Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

“Πίσω από τη ζωντανή συκιά” της Στέλλας Κουκουριτάκη

 Ψάρεψε τα δυο άδεια μπουκάλια βότκα κάτω απ΄ το κρεβάτι και τα 'βαλε σε μια σακούλα για να τα πετάξει στα σκουπίδια. Στον καθρέφτη αντίκρυσε έναν άντρα που δεν αναγνώριζε · μάγουλα αποστεωμένα, χείλη ξηρά και δυο γαλάζια μάτια κατακόκκινα. Είχαν περάσει δέκα μέρες από την κηδεία της θετής μητέρας του και μετά απ' όσα του είχε αποκαλύψει πριν πεθάνει, η μόνη συντροφιά του Αλέξανδρου ήταν το αλκοόλ.

Μια μισοσκισμένη ασπρόμαυρη καρτ-ποστάλ ήταν το μόνο αντικείμενο που βρισκόταν δίπλα του όταν τον βρήκαν οι θετοί γονείς του στην πόρτα τους. Μέχρι πριν λίγες ημέρες αγνοούσε την ύπαρξή της και τώρα την κοίταζε μουδιασμένος προσπαθώντας να βρει ένα ίχνος για την πραγματική του μητέρα.

Ό,τι είχε απομείνει από την κάρτα απεικόνιζε ανεμόμυλους και στο βάθος έναν λόφο με ένα κάστρο. Στο πίσω μέρος υπήρχε μόνο μια φράση: “Θα είμαι πίσω από την αειθαλή συκιά“.  Δεν είχε ιδέα, όμως, πού ήταν αυτό το μέρος.

Άνοιξε την τηλεόραση για να μη νιώθει μόνος. Σε όλα τα δελτία ειδήσεων πρώτη είδηση ήταν το ναυάγιο του “Εξπρές Σάμινα” και έψαξε απεγνωσμένα να βρει κάτι πιο ευχάριστο. Παρακολουθούσε αφηρημένα ένα ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ όταν η αναπνοή του κόπηκε.

Στην οθόνη μπροστά του είδε τους ανεμόμυλους από την καρτ-ποστάλ και το ύψωμα με το κάστρο της Αστυπάλαιας.

Μετά από πολλές ώρες έφτασε στο λιμάνι του νησιού και πήρε την ανηφόρα για το πιο κεντρικό σημείο, την πλατεία με τους οκτώ ανεμόμυλους. Έκατσε σε ένα καφενείο και ρώτησε τον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη αν ξέρει που είναι η αειθαλής συκιά.

“Αειθαλής δεν ξέρω τι σημαίνει. Μόνο μια συκιά έχει το νησί, έξω από το σπίτι της μάγισσας. Μπορεί να είναι αυτή που γυρεύεις”, του απάντησε και του έδωσε οδηγίες για το πώς θα πάει εκεί.

Απορημένος με τα λόγια του γέρου για τη μάγισσα, ακολούθησε κατηφορικά τον ίδιο δρόμο που είχε πάρει νωρίτερα και σε μια στροφή είδε μια πελώρια συκιά να στέκεται ακίνητος φρουρός μπροστά από ένα χαμόσπιτο. Έμεινε καθηλωμένος να κοιτάει την εξώπορτα πίσω από το δέντρο, ανίκανος να σκεφτεί την επόμενη κίνηση του.

“Ψάχνεις κάτι;”, άκουσε μια γυναικεία φωνή. Γύρισε και αντίκρυσε μια κοπέλα να τον κοιτάζει επίμονα.

        “Ποιος μένει εδώ;” τη ρώτησε.

        “Είσαι συγγενής της;” αναρωτήθηκε η κοπέλα. 

“Πες μου, ποια μένει εδώ;” ρώτησε ξανά ο Αλέξανδρος. 

“Η μάγισσα του νησιού”, αποκρίθηκε φυσικά η κοπέλα. “Σειρά σου να απαντήσεις”.

“Δεν ξέρω”, της είπε και της έδειξε τη φράση από την καρτ-ποστάλ και το δέντρο. “Είναι η συκιά που ψάχνω;”

“Μπορεί. Οι συκιές συνήθως ρίχνουν τα φύλλα τους τον χειμώνα, αυτή όμως παραμένει πάντα ζωντανή”, απάντησε η κοπέλα.

“Μίλα μου για τη μάγισσα”, ικέτευσε ο Αλέξανδρος.

“Ήταν ήδη εδώ όταν γεννήθηκα. Ήταν φίλη με τη μητέρα μου, να, εδώ δίπλα είναι το πατρικό μου. Ό,τι ξέρω το ξέρω από εκείνη. Ερχόταν από την Αθήνα με τους γονείς της συχνά στο νησί για αυτό και από παιδιά έγιναν φίλες με τη μαμά μου. Μέχρι που στα 20 της ήρθε και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Σαράντα χρόνια έχουν περάσει από τότε και ποτέ δεν είδαμε κάποιον δικό της”, είπε η κοπέλα.

“Γιατί τη λέτε μάγισσα;” ρώτησε ο Αλέξανδρος.

“Όταν ήρθε μόνιμα ντύθηκε στα μαύρα. Παλιά μαύρα φορούσαν μόνο οι χήρες, αλλά κανείς στο νησί δεν ήξερε αν έχει χηρέψει. Έτσι, είπαν πως φοράει μαύρα γιατί είναι μάγισσα. Χωριάτικες δεισιδαιμονίες  κατά τη γνώμη μου, αν και πιστεύω πως πενθεί για κάτι”, μονολόγησε η κοπέλα και συνέχισε.

“Κατά καιρούς ακούγονταν κάποιες φήμες. Άλλοι έλεγαν πως γέννησε νόθο παιδί και την έδιωξαν οι γονείς της, άλλοι πως τρελάθηκε. Μέχρι και πως έκανε κάποιο έγκλημα και ήρθε εδώ να κρυφτεί έχει ακουστεί. Η μαμά μου την αγαπούσε μέχρι που πέθανε. Τη φρόντιζε, σαν να ήξερε τί την είχε οδηγήσει στην απομόνωση και της συμπαραστεκόταν. Μεγάλωσα μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι της, μόνο σε εμάς μιλούσε. Και τώρα μόνο εγώ της έμεινα να τη φροντίζω, την έχω σαν δεύτερη μάνα μου. Τα τελευταία χρόνια τα έχει και λίγο χαμένα, κοιτάει συνεχώς την πόρτα σαν να περιμένει κάποιον. Ποιος ξέρει τί κρύβεται πίσω από τα γαλάζια μάτια της... Με πιάνει πίκρα όμως, ό,τι τρομερό και αν έκανε δεν άξιζε να την είχαν ξεγράψει όλοι, ακόμα και οι γονείς της, έτσι δεν είναι;”.

Ο Αλέξανδρος έβγαλε τα γυαλιά ηλίου του και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του. Η κοπέλα μόλις είδε το γαλάζιο χρώμα τους, κατάλαβε. Έπιασε το χέρι του και του είπε στοργικά:

“Πήγαινε, λοιπόν. Σε περιμένει”.

Με τα λόγια αυτά, ο Αλέξανδρος αναθάρρησε. Μπήκε στο χαμόσπιτο και αντίκρυσε τα
μάτια του στα μάτια αυτής της γυναίκας. Για λίγα δευτερόλεπτα έβλεπε ένα κενό μέσα τους.

“Μαμά, ήρθα”, της είπε και της έδωσε την καρτ-ποστάλ.

Και αμέσως τα γαλάζια μάτια της μητέρας του απέκτησαν ζωή.

 

Συγγραφέας: Στέλλα Κουκουριτάκη – Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου