«Ονομάζομαι Αριστείδης
Παγκρατίδης, οι –ελάχιστοι- φίλοι μου συνηθίζανε να με φωνάζουνε Άρη, τώρα όλοι
με φωνάζουνε δράκο, δράκο του Σεικ Σου.
Με λένε δράκο, όπως
τα τέρατα στα παραμύθια που πετάνε φωτιά από το στόμα και σκοτώνουν, μου λένε
πως και ‘γω σκότωσα, αρνούμαι να το πιστέψω, ντρέπομαι τη μάνα μου, τη μανούλα
μου, που λένε το γιος της τέρας.
Όταν θα πεθάνω, ο
τελευταίες κουβέντες που θα πω θα είναι για αυτήν…
Ουφ…
Δε θέλω να το δεχτώ.
Δε μπορώ να το
αποκλείσω εντελώς όμως, έχω μια σκοτεινή πλευρά, που ώρες ώρες τρομάζει ακόμη
και μένα, είμαι μπερδεμένος, όλη μου τη ζωή μου ήμουν.
Γεννήθηκα το 1940, παιδάκι
ήμουν όταν είδα
τον πατέρα μου να
δολοφονείται μπροστά στα μάτια μου, με τέτοιες εικόνες μέσα στο μυαλό μου, τι
άνθρωπος θα μπορούσα να γίνω;
Αν είχα μεγαλώσει και
ζήσει διαφορετικά θα ήμουν κάποιος άλλος,
κυρ δεσμοφύλακα, δε
θα είχα μέσα ντροπή, πίκρα, ενοχή, λύπη, φθόνο, δε θα πεινούσα, δε θα ήμουν
δαχτυλοδειχτούμενος, θα ‘χα φίλους πολλούς, θα είχα σπουδάσει ίσως, μπορεί να
φορούσα μια καλοσιδερωμένη στολή, σαν τη
δικιά σου, ή θα ήμουν δάσκαλος, με γυαλιά και βιβλία με σκληρό εξώφυλλο, ποιος
ξέρει;
Μεγάλωσα μέσα στη
φτώχια, έβλεπα τα άλλα παιδιά να τρώνε κουλούρι με το τυράκι στο σχολείο και το άδειο στομάχι μου διαμαρτύρονταν σαν τρελό, ζήλευα από το τυρί, μέχρι το τελευταίο κόκκο
σουσαμιού, που έπεφτε στο πάτωμα.
Τα παράτησα να
γράμματα, δεν ήταν για μένα…
Έπρεπε να βγω στο
δρόμο, να δουλέψω, να ζήσω.
Δεν ήμουν ποτέ παιδί,
είναι σαν να γεννήθηκα απευθείας άνδρας.
Γρήγορα άρχισα να
ζητιανεύω, πολύ μικρός κακοποιήθηκα, έγινα μικροκακοποιός και έφτανα να πουλάω
το κορμί μου για λίγες δραχμές ή λίγο φαγητό.
Μπήκα στο
αναμορφωτήριο, μπλέχτηκα με ποτό και ναρκωτικά, που θόλωναν το μυαλό μου, είχα
συχνά ζαλάδες που όλα γύριζαν, αυτές τις ώρες ήταν λες και ο ουρανός έπεφτε στη
γη και το χώμα ανέβαινε στα σύννεφα.
Όταν ήμουν πιωμένος ή
ναρκωμένος ένιωθα καλά, προσωρινή ευτυχία και γαλήνη, θέλοντας να
μάθω τι ήταν αυτές οι άγνωστες σε μένα λέξεις.
Όταν το ποτό και το
ναρκωτικό τελείωνε, ο αλλόκοτος παράδεισος μου κατέρρεε και τότε έπεφτα στην άβυσσο, έτρεμα, πονούσα
από τη στέρηση , μπορούσα να κάνω τα πάντα για τη δόση μου και ένα μπουκάλι
κρασί, τα πάντα, μέχρι να πουλήσω την ψυχή μου την ίδια.
Με είπαν άρρωστο και
διεστραμμένο άτομο..
Μπήκα στο νοσοκομείο
ένα βράδυ, λένε πως επιτέθηκα σε μια μικρή και σκότωσα με πέτρα μια γυναίκα που
δούλευε εκεί, με πέτρα, όπως σκότωνε ο δράκος.
Ήμουν ‘’φτιαγμένος’’
και δε θυμάμαι πολλά, το παθαίνω συχνά και έχω συχνά, μεγάλα κενά μνήμης.
Ούτε για τις επιθέσεις
στο δάσος του Σεικ Σου θυμάμαι, αλλά μου είπαν πως διέπραξα εκείνα τα
εγκλήματα.
Πήγαινα συχνά στο
δάσος, έχω το χούι του ματάκια, παρακολουθούσα τα ζευγαράκια μέσα στο σκοτάδι, φθονούσα τον
άνδρα, που είχε στην αγκαλιά του μια όμορφη γυναίκα, που τον φιλάει, τον
αγγίζει, χωρίς να τον σιχαίνεται, ούτε τον διώχνει, μήτε τον αποστρέφεται, όπως
κάμουν οι όμορφες όταν τις πλησιάζω.
Όταν κοίταζα αυτές
τις κοπελιές, τις ποθούσα και θα ήθελα,
σαν τρελός, να μπορούσα να τις έχω.
Όμως, καθαρές μνήμες
από επιθέσεις δεν έχω το κεφάλι μου σε αυτό το σημείο, είναι κενό.
Κάποιοι, με πιστεύουν
και αυτό μου δίνει χαρά.
Άλλοι, ισχυρίζονται
πως προσποιούμε, για να γλυτώσω.
Μου είπαν ακόμη ότι το
μυαλό μου, μπορεί έσβησε αυτές τις
μνήμες, από άμυνα.
Τι να σου πω μπορεί.
Άχ…
Έμπλεξα…
Λίγο που με πίεσαν να
ομολογήσω, λίγο ο φόβος, λίγο που ήξερα καλά τη σκοτεινή πλευρά που με
καταδιώκει και που την ήξεραν και αυτοί, υπέρραψα την ομολογία…
Αύριο, είναι η
τελευταία ημέρα, 16 Φεβρουαρίου 1968, θα με πάνε στο απόσπασμα,
θα εκτελεστεί η θανατική ποινή, στα είκοσι οχτώ μου.
Φοβάμαι το θάνατο,
αλλά πιο πολύ φοβάμαι την κόλαση, που θα με περιμένει, εκεί θα πάω, το νιώθω.
Και ξέρεις τι με
πειράζει πιο πολύ και από το θανατικό και την κόλαση;
Το ότι θα πεθάνω
χωρίς να έχω ζήσει…
Αύριο είναι το τέλος…
Θα με σκοτώσουνε…
Και ο κόσμος θα αναρωτιέται για χρόνια και χρόνια,
Αριστείδης
Παγκρατίδης, αθώος ή ένοχος;»
Συγγραφέας: Στεφανία Καββαδά - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου