Γνωριζόμαστε
αρκετά χρόνια νομίζω. Συστηθήκαμε με μια αγκαλιά, έτσι μου 'χεις πει. Εγώ δεν
θυμάμαι. Ίσως στην αρχή της γνωριμίας μας δεν με ενδιέφερες πολύ και δεν σε
πρόσεχα. Μόνο αργότερα άρχισα να χαράζω εικόνες. Όταν πια μου μάθαινες να δένω
τα κορδόνια μου και να γράφω. Αλήθεια μαμά, ποτέ δεν σου είπα πόσο με πίεζαν τα
δάχτυλά σου όταν με βοήθαγες να κρατάω σωστά το μολύβι. Προσπαθούσα να
μιμηθώ τα γράμματά σου - θυμάσαι; Δεν τα
κατάφερνα. Δεν τα καταφέρνω.
Και
μετά άρχισες να φοβάσαι. Έτσι θυμάμαι εγώ την αρχή της γνωριμίας μας. Εσύ να
μου κρατάς σφιχτά το χέρι και να φοβάσαι. Ίσως να ήταν και ένας περίεργος
χαιρετισμός. Δεν ήξερα. Από τότε, μόνο η αίσθηση αυτή του φόβου μου απέμεινε,
ένα οικείο συναίσθημα που κρέμασες πάνω μου για να το μοιραστούμε. Από τότε και
εγώ ψάχνω μια παλάμη να κρατάω σφιχτά, να μοιράζομαι αυτό που μου έδωσες. Και
έτσι μονάχα ηρεμώ.
Είχε
περάσει καιρός από τη γνωριμία μας και είχαμε γίνει και καλές φίλες μάλιστα.
Μια μέρα όμως, στην αυλή μας πίσω από τη γαρδένια, με είδες κρυφά να σπάω το κέλυφός μου. Στεναχωρήθηκες, το είδα. Μου το είχες δώσει
εσύ το κέλυφος και μου ταίριαζε πολύ, έτσι έλεγες. Αλλά με πίεζε, δεν χωρούσα
άλλο μέσα του. Συγγνώμη.
Και έπειτα, όταν βγήκα από εκεί και αφού
κάηκαν τα μάτια μου από το ήλιο, άρχισα να διαλέγω τι θέλω να πάρω από τον
καινούριο κόσμο. Τα κοίταζα όλα με μανία αλλά δεν ήξερα τι ήταν δικό μου, όλα
ήταν ξένα εκεί. Προσπαθούσα να διαβάσω που έγραφε το όνομά μου. Πουθενά. Έπρεπε
εγώ να το χαράξω μόνη μου. Δεν ήθελα όμως πάλι να μου κρατάς το χέρι για να
γράψω. Ήθελα μόνη μου. Φοβόμουν. Αλλά μόνη μου. Με κοίταζες από το παράθυρο της
κουζίνας, μ’ άφηνες να διαλέγω τον κόσμο μου. Σκεφτόσουν όμως δυνατά και με
μπέρδευες. Ήσουν εσύ που διάλεγες ή εγώ; Δεν κατάλαβα και ποτέ. Ήσουν εσύ που
πήγες μπαλέτο ή εγώ; Ήσουν εσύ που πήγες σχολείο, ή εγώ; Δεν κατάλαβα και ποτέ.
Τώρα
πια η γνωριμία μας μετράει χρόνια. Σε ξέρω και με ξέρεις. Όχι όμως σαν δυο
φίλοι, που συναντιούνται μετά από χρόνια, αγκαλιάζονται και μετά στα φανάρια
χωρίζουν. Όχι έτσι. Δεν ξέρω με ποιους μοιάζουμε, δεν μπορώ να θυμηθώ. Κάπου
μας έχω δει. Κάπου έχω δει τις σκιές μας να παίζουν. Εγώ να σου βάζω τσάι από
το ψεύτικο τσαγιερό μου κι εσύ ψεύτικα να ρουφάς με ικανοποίηση. Να σε φιλάω
στο μάγουλο και εσύ να μ’ αγκαλιάζεις με το τεράστιο χαμόγελό σου.
Έχω
μάθει πια ποιος είναι ο κόσμος μου. Ξεπετάγεσαι κι εσύ σε πολλές γωνιές του.
Πονέσαμε και οι δυο μας. Όμως μαμά κοίτα, τα κατάφερα. Κοίτα μαμά. Είμαι εγώ.
Με κομμάτια δικά σου, αλλά εγώ. Όλη εγώ.
Μαμά,
έμαθα πως με λένε μέσα από τη δική μας γνωριμία. Μαμά, έμαθα να χαράζω τον
κόσμο μου μέσα από τις δικές σου αρνήσεις.
~~~~~~~~~
Το κείμενο δραματοποιήθηκε για τις ανάγκες της παράστασης "Αγαπημένη μου μαμά" που έγινε στα πλαίσια της γιορτής της μητέρας, στις 10 Μαΐου 2015.
Το κείμενο δραματοποιήθηκε για τις ανάγκες της παράστασης "Αγαπημένη μου μαμά" που έγινε στα πλαίσια της γιορτής της μητέρας, στις 10 Μαΐου 2015.
"ΤΟ ΚΕΛΥΦΟΣ"
Κείμενο:
Γεωργία Τσουκαλοχωρίτη
Σκηνοθεσία:
Χριστίνα Ηλία
Ερμηνεύει: Τίνα
Κολοβού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου