Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

"Κοίτα μπροστά" της Ελένης Μπλιούμη, Μέρος Α


«Καφέ παρακαλώ;» ακούστηκε η γλυκιά φωνή της αεροσυνοδού που παρουσιάστηκε με την κανάτα στο χέρι, ενώ την ίδια στιγμή ο κυβερνήτης αναγγέλλει ότι πετούσαν στα 36000 πόδια πάνω από τα σύννεφα, με 850 km/h. Ενημέρωνε επίσης ότι ο καιρός είναι πολύ καλός και ευχόταν σε όλους καλή συνέχεια στο ταξίδι.
Η Κλειώ μ΄ ένα νεύμα δέχτηκε την προσφορά του καφέ, ευχαρίστησε την κοπέλα και χώθηκε ξανά στις αναμνήσεις της. Επέστρεφε τελικά, ενώ είχε πει ότι θα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της!
Κάθισε αναπαυτικά στη θέση και αγκάλιασε στοργικά τη ζεστή κούπα του καφέ. Το βλέμμα της ταξίδεψε τριγύρω παρατηρώντας τους υπόλοιπους επιβάτες της πτήσης 352 από Νέα Υόρκη για Αθήνα.
Η θέση της ήταν πολύ κοντά στο φτερό και παρόλο που δεν είχε καθαρό οπτικό πεδίο, απολάμβανε το γαλάζιο του ουρανού παρέα με τις σκέψεις της.
Το ίδιο γαλάζιο του ουρανού απολάμβανε και τότε, από το τεράστιο τζάμι του γραφείου της που έβλεπε στην Ακρόπολη. Ήταν πολύ τυχερή που μετά το μεταπτυχιακό της βρήκε αμέσως δουλειά σε μια ελληνοαμερικάνικη εταιρεία.
Σαν τώρα θυμάται να απολαμβάνει το χώρο της εργασίας της, έπιανε τον εαυτό της να αγγίζει απαλά τα ακριβά έπιπλα, απολάμβανε την παρέα των υπέροχων ανθρώπων που συναντούσε καθημερινά στη δουλειά της και βούλιαζε συχνά στη δερμάτινη αναπαυτική πολυθρόνα της όταν έκανε διάλλειμα. Διπλά τυχερή ένιωθε αρκετές φορές, γιατί εκεί γνώρισε τον Τηλέμαχο, διευθυντή στο οικονομικό τμήμα όπου δούλευε.
«Αναμνήσεις…αναμνήσεις ζωντανές που ποτέ όμως δεν ξεχάστηκαν...» σκέφτηκε.
Ασυναίσθητα η Κλειώ αφήνει τον καφέ στο ανοιχτό τραπεζάκι μπροστά της και βγάζει από την τσάντα μία ξεχασμένη και ελαφρά τσαλακωμένη φωτογραφία του. Τη χαϊδεύει με τον δεξί αντίχειρα και παρατηρεί για ακόμη μία φορά πόσο γοητευτικός ήταν ο άνθρωπος που πίστευε ότι θα γινόταν ο σύντροφος της ζωής της. Νέος, όμορφος, πάντα περιποιημένος και με κοστούμι… Tελευταία λέξη της μόδας.
«Ήμουν ερωτευμένη μαζί σου και όχι με τις μετοχές της εταιρείας σου, όπως πίστευαν όλοι τους…κι εσύ…» είπε χαμηλόφωνα γεμίζοντας δάκρυα τα μάτια της.
Μία άλλη φωτογραφία που είχε πέσει στο διπλανό άδειο κάθισμα καθώς έβγαζε την πρώτη από την τσάντα της, ήταν σκισμένη στη μέση και κολλημένη με ταινία.
Έδειχνε την ίδια και τον Τηλέμαχο να κρατούν δύο χρυσά δαχτυλίδια ενωμένα με μια λευκή κορδέλα.
Έλαμπε η Κλειώ την ημέρα των αρραβώνων της λίγους μήνες μετά, στο βεραμάν φόρεμα, παρά τα επιπλέον κιλά της.
«Τα νιάτα δεν κρύβονται κόρη μου» της είχε πει τότε η μητέρα της συγκινημένη, όταν εκείνη της παραπονέθηκε για το βάρος της.
Οι κατάξανθες μπούκλες άγγιζαν τη μέση της και τα γαλαζοπράσινα μάτια της έλαμπαν από ευτυχία και χαρά.
«Πόσο ευτυχισμένη δείχνω την ημέρα των αρραβώνων μου…τι ειρωνεία…» μονολόγησε! Παρατηρώντας καλύτερα τη φωτογραφία διέκρινε την Εύα, τη δίδυμη αδερφή της, να την κοιτά με ένα βλέμμα περίεργο, κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνιας πολύ κοντά στο πρόσωπό της, σα να εμπόδιζε έτσι τις σκέψεις της να γίνουν αντιληπτές από τους γύρω της.
«Μακάρι να βρω κι εγώ έναν άντρα με λεφτά, όπως κι εσύ» της είχε πει τότε.
Αδύνατη και καλογυμνασμένη η Εύα, πάντα περιποιημένη και ντυμένη με τα ακριβότερα, ήθελε για τον εαυτό της το καλύτερο. Δεν συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο.
Ζητούσε επιτακτικά από την αδερφή της να δουλέψει κι εκείνη στην εταιρεία, «για να χρησιμοποιήσει επιτέλους το χαρτί δακτυλογράφου» όπως έλεγε, που είχε πάρει από μία ιδιωτική σχολή.
«Θα γίνει κι αυτό αδερφή» της υπόσχονταν η Κλειώ, «…άσε να περάσει λίγος καιρός να εδραιωθώ κι εγώ στην εταιρεία και με την πρώτη ευκαιρία θα μιλήσω στον υπεύθυνο πρόσληψης προσωπικού».
Η Κλειώ πετάει τώρα τις φωτογραφίες στην ανοιχτή τσάντα και με γρήγορες κινήσεις τραβάει το φερμουάρ, σα να έκλεινε μέσα σ΄ αυτήν και τον πόνο που της προκαλούσαν κοιτάζοντάς τες.
Κλείνει τα μάτια της απλώνεται καλά στο κάθισμα και προσπαθεί να ηρεμήσει. Όσο πλησιάζει στον προορισμό της, ανελέητες οι αναμνήσεις ζωντανεύουν μπροστά της, ενώ εκείνη πίστευε ότι είχε κλείσει τα κιτάπια του παρελθόντος της.
Να… τώρα ακούει το κουδούνι του σπιτιού της και βλέπει την αδερφή της να τρέχει προς την πόρτα και να φωνάζει «…ανοίγω εγώ». Αγωνιούσε φαίνεται να δει τον άνθρωπο που θα αρραβωνιάζονταν η αδερφή της.
Εκείνη την ημέρα η Εύα ήταν ανήσυχη από το πρωί. Είχε κατεβάσει όλη την ντουλάπα και δεν ήξερε τι να φορέσει. Ήθελε να εντυπωσιάσει, φαίνεται. Και τα κατάφερε! Τελικά βρήκε ένα λευκό φόρεμα με δαντέλα σε στενή γραμμή που αποκάλυπτε τη σιλουέτα της. Τα κατάξανθα μαλλιά της ήταν χτενισμένα πάνω και κάποιες τούφες χάιδευαν παιχνιδιάρικα το φρέσκο πρόσωπό της. Το άρωμά της σαγηνευτικό και οι κινήσεις της αργές και όλο αυτοπεποίθηση.
«Κλειώ…» αναφώνησε ο Τηλέμαχος, μόλις είδε την κοπέλα στην είσοδο του σπιτιού «…πόσο όμορφη έγινες!».
«Δεν είμαι η Κλειώ…η Εύα είμαι, η δίδυμη αδερφή της»…
Αναταράξεις του αεροπλάνου λόγω κενού αέρος, έκαναν τις σκέψεις της Κλειώς να διακοπούν απότομα και να κοιτάξει προς το πιλοτήριο αναζητώντας την αεροσυνοδό.
«Θέλετε να σας φέρω κάτι;» παρουσιάστηκε μπροστά της η κοπέλα σαν από μηχανής Θεός.
«Ναι, παρακαλώ ένα ποτήρι νερό…σας ευχαριστώ».
«Κυρίες και κύριοι, σας μιλά ο κυβερνήτης του αεροσκάφους. Σε 30΄φτάνουμε στην Αθήνα. Ο καιρός είναι καλός και οι άνεμοι είναι μικρής έντασης. Σε λίγο είμαστε έτοιμοι για προσγείωση».
Ο καιρός πράγματι ήταν αρκετά καλός για Μάιο μήνα και η Κλειώ έβλεπε τώρα έξω από το παράθυρο ένα στρώμα από σύννεφα σαν αφρός.
«Βαμβακοσύννεφα» σκέφτηκε, «αχ, πόσο θα ήθελα να βούλιαζα μέσα τους, να γινόμουν ένα μ΄ αυτά, να καθαρίσει η ψυχή μου από τον πόνο…»
« Οι λύπες και οι στενοχώριες κόρη μου, αν δεν γιατρευτούν θα γίνουν απωθημένα» σκέφτηκε τα λόγια της μητέρα της.
Ο θάνατος του πατέρα της πριν είκοσι χρόνια της είχε στοιχίσει. Δεν άντεξε…δεν δεχόταν το γεγονός ότι έφυγε έτσι, τόσο άδικα από τη ζωή. Την ίδια εκείνη μέρα μετά την κηδεία, αποχαιρετώντας μόνο της μητέρα της, έφυγε για την Αμερική και δεν ξαναγύρισε. Επέστρεφε τώρα για να αποχαιρετήσει τη μητέρα της. Ένας θάνατος την έδιωξε κι ένας άλλος θάνατος τώρα την υποχρέωνε να γυρίσει πίσω.
«Καημένη μάνα, άντεξες τον άδικο θάνατο του πατέρα, άντεξες και την προδοσία» σιγοψιθύρισε η Κλειώ.
 
...Συνέχεια στο Μέρος Β

Συγγραφέας: Ελένη Μπλιούμη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου