
ΓΙΟΣ: Σύμφωνοι! Αλλά μέχρι τότε
παίρνω έναν υπνάκο, ε;
ΜΑΝΑ: Γιατί βρε αγόρι μου;
Γιατί είσαι έτσι; Μ’ αυτά τα ρούχα κι αυτά τα μαλλιά… Και δε φοράς και μια
ζακέτα, να ‘μαι λίγο ήσυχη… Κι όλο κάνεις τέτοια πράγματα. Κόντεψε να μείνει ο
πατέρας σου το πρωί. Γιατί δεν έρχεσαι στην εκκλησία να μιλήσεις με τον
πάτερ-Ανάργυρο να σε βοηθήσει;
ΓΙΟΣ: Άσε ρε μάνα τον
πάτερ-Φιλάργυρο!
ΜΑΝΑ: Τι είναι αυτά που λες
παιδί μου, για τον πάτερ-ΦΙΛΑ- ε, Ανάργυρο; (σαρδάμ!)
ΓΙΟΣ: Τι λέω; Ξέχασες που δεν
του δώσαμε τη «δωρεά» που ζήταγε για την κηδεία της γιαγιάς, κι έψαλε τα
τροπάρια στα μουρμουριστά και κοιτούσε να μας
σχολάσει γρήγορα-γρήγορα;
ΜΑΝΑ: Τι να πω; Δεν
καταλαβαίνω. Δε σ’ τα είχαμε όλα στο χέρι; Τι σου ‘λειψε; Όλα τα είχες! Γιατί
παιδί μου είσαι έτσι; Γιατί;
ΓΙΟΣ: Γιατί είμαι έτσι; Για να
δούμε. Ίσως είμαι έτσι γιατί μου αρέσει. Θέμα αισθητικής. Ίσως γιατί έτσι με
έμαθε η ζωή να ντύνομαι. Μαύρα για να μη φαίνομαι. Να περνάω απαρατήρητος. Να
μη φαίνεται ο θυμός μου. Γιατί δεν πρέπει να θυμώνεις και να φωνάζεις! Δεν
πρέπει να θυμώνεις όταν σε κοροϊδεύουν και σε εξαπατούν. Δεν πρέπει να φωνάζεις που σε ψοφάνε στη
δουλειά και σε αφήνουν απλήρωτο να λυσσάς της πείνας. Απαγορεύεται να
τσαντιστείς, που σε τιμωρούν κι από πάνω, επειδή απλά αμύνεσαι! Κι ούτε να το
σκέφτεσαι ότι θα θυμώσεις και θα αγανακτήσεις επειδή οι άνθρωποι που υποτίθεται
ότι νοιάζονται και σε αγαπούν, προτιμούν να σε δουν να γίνεσαι ό,τι θέλουν
αυτοί , παρά να νοιαστούν για το πως νοιώθεις εσύ πραγματικά και τι θες, κάτι
που πέφτει σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα! Το μόνο που μπορείς είναι να
ονειρεύεσαι και να φαντάζεσαι πως είναι να φωνάζεις! Μαύρα λοιπόν για να ζήσω
ήσυχα με το θυμό μου! Η ανοχή δεν είναι κατανόηση, μάνα!
[Σιωπή…]
[ο γιός σηκώνεται]
ΓΙΟΣ:(ανέμελα) Πάω στο
περίπτερο. Θες κάτι;
ΜΑΝΑ:(το ίδιο ανέμελα) Ναι, να
πάρεις ζακέτα!
ΓΙΟΣ: (Τη φιλάει) Άμα βρω.
(και φεύγει)
~~~~~~~~~
Το κείμενο δραματοποιήθηκε για τις ανάγκες της παράστασης "Αγαπημένη μου μαμά" που έγινε στα πλαίσια της γιορτής της μητέρας, στις 10 Μαΐου 2015.
Το κείμενο δραματοποιήθηκε για τις ανάγκες της παράστασης "Αγαπημένη μου μαμά" που έγινε στα πλαίσια της γιορτής της μητέρας, στις 10 Μαΐου 2015.
"ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ"
Κείμενο:
Γιώργος Γκουτζαμάνης
Σκηνοθεσία:
Ζένια Χρυσανίδου
Ερμηνεύουν: Ειρήνη
Κουτουρούσιου - Δημήτρης Γρίντζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου