Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

«Ο Σταυρούλης, ο ρομαντικός ταυρούλης» της Κορνηλίας Πετράκη

    Μια φορά και έναν καιρό σε ένα απομακρυσμένο χωριό ζούσε ο κυρ Άρης ο αγελαδάρης.
Ήταν νέος, πολύ δουλευταράς, μα άπληστος και λίγο φαφλατάς. Κάθε πρωί του άρεσε να βγάζει για βοσκή στις πλαγιές του βουνού τις επτά του αγελάδες και τον ρομαντικό του ταυρούλη, τον Σταυρούλη. Εκεί άφηνε τα ζωάκια όλη μέρα και έπειτα αυτά το βράδυ γυρνούσαν μόνα τους πίσω στο στάβλο. Όνειρο του ήταν να γεμίσει τη φάρμα του με όσες πιο πολλές αγελάδες μπορούσε.

   Κάθε μέρα ο κυρ Άρης άρμεγε τις επτά του αγελάδες και πουλούσε το γάλα τους στον έμπορο που περνούσε από το χωριό.

 «Κυρ Άρη άμα θες να δεις προκοπή και τις τσέπες σου να φουσκώσουν με λεφτά, άσε τη
βοσκή στα λιβάδια και δώσε στις αγελάδες σου λίγο από αυτό το φάρμακο» του είπε εμπιστευτικά ο έμπορος ένα πρωινό. Ο κυρ Άρης μην έχοντας τίποτα άλλο να σκεφτεί άρχισε να δίνει στις μικρές του αγελάδες φάρμακο για κατεβάσουν όσο πιο πολύ γάλα γίνεται. Τα ζώα με τον καιρό άρχισαν να κάνουν όλο και πιο πλούσιο τον αγελαδάρη αφού τώρα το γάλα τους είχε διπλασιαστεί σε ποσότητα. Το μόνο που τον ένοιαζε πια ήταν πως θα γέμιζε τα βαρέλια του με γάλα και έτσι σιγά σιγά άρχισαν να σταματούν και οι βόλτες στις πλαγιές του βουνού. Μοναχά, ο ταυρούλης λυπημένος έβλεπε κάθε μέρα τις μικρές φίλες του κλεισμένες μέσα στο στάβλο και τις λυπόταν τόσο πολύ.

  Ένα συνηθισμένο πρωινό καθώς ο κυρ Άρης πήγε να αρμέξει τις αγελάδες του, ένα περίεργο γεγονός τον περίμενε. Η ξύλινη πόρτα του στάβλου ήταν ανοιχτή και σπασμένη στα δυο. Τα ζώα έντρομα με μάτια βουτηγμένα στη θλίψη, μη μπορώντας να του μιλήσουν, του έδειξαν με το βλέμμα τους την άδεια θέση του μοναδικού τους φίλου. Ο ταύρος ο κυρ Σταύρος δεν ήταν πια εκεί! Έξαλλος ο αγελαδάρης άρχισε να φωνάζει και να τον γυρεύει σε όλο το χωριό, αλλά μάταια. Η αστυνομία έψαξε με όλα της τα σκυλιά το δάσος, αλλά ο ταύρος άφαντος.

  Οι μέρες πέρασαν και η ζωή στο στάβλο ήταν πια γυναικεία μόνο υπόθεση. Οι αγελάδες χωρίς τον ταυρούλη τους πια, ένιωθαν μοναξιά και θλίψη στην καρδιά. Τον αγαπούσαν τόσο πολύ τον ονειροπόλο φίλο τους γιατί κάθε ημέρα τις έλεγε τα πιο παραμυθένια σχέδια για μία ελεύθερη ζωή σε όμορφα καταπράσινα λιβάδια. Η στενοχώρια τους ήταν μεγάλη που δεν τον είχαν πια μαζί τους. Όμως τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα για την Πιπίτσα την αγελαδίτσα που κάθε τόσο αναστέναζε στη θύμηση του φίλου της. Η όμορφη μικρή αγελαδίτσα άρχισε σιγά σιγά να έχει δυσκολίες στον ύπνο και δείγματα απομόνωσης. Η συμπεριφορά της ήταν άκρως αντικοινωνική και πολύ δραματική. Δεν είχε όρεξη για καμία βόλτα, παρά μόνο ήθελε να κάθεται σε μια γωνιά και να κλαίει, να χύνει δάκρυα για τον αγαπημένο της ταυρούλη τον Σταυρούλη. Μαύρα δάκρυα έχυνε ολημερίς για μήνες πολλούς, μέχρι που ένα απόγευμα όταν κοιτάχτηκε στο καθρέφτη του τρακτέρ είδε κάτι εντελώς αναπάντεχο και πολύ τρομαχτικό. Τα μάτια της τα δυο είχαν γίνει μαύρα. Απελπισμένη η Πιπίτσα φώναξε όλες τις αγελάδες να δουν το μαύρο της το χάλι. Τόσο πολύ που τρόμαξε και ο κυρ Άρης που έτρεξε την Πιπίτσα στον καλύτερο γιατρό της επαρχίας, έναν σοφό οφθαλμίατρο με τα περισσότερα διπλώματα κηπουρικής.

«Δέκα ημέρες ενέσεις χλωροφύλλης και αυστηρή δίαιτα με σπανάκι Ισπανίας» συνέστησε ο γιατρός με ύφος αυστηρό αλλά και καθησυχαστικό.

Ο δόλιος ο κυρ Άρης προμηθεύτηκε το καλύτερο βιολογικό σπανάκι Ισπανίας για την άμοιρη Πιπίτσα. Θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς αφού το είπε ο ξακουστός και φημισμένος αυτός γιατρός;

Η Πιπίτσα έφαγε όλο το σπανάκι, έκανε όλες τις ενέσεις, μα τα μάτια της όλο και χειροτέρευαν και έγιναν τελικά κατάμαυρα. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο άσχημα όταν σταμάτησε να βγάζει και γάλα και όλα έδειχναν πως ο σοφός γιατρός δεν ήταν και τόσο πολύ σοφός.

Οι υπόλοιπες αγελάδες έπεισαν τον αγελαδάρη να πάνε την Πιπίτσα στον κτηνίατρο τον πετεινό, ολίγον διάσημος, μα πρακτικός.

Ο πετεινός διέγνωσε αμέσως απελπησιομαυρίτιδα, μία σπάνια ασθένεια όπου τα μάτια μαυρίζουν από τα μαύρα δάκρυα μιας μαυρισμένης καρδιάς που αγαπά, μα τόσο πολύ πονά.

«Βόλτες, πολλές βόλτες στα λιβάδια, κατά προτίμηση πρωινές ώρες, να βοσκήσει μικρά χόρτα και μεγάλα για να κατεβάσει γάλα» είπε ο δόκτωρ πετεινός με έντονη φωνή.

Ο κυρ Άρης ο αγελαδάρης ξεκίνησε από το επόμενο πρωινό να βγάζει βόλτα την Πιπίτσα και την άφηνε να βοσκήσει μόνη της για ώρες στα λιβάδια. Η Πιπίτσα κάθε ημέρα πήγαινε όλο και σε πιο μακρινά και άγνωστα μέρη. Ένα απόγευμα ο αγελαδάρης περίμενε την Πιπίτσα να γυρίσει, αλλά ο κυρ Μένιος ο γείτονας έτρεξε και του είπε πολύ στενάχωρα μαντάτα.

«Κυρ Άρη, πάει η Πιπίτσα σου. Την ώρα που λιαζότανε στο λιβάδι ήρθε μία άμαξα, την άρπαξε και την πήρε μαζί της. Η δόλια η Πιπίτσα σου που να είναι τώρα;» είπε λαχανιασμένος ο κυρ Μένιος.

Ο αγελαδάρης τρελάθηκε από τη στεναχώρια που έχανε και δεύτερο ζώο από το στάβλο του για ακόμη μία φορά.

   Η Πιπίτσα μετά από ένα δύωρο ταξίδι επάνω στην άμαξα, τρομαγμένη μόλις της έβγαλαν το
μαύρο μαντήλι από τα μάτια για να μην βλέπει τι είχε γίνει, ηρέμησε τόσο πολύ όταν είδε μπροστά της τον αγαπημένο της φίλο τον ταυρούλη.

«Σταύρο μου, καλέ μου φίλε που είσαι αγαπημένε μου, μαύρα μάτια έκανα για να σε δω».

Τότε έκατσαν και οι δυο κάτω από τη σκιά μιας ελιάς και είπαν όλα τους τα νέα. Είπε η Πιπίτσα για την σπάνια ασθένεια της και ο ταύρος ο κυρ Σταύρος της είπε για την άσχημη συμπεριφορά του αγελαδάρη τους και την αναπάντεχη φυγή του, αφού δεν άντεχε πια να βλέπει τόση αδικία.

Της μίλησε για την όμορφη ζωή που ζούσε τώρα και πως την ήθελε και εκείνη μαζί του. Ζούσε σε μία φάρμα που την είχαν φτιάξει κάτι παιδάκια στο παρά διπλανό χωριό, μόνο και μόνο για πίνουν κάθε πρωινό νόστιμο γάλα και υγιεινό. Οι αγελάδες εκεί μόνο αγάπη έπαιρναν από τα παιδιά αυτά καθώς όλη μέρα τις τάιζαν χορταράκια και έπαιζαν μαζί τους όμορφα παιχνίδια.

Έτσι της εξήγησε την σπουδαία ιδέα που είχε να κλέψει την Πιπίτσα από τα βρώμικα χέρια του Άρη του αγελαδάρη και να την πάρει μαζί του σε αυτήν την ονειρεμένη φάρμα. Για αυτό άρπαξε την αγαπημένη του και την πήρε για να ζήσουν μακριά από κακούς και μοχθηρούς ανθρώπους.

   Ο καιρός πέρασε και η Πιπίτσα έγινε σιγά σιγά καλά. Τα μάτια της δεν έκλαιγαν άλλο πια και ήταν τα πιο αστραφτερά όλου του ντουνιά. Άρχισε να κατεβάζει και γάλα για το μικρό της μοσχαράκι το Πιπιράκι, που ήταν ίδιο με τον πατερούλη του τον ταυρούλη και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 

Συγγραφέας: Κορνηλία Πετράκη – Σπουδάστρια Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου